Βρέχει και η κίνηση στους δρόμους είναι ασφυκτική. Ο Πάμπλο (Juan Pablo Olyslager) καταφέρνει να διασχίσει την πόλη και να φτάσει μέχρι τα προάστια, στην έπαυλη που μένει με την οικογένειά του. Στην πύλη, η ιθαγενής οικονόμος θα τον προειδοποιήσει πως στο σπίτι δεν βρίσκεται μόνο η σύζυγός του, αλλά και η οικογένειά του σύσσωμη, και πως πια ξέρουν. Η ανησυχία στο βλέμμα και τη φωνή της είναι έντονη. Ο Πάμπλο θα παρκάρει και θα μπει στο σπίτι. Στο σαλόνι είναι παραταγμένοι η γυναίκα του, οι γονείς του και η αδερφή του με τον άντρα της. Δεν τον αφήνουν να πάρει ανάσα. Του επιτίθενται κατευθείαν, εκείνος τρέχει και κλειδώνεται στο δωμάτιο του. Παρά τις παραινέσεις τους δεν θα ανοίξει και θα χρειαστεί ένας υπηρέτης να φέρει το δεύτερο κλειδί. Θα μπουν κατά κύματα στο δωμάτιο, καθένας, από την πλευρά του, θα επιχειρήσει να τον μεταπείσει, να βγει και να διαψεύσει τις φήμες. Η ένταση που επικρατεί θα εκτονωθεί στιγμιαία λόγω ενός ισχυρού σεισμού. Ο Πάμπλο και η γυναίκα του, με διαφορετικό αυτοκίνητο ο καθένας, θα φύγουν για το σπίτι των φίλων που βρίσκονται τα παιδιά τους. Εκεί τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλύτερα, παρότι τα παιδιά δεν έχουν πάθει το παραμικρό, εκείνη θα πάρει τα παιδιά και θα γυρίσει σπίτι. Εκείνος θα μείνει να κοιτάζει τα φώτα του αυτοκινήτου ενώ η βροχή δεν έχει κοπάσει. Τίτλοι αρχής.
Είναι η ιστορία του Πάμπλο, γόνου μιας πλούσιας οικογένειας, που παντρεύτηκε την Ίσα, επίσης από πλούσια οικογένεια, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Δουλεύει σύμβουλος σε μια μεγάλη εταιρία. Όλα δείχνουν μια καλή ζωή. Από απόσταση. Ο Πάμπλο έχει μια παράλληλη σχέση με τον Φρανσίσκο. Αυτό είναι το μυστικό που αποκαλύπτεται. Διωγμένος από το σπίτι και την οικογένειά του θα μετακομίσει με εκείνον σε ένα φτηνό διαμέρισμα, που περισσότερο μοιάζει με αποθήκη παρά με σπίτι, πόσο μάλλον σε σύγκριση με το σπίτι που συνήθιζε να μένει. Η πίεση που του ασκείται είναι τρομακτική. Ο κλοιός στενεύει. Ο Πάμπλο σε κάποια στιγμή λέει στον Φρανσίσκο πως ντρέπεται αλλά νιώθει καλά. Αυτή η συναισθηματική αμφιθυμία αποτυπώνει ξεκάθαρα τα όρια μέσα στα οποία ο Πάμπλο κινείται. Η λογική απέναντι στο συναίσθημα. Οι άλλοι και εκείνος.
Η υπόθεση προσιδιάζει σε γνώριμης σεναριακής εξέλιξης μελόδραμα, τα κλισέ είναι αναπόφευκτα και αναμενόμενα όπως και ο φόβος του εκβιασμού του συναισθήματος. Το στοίχημα εδώ έγκειται στον τρόπο με τον οποίο ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Χάιρο Μπουσταμάντε θα διαχειριστεί το θέμα του. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την αποτυχία από την επιτυχία. Το σενάριο θέτει αρκετούς περιορισμούς πλεύσης, οι οποίοι, αρχικά τουλάχιστον, προκαλούν την αμηχανία του θεατή, πάμπολλες παρόμοιες ιστορίες έχει άλλωστε παρακολουθήσει, μια απλή επανάληψη τίποτα δεν έχει να του προσφέρει. Δεν έχει σημασία αν ο Πάμπλο ερωτεύτηκε έναν άντρα ή μια φτωχή υπηρέτρια, η κατάρρευση μιας καλής ζωής υπό το βάρος του συναισθήματος είναι εδώ το μοτίβο. Ο Μπουσταμάντε ελάχιστα προσθέτει στον παγκόσμιο κινηματόγραφο σε τεχνικό επίπεδο τουλάχιστον. Ποντάρει όλα του τα λεφτά στην αλήθεια που έχει να διηγηθεί, αυτό σώζει την παρτίδα. Η αλήθεια της ιστορίας του Πάμπλο έχει την απαραίτητη δυναμική για να οδηγήσει μέχρι τέλους την ταινία. Από μόνη της όμως θα απέμενε λειψή. Ο Μπουσταμάντε παίρνει μια σειρά αποφάσεων καταλυτικής σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα. Δουλεύει, για παράδειγμα, σε βάθος όλους τους χαρακτήρες του, ακόμα και τους μικρότερους, έτσι, ο θεατής γνωρίζει με ακρίβεια από πού έρχονται, πώς σκέφτονται και γιατί ενεργούν με τον τρόπο που ενεργούν. Οι ερμηνείες, με προεξέχουσα εκείνη του Olyslager στον πρωταγωνιστικό ρόλο, ενισχύουν την αληθοφάνεια της ταινίας, στην οποία κάθε συζήτηση για νικητές και ηττημένους είναι εκ προοιμίου κενή περιεχομένου. Μέσω των χαρακτήρων αποτυπώνεται ο χαρακτήρας της κοινωνίας της Γουατεμάλα, η συνύπαρξη λευκών και ιθαγενών, οι οικονομικές ανισότητες, ο ρόλος της εκκλησίας, ο συντηρητισμός, το περιθώριο. Και το πετυχαίνει αυτό χωρίς να στοχεύει σε μια φολκλόρ και εξωτική κινηματογράφηση της χώρας, δεν είναι η Γουατεμάλα αυτό που ψάχνει να πουλήσει στους ατζέντηδες και στα ανά τον κόσμο φεστιβάλ. Ο Μπουσταμάντε επιλέγει επίσης κάποια πράγματα να μην τα δείξει με υπερβολική λεπτομέρεια, ο θεατής άλλωστε εύκολα μπορεί να τα υποθέσει, αντιστρέφει έτσι την επικινδυνότητα του σεναριακού κλισέ, καθιστώντας το βοήθημα. Αυξομειώνει τις εντάσεις, χωρίς να περνάει στα εδάφη της υπερβολής, αφήνει όμως ταυτόχρονα τις παύσεις να λειτουργήσουν, προσφέροντας τις απαραίτητες ανάσες. Αυτές οι αποφάσεις, μαζί με κάποιες ακόμα, συνθέτουν μια ταινία που ξεπερνά κατά πολύ τις όποιες αρχικές επιφυλάξεις του θεατή.
Οι Δονήσεις είναι μια καλή ταινία, που δεν περιορίζεται σε καμία περίπτωση στα στενά όρια ενός μελοδράματος gay θεματικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου