Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι συμμετέχουν σε συζητήσεις σχετικές με το βιβλίο. Αυτό είναι κάτι το θετικό. Κάποτε συζητούσαμε γι' αυτά σ' έναν στενό κύκλο, συνήθως με ανθρώπους που γνωρίζαμε, και με τους οποίους η αγάπη για τη λογοτεχνία αποτελούσε έναν μόνο κοινό δεσμό. Ο κύκλος αυτός, άπαξ και απέκτησε ψηφιακή υπόσταση, μεγάλωσε, και μεγαλώνοντας εμπλουτίστηκε. Μια κοινότητα δημιουργείται γύρω από το βιβλίο, κοινότητα στην οποία συμμετέχουν με -σχεδόν- ίσους όρους και οι επονομαζόμενοι απλοί αναγνώστες, όσοι τέλος πάντων δεν αποτελούν μέρος της εκδοτικής διαδικασίας. Κάθε κοινότητα διαθέτει συγκεκριμένες ιδιότητες. Η παρατήρηση μιας τέτοιας κοινότητας -όπως και κάθε κοινότητας- παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς εξ αυτής προκύπτουν χρήσιμα συμπεράσματα. Η παρατήρηση αυτή αποτελεί μια παράπλευρη ενασχόληση, πηγή ευχαρίστησης και απογοήτευσης, αντιπροσωπευτική σε ένα βαθμό της τριγύρω πραγματικότητας. Γιατί, και δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει κανείς με αυτό, ο τρόπος με τον οποίο διαλέγεται κανείς γύρω από το βιβλίο, δεν μπορεί παρά να ομοιάζει σε κάποιο βαθμό με τον τρόπο που διαλέγεται με το σύνολο των πραγμάτων. Αναπόφευκτα, ένα τέτοιο κείμενο έχει μια ροπή προς το αυτονόητο, το κλισέ.
Ανάμεσα στα τόσα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης κοινότητας, εκείνο που περισσότερο μου κινεί το ενδιαφέρον είναι μια διακριτή τάση αυτοπροσδιορισμού μέσω του μίσους -ναι, μίσους- για κάποια βιβλία. Το πάθος με το οποίο διατυπώνει κανείς τον αποτροπιασμό -ναι, αποτροπιασμό- του για κάποιο βιβλίο που διάβασε και δεν του άρεσε, καθιστώντας το σημαία αντίδρασης απέναντι σε εκείνους που διατύπωσαν κάποια διαφορετική άποψη. Επιπρόσθετα ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως η έκφραση αυτού του μίσους δεν αποτελεί μια στιγμιαία αντίδραση, παρά ένα σημείο διαρκούς επιστροφής, ένα στοιχείο ταυτότητας. Και μου κινεί μια τέτοια αντίδραση το ενδιαφέρον γιατί εγώ δεν λειτουργώ έτσι, παρά στον αντίποδα, ξεχνώντας όσα δεν μου άρεσαν και κρατώντας πολύτιμο θησαυρό όσα μου άρεσαν. Πίσω από αυτό το μίσος μπορεί κανείς να διακρίνει διάφορα σημεία εκκίνησης, όπως για παράδειγμα εκείνο που εκφράζει μια αίσθηση εξαπάτησης, που τοποθετεί όσο καμία άλλη το βιβλίο ως καταναλωτικό προϊόν, το οποίο κάποιος -ο εκδοτικός οίκος στην προκειμένη περίπτωση- επιχειρεί να πουλήσει, κάνοντας χρήση του μάρκετινγκ. Προφανώς και το βιβλίο, όπως κάθε αγαθό, σε μια καπιταλιστική κοινωνία, αποτελεί ένα προϊόν προς πώληση, από το οποίο ο εκδοτικός οίκος προσδοκά το κέρδος, και ως προς αυτό μετέρχεται διαφόρων πρακτικών. Εδώ μπαίνει η διαφήμιση. Μιλώντας για βιβλία, αντιλαμβάνεται κανείς τη σημασία της κριτικής σε αυτή τη διαδικασία. Η καχυποψία επομένως είναι δικαιολογημένη.
Η εκδοτική παραγωγή, σε παγκόσμια κλίμακα, διαθέτει μια ποικιλομορφία, παρότι εξ αποστάσεως φαντάζει μονοποικιλιακή, χωρίζεται σε κατηγορίες και υποκατηγορίες, εκκινεί από τις αρχές του γραπτού λόγου για να φτάσει έως σήμερα, υπόκειται σε μόδες. Και αυτό είναι κάτι το θετικό. Ο υποκειμενισμός αποτελεί αναπόσπαστο μέρος στην πρόσληψη της τέχνης γενικότερα. Το βιβλίο που εμένα δεν μου αρέσει, μπορεί για κάποιον να είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασε ποτέ. Ναι, συμβαίνει αυτό. Για την ακρίβεια κυρίως αυτό συμβαίνει. Θεωρώντας δεδομένο πως ο καθένας μας έχει το δικαίωμα στην έκφραση γνώμης, χωρίς προαπαιτούμενα, οφείλουμε να σεβαστούμε τη διαφορετικότητα στη γνώμη. Μιλώντας για λογοτεχνία, και εν γένει για τέχνη, είναι σημαντικό να διακρίνει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στην έκφραση του προσωπικού γούστου και σε μια απόλυτη θέση σχετικά με την ποιότητα του κρινόμενου δημιουργήματος. Μπορεί δηλαδή κανείς να πει πως εκείνο ή το άλλο βιβλίο δεν μου άρεσε και να βάλει τελεία και παύλα, όμως δεν μπορεί να κάνει το ίδιο λέγοντας πως πρόκειται για ένα κακό βιβλίο, αφού μια τέτοια θέση απαιτεί μια απόδειξη. Αν και το καλύτερο παράδειγμα θεωρώ πως είναι η σύγχρονη ζωγραφική, εντούτοις θα παραμείνω σε λογοτεχνικά λημέρια λέγοντας -το μάλλον προφανές- πως σε κάποιον μπορεί να μην αρέσει ο Ντοστογιέφσκι, όμως αν ισχυριστεί πως δεν ξέρει να γράφει, τότε θα πρέπει να δοκιμάσει να το αποδείξει με κάποιον τρόπο.
Είναι όμως ένα κακό βιβλίο το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν αναγνώστη; Θεωρώ πως όχι. Θα βρεθώ μάλιστα στην αντίθετη όχθη του ποταμού λέγοντας πως ένα κακό βιβλίο είναι αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας σχηματισμού της προσωπικής αισθητικής. Δεν θέλω -και ούτε μπορώ- να φανταστώ μια περίοδο στην οποία θα διαβάζω μόνο αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, φοβούμενος πως το αισθητικό μου κριτήριο θα δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα, προορισμένο καθώς είναι να τρέφεται μέσω της σύγκρισης. Καθώς τα αναγνωστικά χρόνια περνούν η αναγνωστική έκπληξη ολοένα και μειώνεται, τόσο η θετική όσο και η αρνητική εκδοχή της. Τα βιβλία που διαβάζω πια σπάνια ξεφεύγουν από το αναμενόμενο, οι προσδοκίες δεν καταρρέουν αλλά ταυτόχρονα απομένουν συγκρατημένες. Η ανάγνωση δεν αρκείται -δεν θα έπρεπε να αρκείται- σ' ένα απλό δίπολο μου άρεσε/δεν μου άρεσε. Είναι μια πολύ πιο σύνθετη διαδικασία, έτσι παράλληλα όπως διαδραματίζεται με την έξω ζωή. Κάπου εδώ είναι η στιγμή να μιλήσουμε για την ατομική ευθύνη, έννοια που τόσο της μόδας είναι στην ιογενή περίοδο που διανύουμε. Η ευθύνη του αναγνώστη ξεκινά τη στιγμή της επιλογής του επόμενου βιβλίου. Υπάρχει ένα πλήθος παραγόντων που καθορίζουν την επιλογή αυτή. Σημαντικότερο ρόλο όλων, θεωρώ, πως παίζει η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, ιδιαίτερα τώρα που η συζήτηση σχετικά με το βιβλίο είναι πιο εμφανής. Υπάρχουν βιβλία που απολαμβάνουν ένα hype, βιβλία για τα οποία συζητάνε όλοι. Αρκεί κάτι τέτοιο για την επιλογή; Όχι, σίγουρα όχι, αν και είναι αναμενόμενο ο υποψήφιος αναγνώστης να νιώσει την επιθυμία να διαβάσει αυτό για το οποίο όλοι συζητούν, ακόμα και αν η συζήτηση έχει αρνητικό πρόσημο.
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα κατά το οποίο μεγάλο μέρος της κοινότητας συζητά για ένα καινούριο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο κατά την πλειοψηφία θεωρείται ως ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους. Η φωτογραφία του βιβλίου επανέρχεται διαρκώς στην οθόνη του υπολογιστή μου, ο φόβος για ένα κρίσιμο σπόιλερ ελοχεύει. Εμένα όμως η αστυνομική λογοτεχνία δεν είναι του γούστου μου. Σε αυτόν τον μίνι κανόνα υπάρχουν και εξαιρέσεις όμως. Αυτές είναι οι οποίες θα θρέψουν την επιθυμία μου να διαβάσω αυτό το βιβλίο, μαζί με κάποιες άλλες λεπτομέρειες όπως για παράδειγμα το ενδιαφέρον για την πόλη στην οποία λαμβάνει χώρα η πλοκή, το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο κ.τ.λ., συνεπικουρούμενες σίγουρα από τη διάχυτη ατμόσφαιρα ενθουσιασμού. Η ανάγνωση μπορεί να είναι μια έκπληξη. Δύσκολα θα γίνει το αγαπημένο μου βιβλίο, δύσκολα όμως θα αποτελέσει και ένα σημείο αρνητικής αναφοράς στην αναγνωστική μου πορεία, θα είναι απλώς μία ακόμα επιβεβαίωση του προσωπικού κανόνα σχετικά με την αστυνομική λογοτεχνία εν γένει, που ίσως αναδείξει τα χαρακτηριστικά εκείνα που δεν συμβαδίζουν με τις αναγνωστικές μου ανάγκες, κάτι που την επόμενη φορά θα με κάνει να διστάσω παραπάνω σε μια αντίστοιχη επιθυμία.
Και υπάρχουν δεκάδες τέτοια παραδείγματα που μπορεί κανείς να παραθέσει. Όταν κάποτε δούλευα σε ένα βιβλιοπωλείο, δεν ήταν λίγοι οι πελάτες εκείνοι που ζητούσαν να τους προτείνω κάποιο βιβλίο. Όποιος έστω και λίγο έχει παρακολουθήσει την πορεία αυτού του μπλογκ δεν θα δυσκολευτεί να ποντάρει τα χρήματά του στον Χαβιέρ Μαρίας, και θα έχει δίκιο. Το Καρδιά τόσο άσπρη υπήρξε ένα από τα βιβλία εκείνα τα οποία με σόκαραν, δεν ήμουν προετοιμασμένος πως θα διάβαζα ένα τέτοιο βιβλίο, με αποτέλεσμα κάθε λίγες σελίδες να αναφωνώ: απίστευτο, δεν είναι δυνατόν, φοβερό κτλ. Δίνοντας το βιβλίο στον υποψήφιο αγοραστή τον παρότρυνα να σταθεί και να διαβάσει την πρώτη σελίδα, εκείνο, ισχυριζόμουν με περισσή αυτοπεποίθηση, θα αποτελούσε το αδιαφιλονίκητο κριτήριο. Κάποιοι ενθουσιάστηκαν, κάποιοι ευγενικά ζήτησαν χρόνο να το σκεφτούν. Διάβαζα πρόσφατα το σχόλιο κάποιου αναγνώστη που δεν άντεχε τον μακροπερίοδο λόγο του Κρασναχορκάι και αναρωτιόταν αν είχε ελπίδες να αλλάξει κάτι στην πορεία, και αν είναι δυνατόν κάτι τέτοιο (το βιβλίο) να θεωρείται καλή λογοτεχνία. Η ανάπτυξη αυτής της βιβλιοφιλικής κοινότητας, η καθημερινή τριβή στους κόλπους της, επιτρέπει στον αναγνώστη να δημιουργεί τους απαραίτητους εκείνους δεσμούς εμπιστοσύνης. Τώρα πια ο κριτικός της κυριακάτικης εφημερίδας δεν διαθέτει το μονοπώλιο στην έκφραση γνώμης και κρίσης. Συνέβαινε από πάντα ένας φίλος με μάτια να λάμπουν από τον ενθουσιασμό να μας μιλάει για ένα βιβλίο, συμβαίνει ακόμα. Από στόμα σε στόμα δημιουργείται η φήμη ενός βιβλίου, αυτή είναι η δίοδος προς την εμπορική επιτυχία, το hype και το μάρκετινγκ μέχρι ένα σημείο μπορούν να φτάσουν. Και έτσι όπως όταν ένας φίλος μάς μιλούσε για ένα βιβλίο που τον ενθουσίασε και εμείς νιώθαμε κάπως παράξενα που δεν βιώσαμε κάτι αντίστοιχο, θες οι προσδοκίες, θες η στιγμή ή το γούστο, έτσι συμβαίνει ακόμα. Και ας έχει κακοφορμίσει η έννοια της φιλίας στην ψηφιακή μας εποχή. Δεν θα ήταν κακό να αναρωτηθεί ένας αναγνώστης σχετικά με το τι ήταν εκείνο που προσδοκούσε από ένα συγκεκριμένο βιβλίο, η απάντηση ίσως τον βοηθήσει να διακρίνει τους λόγους για τους οποίους δεν του άρεσε, ίσως ακόμα να διακρίνει μια προβληματική στην επιλογή του που εν τέλει ήταν υπεύθυνη για τη συγκεκριμένη αναγνωστική εμπειρία.
Για να επιστρέψω όμως στον πυρήνα του κειμένου αυτού, που έχει να κάνει με την -ακατανόητη σε μένα- ανάγκη κάποιου να προσδιοριστεί μέσω του μίσους του για ένα βιβλίο. Βιβλία σκίζονται και πετιούνται, ενώ το αίτημα για πυρπόληση επανέρχεται. Αν ρωτήσεις κάποιον γιατί επέλεξε να διαβάσει το συγκεκριμένο βιβλίο τότε πιθανότατα θα λάβεις ως απάντηση πως πρόκειται για δικαίωμά του, λες και αμφέβαλλε κανείς. Ίσως να προσθέσει πως δεν ήθελε να μείνει εκτός της συζήτησης, δεκτό και αυτό. Αν επιμείνεις και τον ρωτήσεις γιατί ασχολείται ακόμα με κάτι που τόσο κακό του έκανε τότε πιθανότατα θα λάβεις μια απάντηση διάχυτη από έναν θρησκευτικό ζήλο. Εκείνο που συχνά θέλω να απαντήσω σε τέτοια σχόλια είναι απλώς: είστε
πολύ τυχερός που αυτό είναι το χειρότερο βιβλίο που έχετε διαβάσει ποτέ. Και το εννοώ. Προφανώς και υπάρχει κακή λογοτεχνία, πολλή μάλιστα, περισσότερη απ' όση μπορεί κανείς να φανταστεί. Προφανώς και υπάρχουν υπερτιμημένοι συγγραφείς, επίσης πολλοί. Προφανώς και τα λογοτεχνικά βραβεία διακρίνονται από μια διαβλητότητα, εξυπηρετώντας συχνά πάσης φύσεως συμφέροντα. Προφανώς και ο εκδοτικός κόσμος δεν είναι αγγελικά πλασμένος, η κριτική ακόμα λιγότερο. Η ανάγνωση όμως δεν είναι μια μηχανιστική διαδικασία, το συναίσθημα παίζει εδώ πρωτεύοντα ρόλο, ο υποκειμενισμός, ο χρόνος και οι εξωτερικές συνθήκες επίσης. Η ικανότητα να διακρίνει κανείς τα βιβλία εκείνα που τον αφορούν, ανάμεσα στα τόσα που κυκλοφορούν, με την κλεψύδρα να τρέχει, είναι συστατικό ενός επαρκούς αναγνώστη. Η ανάγνωση είναι συχνά η αφορμή για κάτι άλλο, μια φράση σε ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων είναι συχνά αρκετή. Το προσωπικό αισθητικό κριτήριο σφυρηλατείται διαρκώς, εκείνο που μας ενθουσίασε κάποτε, όσο και αν το αγαπάμε ακόμα ως μέρος του εαυτού μας, μας αφήνει πια αδιάφορους έτσι καθώς οι αδυναμίες του είναι πλέον ορατές, όμως ταυτόχρονα και εκείνο το κακό βιβλίο που βρέθηκε στον δρόμο μας κάποια δεδομένη στιγμή είναι αυτό που -μαζί με τα υπόλοιπα- μας οδήγησε στον αναγνώστη που είμαστε σήμερα.
Η ανάγνωση, τουλάχιστον στον τόπο μας, φέρει αρκετή ενοχή. Ενοχή που ξεκινά από τη μη ανάγνωση -λες και πρόκειται για κάποια υποχρέωση παρελκόμενη της σχολικής διαδικασίας και όχι ζήτημα προσωπικής ευχαρίστησης- και φτάνει μέχρι το θέσφατο του αριστουργήματος, σε έναν μονοσήμαντο κόσμο που τα πάντα έχουν ένα απόλυτο πρόσημο. Η ανάγνωση όμως άλλο δεν είναι παρά ένα αποκούμπι, όπως και όλη η τέχνη, ικανή να προσφέρει λίγη μαγεία που τόσο λείπει, όπως και το πάθος να μιλάμε για πράγματα που μας καθορίζουν, που μας επιτρέπει να βγάζουμε το κεφάλι πάνω από τη στάθμη της καθημερινότητας.
Ίσως όμως, σκέφτομαι τόσες λέξεις μετά, να πρόκειται απλώς για τον τρόπο που επιλέγει κανείς να σταθεί απέναντι στα πράγματα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρων προβληματισμός.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή