Ήθελα να διαβάσω το βιβλίο της Γούντσον από τη στιγμή που πρωτοκυκλοφόρησε και πήρε τη θέση του στο ράφι με τα υπόλοιπα βιβλία προς ανάγνωση, περιμένοντας τη σειρά του. Αν δεν είχα διαβάσει Το κουαρτέτο του Χάρλεμ και αν δεν είχε τέτοια επίδραση πάνω μου το μυθιστόρημα του Μπόλντουιν, δεν ξέρω πότε θα ερχόταν αυτή η στιγμή. Έτσι όμως έγιναν τα πράγματα. Τρία ή τέσσερα βιβλία μετά Το κουαρτέτο του Χάρλεμ τράβηξα το Ένα άλλο Μπρούκλιν από το ράφι. Μιλώντας για νήματα.
Για πολύ καιρό, η μητέρα μου δεν είχε πεθάνει ακόμη. Η ιστορία μου θα μπορούσε να είναι και πιο τραγική. Ο πατέρας μου θα μπορούσε να έχει παρασυρθεί απ' το πιοτό ή απ' το βελόνι ή από κάποια γυναίκα και να έχει αφήσει τον αδερφό μου κι εμένα στη μοίρα μας - ή, ακόμα χειρότερα, στην υπηρεσία παιδικής προστασίας της Νέας Υόρκης όπου, σύμφωνα με τα λόγια του, σπάνιζαν τα χάπι εντ. Αλλά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Τώρα ξέρω πως τραγική δεν η μία ή η άλλη στιγμή· είναι η ανάμνηση.
Η Γούντσον, στο πρώτο της βιβλίο για ενήλικες, αφηγείται την ιστορία
τεσσάρων κοριτσιών, μιας παρέας φίλων στο Μπρούκλιν του εβδομήντα. Η ανάμνηση της Όγκοστ πυροδοτείται όταν η αφηγήτρια διασταυρώνεται στο μετρό με μια παλιά της φίλη· πόσο φτωχή θα έμοιαζε, αλήθεια, η λέξη αυτή τότε, για να περιγράψει όσα ένιωθε η Όγκοστ για τη Σύλβια, την Άντζελα και τη Τζίτζι, με τις οποίες μοιράζονταν όλα τους τα μυστικά, διέσχιζαν τους σκοτεινούς και επικίνδυνους δρόμους του Μπρούκλιν, ενώ παρέα σχεδίαζαν το μέλλον, ένα μέλλον λαμπρό και γεμάτο υποσχέσεις. Και τώρα, τα βλέμματά τους διασταυρώνονται δεκάδες μέτρα κάτω από το έδαφος, δυο παλιές γνωστές· άραγε αυτό είναι όλο που έχει μείνει; Η Όγκοστ καταφεύγει στην ανάμνηση για να βρει τι απέγιναν όλα εκείνα τα συναισθήματα, όλες εκείνες οι στιγμές που μοιράστηκαν κάποτε, ένα κάποτε που μοιάζει μακρινό και ξένο με το σήμερα.
Η Όγκοστ θυμάται αποσπασματικά, κάπως διαισθητικά. Η αφηγηματική φωνή που επιλέγει για εκείνη η συγγραφέας είναι κάπως ποιητική και υπαινικτική. Κάποιες στιγμές αυτό μοιάζει με αφηγηματική ευκολία, κάποιες άλλες με συναισθηματική δυσκολία της αφηγήτριας, η οποία από την αρχή άλλωστε μας διευκρινίζει πως τραγική είναι η ανάμνηση και όχι η μία ή η άλλη στιγμή, η ανάσυρση της ανάμνησης της κοστίζει, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση για εκείνη. Ένας ανοιχτός λογαριασμός με το παρελθόν, πιθανές απαντήσεις που θα της λύσουν ερωτήματα που τη βασανίζουν ακόμα. Ο συγκεκριμένος τρόπος αφήγησης συντελεί, παρέα με την ανάμνηση, στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Το κακό, όμως, με αυτού του είδους τις αφηγηματικές φωνές είναι πως διαθέτουν μια ωραιοπάθεια, αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια αφήγηση για την αφήγηση και όχι μια ανάγκη για αφήγηση. Υπάρχει, έτσι, μια διάχυτη αίσθηση συναισθηματικής καθοδήγησης. Η αφηγήτρια δεν είναι πειστική ως προς την ανάγκη της να αφηγηθεί την ιστορία της ακόμα και αν δεν υπήρχε κανείς να την ακούσει, την ενδιαφέρει η παρουσία του αναγνώστη, την ενδιαφέρει και η γνώμη του, και σε μια τέτοια αφήγηση λείπει η ειλικρίνεια.
Το αναγνωστικό ζητούμενο που γύρευα ήταν εκεί, έτσι έδειχνε. Η Νέα Υόρκη
της δεκαετίας του 1970 και η ανάγκη της αφηγήτριας να καταφύγει στην
ανάμνηση. Ο τρόπος ήταν διαφορετικός, αποσπασματικός. Δεν υπάρχει a
priori καλός και κακός τρόπος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να τεθούν υπό την οποιαδήποτε σύγκριση τα δύο αυτά
βιβλία, εκτός από το γεγονός πως
το ένα με οδήγησε στο άλλο, πως σε αυτό το δεύτερο γύρεψα τη νοσταλγία
για τους ήρωες του Μπόλντουιν, τους τόσο αληθινούς ήρωες του Μπόλντουιν, την πυρετική ανάγκη του αφηγητή να πει την ιστορία του αδερφού του, και αντί αυτού βρήκα τέσσερις ηρωίδες που αχνοφαίνονταν και μια αφήγηση που της έλειπε το συναισθηματικό κίνητρο που θα της προσέδιδε πιθανόν μια δυναμική ικανή να εμπλέξει τον αναγνώστη. Υπό άλλες συνθήκες μπορεί το συγκεκριμένο βιβλίο να μου φαινόταν γλυκό, μια τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης, και κάτι τέτοιο να μου ήταν αρκετό, όχι όμως τώρα. Για παράδειγμα, στο μυθιστόρημα του Joao Ricardo Pedro Το δικό σου πρόσωπο θα είναι το τελευταίο, μια παρόμοια αφηγηματική φωνή και ατμόσφαιρα λειτούργησαν σαφώς καλύτερα. Ίσως εδώ να έχει σημασία η εργοβιογραφική λεπτομέρεια πως η Γούντσον είχε εκδώσει είκοσι παιδικά και εφηβικά βιβλία πριν δοκιμάσει να γράψει ένα μυθιστόρημα για ενήλικες, το Ένα άλλο Μπρούκλιν υπό αυτή την έννοια είναι ένα πρωτόλειο.
Ο συγκεκριμένος και συνήθης αναγνωστικός αυτός βηματισμός από βιβλίο σε βιβλίο είναι
συχνά προβληματικός, παρότι αναπόφευκτος, καθώς το κυνήγι της υποκατάστασης
εμπεριέχει μια κάποια ματαιότητα. Ακόμα και η δεύτερη ανάγνωση ενός
βιβλίου κυνήγι υποκατάστασης αποτελεί, την αναβίωση εκείνου του
ανεπανάληπτου συναισθήματος της πρώτης φοράς.
υγ. Για το αριστούργημα του Μπόλντουιν περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για το γλυκό μυθιστόρημα Το δικό σου πρόσωπο θα είναι το τελευταίο εδώ.
Μετάφραση Άννα Μαραγκάκη
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου