Μέλος φάντασμα ονομάζεται το μέλος εκείνο του σώματος που λείπει κι όμως
ενοχλεί σαν να βρίσκεται στη θέση του. Κάποιο ατύχημα ή μια γονιδιακή
ανωμαλία αποτελούν τις συχνότερες αιτίες. Ο ακρωτηριασμός δεν
εξαντλείται στη σωματική του εκδοχή, ο (αυτο-)ακρωτηριασμός -συνειδητός ή
μη- της μνήμης και του συναισθήματος δεν απαλλάσσει το υποκείμενο από
τις συνέπειες της απώλειας. Όχι οριστικά τουλάχιστον. Τα φαντάσματα
κινούνται άλλωστε στο σκοτάδι και δεν εγκαταλείπουν το δωμάτιο. Όχι
εύκολα τουλάχιστον.
Όλα
θα ξεκινήσουν την ημέρα που ο διευθυντής της εταιρείας επικοινωνίας θα
ζητήσει εξηγήσεις από τον Γιάννου για το χειρόγραφο γράμμα που απέστειλε
σε έναν υποψήφιο πελάτη, γράμμα που περιλαμβάνει όλα όσα ο Γιάννου θα
ήθελε να πει σε αυτόν τον άσχετο που δεν καταδέχτηκε να απαντήσει στην
προσφορά για συνεργασία, αλλά ποτέ δεν θα έλεγε, πόσο μάλλον σ' ένα
χειρόγραφο γράμμα μεσούσης της ψηφιακής εποχής. Ο γραφικός χαρακτήρας
όμως είναι δικός του και δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί την άστοχη αυτή
κίνηση, την καταστροφική για την καριέρα του, καθώς η απόλυση θα
ακολουθήσει της επίπληξης. Τότε, αποφασίζει να επισκεφτεί μετά από
χρόνια το χωριό όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, και από όπου έφυγε καθώς ο
τόπος εκείνος δεν χωρούσε τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του που μόνο η
Αθήνα έμοιαζε να μπορεί να θρέψει.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να διηγηθεί κανείς μια ιστορία ενηλικίωσης. Η ίδια η φύση της μετάβασης αυτής υπαγορεύει, τις περισσότερες φορές, μια χρονικά γραμμική εξιστόρηση των γεγονότων, που περιλαμβάνει κάποια σημεία κορύφωσης, κάποια περιστατικά καταλύτες στο ταξίδι του ήρωα, μια φόρμα κλασική, είτε πρόκειται για πρωτοπρόσωπη είτε για τριτοπρόσωπη αφήγηση. Η Γιαγάννου, στο γνώριμο πια προσωπικό της ύφος, προτιμά μια μεταμοντέρνα εκδοχή για την ιστορία ενηλικίωσης του Γιάννου Μ., και έτσι στην κλασική αφήγηση προσθέτει σελίδες ημερολογίου, μονολόγους, αποσπάσματα συνειρμικής γραφής, ανθρωπολογικές μελέτες, εκθέσεις τέχνης αλλά και ένα σύντομο θεατρικό έργο, με έναν παντογνώστη αφηγητή πότε στο φως και πότε στα παρασκήνια, τη στιγμή που ο χρόνος διαιρείται σε ψηφίδες, υπακούοντας στην ασθενή, από ένα σημείο και μετά, μνήμη του ήρωα.
Καθένας μας, μοιάζει να λέει η Γιαγιάννου, δημιουργεί την προσωπική του εκδοχή για τα πράγματα, την προσωπική του αφήγηση. Εκδοχή η οποία καθησυχάζει, επιβεβαιώνει και προσφέρει κρυψώνα ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες. Εκδοχή η οποία αποκτά γρήγορα βαθιές ρίζες και υψώνεται ως η μόνη πραγματικότητα, αποκόβοντας τη θέα από όλα εκείνα που την υπονομεύουν. Εκδοχή η οποία ενίοτε παραμένει στη θέση της μέχρι το τέλος, αν και, όπως στην περίπτωση του Γιάννου, δύναται να υποχωρήσει με τον επακόλουθο κρότο. Λίγο μετά η σκόνη θα τα σκεπάσει όλα. Η ασθενής από τη φύση της μνήμη τείνει εδώ χείρα βοηθείας. Ο τρόπος με τον οποίο η Μαρία Γιαγιάννου επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία του Γιάννου Μ. αποτυπώνει τη σύγχυση που βιώνει ο ήρωας αλλά και τον σύνθετο χαρακτήρα της ύπαρξης εν γένει. Τρόπος αρκετά φιλόδοξος, που υπερβαίνει -ή επιχειρεί να υπερβεί- την ιστορία, δοκιμάζοντας να περικλείσει σε αυτή τη μοναδικότητα αλλά και τη διαχρονικότητα τόσο της ατομικής ιστορίας όσο και της εποχής, γυρεύοντας να δημιουργήσει γέφυρες αναγνωστικής πρόσβασης, καθιστώντας την ιστορία αυτή οικεία και γνώριμη. Τρόπος στον οποίο, εκκινώντας από τη συνήχηση των ονομάτων συγγραφέως και ήρωα, η γλώσσα κρατά τον πρωτεύοντα ρόλο, τα γλωσσοποιητικά παιχνίδια στα οποία επιδίδεται η Γιαγιάννου εκτός από έμπνευση διακρίνονται και από λειτουργικότητα, συνυπηρετώντας μαζί με τη μορφή τον συγγραφικό στόχο. Ακόμα και στα λίγα εκείνα σημεία που προκύπτει μια υποψία επίδειξης ικανοτήτων από πλευράς της, η αναγνωστική απόλαυση τη συγχωρεί και την επιβραβεύει.
Η μεταμοντέρνα γραφή χαρακτηρίζεται ως ένα βαθμό από μια φαινομενική χαλαρότητα ως προς τη σύνθεση. Δεν είναι μόνο η ίδια η φόρμα που επιλέγει η συγγραφέας που υπόκειται σε πιθανές ενστάσεις από πλευράς αναγνώστη, αλλά και διάφορα ευρήματα που χρησιμοποιούνται, ολόκληρα κομμάτια αφήγησης και παράπλευρες ιστορίες που εξετάζονται ως περιττά, σε μια απόπειρα ψυχρής αιτιολόγησης. Εδώ, περισσότερο από αλλού, μια συνειρμική ανάγνωση είναι απαραίτητη. Επαφίεται δηλαδή στον αναγνώστη η επιτυχία ή μη του συγγραφικού οράματος, κάτι το οποίο αναπόφευκτα οδηγεί σε διχασμό ως προς την τελική πρόσληψη. Η Γιαγιάννου, έχοντας πιθανά υπόψη της τον συγκεκριμένο κίνδυνο, εκτός από την αποφασιστικότητα με την οποία κατασκευάζει και εμμένει στην αφήγησή της, δεν αποκλείει από αυτή το συναίσθημα. Το συναίσθημα εδώ μοιάζει να εισβάλλει από τις χαραμάδες της προσωπικής ανάγκης της συγγραφέως να αφηγηθεί την ιστορία αυτή και η Γιαγιάννου δεν ανακόπτει τη ροή αυτή, δεν καθιστά την κρυψώνα του προσωπικού ερμητική. Ωστόσο, η εγκεφαλικότητα της κατασκευής και τα αντιηρωικά χαρακτηριστικά του Γιάννου δημιουργούν την απαραίτητη ζώνη απώθησης της οποιαδήποτε υποψίας συναισθηματικής καθοδήγησης.
Συνοψίζοντας, Το μέλος φάντασμα είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο, αρκετά φιλόδοξο ως προς την κατασκευή του, ενώ ο τρόπος με τον οποίο η Γιαγιάννου επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία ενηλικίωσης της επιτρέπει να υπερβεί τον τετριμμένο χαρακτήρα της, χωρίς όμως να την παραμελήσει.
Ειδική μνεία αρμόζει στο υπέροχο εξώφυλλο της έκδοσης (Bem Grasso, Ascending house, oil on canvas, 2006).
Εκδόσεις Μελάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου