Το γράψιμο θα αποτελούσε ανώφελη πράξη αν στη λογοτεχνία δεν ήταν όλα δυνατά, ισχυρίζεται ο συγγραφέας της ιστορίας αυτής σε μία από τις συχνές παρουσίες του στην αρένα της πλοκής, όπου εμφανίζεται όταν οι συνθήκες το απαιτούν, εγκαταλείποντας για λίγο τον Πολικό Αστέρα, και αυτή η θέση συνοψίζει επακριβώς το modus scribendi που χαρακτηρίζει το λογοτεχνικό σύμπαν του Δημήτρη Καρακίτσου. Αντικαθιστώντας το γράψιμο με την ανάγνωση, ο αφορισμός αυτός θα παρέμενε επίσης ακριβής, η γύρω πραγματικότητα με τους περιορισμούς της θα ήταν αρκετή. Ο Δον Υπαστυνόμος αποτελεί το έβδομο έργο και πρώτο μυθιστόρημα του γεννημένου στον Βόλο συγγραφέα, και είναι ακριβώς αυτό που ο υπότιτλος περιγράφει: Ένα σουρεαλιστικό αστυνομικό μυθιστόρημα.
Όπως είθισται να συμβαίνει σε κάθε έργο αστυνομικής λογοτεχνίας, έτσι και εδώ, όλα ξεκινούν με έναν φόνο, και μάλιστα διπλό. Ο εκκεντρικός και πάμπλουτος Τίο Αρμελίνο δολοφονείται στο σπίτι του στο Βαλδεπένιας, μια μικρή κωμόπολη της Μάντσας, ένα κρύο φθινοπωρινό ξημέρωμα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του '40. Δολοφονημένος θα βρεθεί επίσης και ο ιπποκόμος και θετός του γιος, Γκαουσταφάν. Οι υποψίες θα πέσουν ευθύς εξαρχής στον ανιψιό του, Ιαβέρη Κούγκατ Περφίντια, βασικό κληρονόμο της αμύθητης περιουσίας του νεκρού. Στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο, ως εκείνη τη στιγμή αποτυχημένος και πάμπτωχος, ερασιτέχνης ντετέκτιβ Αστόλφος Βαρνακομπούμπο, ο οποίος προσλαμβάνεται από τον Περφίντια για να εξιχνιάσει το έγκλημα και να αποδιώξει την ενοχή που βαραίνει τον εντολοδόχο του. Η αφήγηση της ιστορίας είναι γραμμική, διαθέτει δηλαδή αρχή, μέση και τέλος, όπως επίσης και τις απαραίτητες ανατροπές που εν τέλει θα οδηγήσουν στην τελική λύση, ενώ οι χαρακτήρες, με τα ευφάνταστα και εξωτικά ονόματα, είναι ολοκληρωμένοι. Αυτά, σε συνδυασμό με την παρουσία στην ιστορία αιμοσταγών δολοφόνων, μοιραίων γυναικών, αφελών και μη δευτερευόντων χαρακτήρων, και κυρίως του Αστόλφου, προϊδεάζουν για ένα καθόλα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Και όμως, ταυτόχρονα, Ο Δον Υπαστυνόμος δεν είναι ένα συνηθισμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, παρότι περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παρεξηγημένου, καίτοι λαοφιλούς, αυτού λογοτεχνικού είδους. Και δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα, πρώτον γιατί ο ίδιος ο συγγραφέας του δεν είναι ένας συνηθισμένος -τουλάχιστον στα καθ' ημάς- συγγραφέας, δεύτερον γιατί, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο υπότιτλος προσθέτει τον σουρεαλισμό στην εξίσωση, αλλά και τρίτον γιατί η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καρακίτσος πόρρω απέχει από την αναμενόμενη για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα γλώσσα. Υποψιάζομαι πως σε αυτό το σημείο οι ενστάσεις γύρω από τον Δον Υπαστυνόμο θεριεύουν, ενστάσεις που κατά πάσα πιθανότητα, και παρότι εκκινούν από διαφορετική αφετηρία, αποτελούν κοινό τόπο συνάντησης τόσο για τους λάτρεις της αστυνομικής λογοτεχνίας όσο και για τους πιστούς τής -εντός πολλών εισαγωγικών- ποιοτικής λογοτεχνίας. Οι μεν, πιθανολογώ, αναρωτιούνται σχετικά με την προσδοκώμενη αναγνωστική απόλαυση, οι δε σχετικά με τη δυνατότητα παραγωγής υψηλής λογοτεχνίας με βάση την αστυνομική πλοκή. Η απάντηση, διόλου παραδόξως, είναι κοινή και καταφατική. Ναι, Ο Δον Υπαστυνόμος είναι ένα τρομερό βιβλίο από όποια πλευρά και αν το προσεγγίσει κανείς.
Εδώ έγκειται, εν πολλοίς, η μαστοριά και το ταλέντο του Καρακίτσου, ο οποίος χαλιναγωγεί τη φαντασία του χωρίς να τη φιμώνει και στολίζει την αστυνομική του ιστορία με μεταμοντέρνα μαγεία, χωρίς όμως διόλου να τη βαραίνει. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί στις περιγραφές και τις παρομοιώσεις του, αν και ευφάνταστες και σπάνιες, δεν παραπατούν στην παγίδα του βερμπαλισμού και του εξεζητημένου, την ίδια στιγμή που τα μεταμοντέρνα τεχνάσματα και το πάντρεμα των λογοτεχνικών ειδών στο κείμενο είναι λειτουργικά και δεν στέκουν αμήχανα. Κορωνίδα του μυθιστορήματος αποτελεί το τρίτο μέρος με την εντυπωσιακά ευρηματική χρονικά προληπτική αφήγηση, που όμοιά της σε έκταση αδυνατώ να ανακαλέσω. Ο Καρακίτσος με σεβασμό στις αρχές της αστυνομικής λογοτεχνίας πετυχαίνει να οικειοποιηθεί γλωσσικά την ιστορία που αφηγείται, και αυτό δεν είναι κάτι απλό. Ο συγγραφέας μένει πιστός και στο μανιφέστο του Σουρεαλισμού, στην υπέρβαση
του ασφυκτικού ρεαλισμού μέσω της σύνθεσης ονείρου και πραγματικότητας.
Οι ήρωές του -για την ονοματοποιία των οποίων μια ολόκληρη ανάλυση θα μπορούσε να γραφτεί (ή να επινοηθεί τέλος πάντων)- ενίοτε υπνοβατούν, ονειρεύονται με τα μάτια ανοιχτά,
αποτέλεσμα αυτού του χαρακτηριστικού τους είναι πως στερούνται μέρος των
όσων συμβαίνουν γύρω τους, ταυτόχρονα, όμως, ταξιδεύουν σε τόπους
μακρινούς, γυρίζουν πίσω στην παιδική τους ηλικία, επαναγεύονται
ξεχασμένους από καιρό καρπούς, επανέρχονται, εν τέλει, κάπως παράδοξα στο εδώ και
το τώρα, καταβάλλοντας το αναγκαίο τίμημα της ονειροφαντασίας.
Η αγάπη του Αστόλφου για την αστυνομική λογοτεχνία, στην οποία κατέφυγε εγκαταλείποντας τους κλασικούς, όταν ο αγαπημένος του καθηγητής λογοτεχνίας αποσπάστηκε σ' ένα βάρβαρο χωριό της Σαραγόσας, αλλά και η τάση του να αναζητά ιδέες και βοήθεια για την επίλυση του εγκλήματος στις σελίδες της, δημιουργεί ένα παιχνίδι βιβλιογραφίας, ευφάνταστων τίτλων και πλοκών, που διατρέχει το μυθιστόρημα, και από το οποίο δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι αναφορές -έστω και υπό παραλλαγή- σ' έργα του ίδιου του Καρακίτσου. Και μιλώντας για τον σεβασμό που επιδεικνύει στις αρχές της αστυνομικής λογοτεχνίας ο συγγραφέας, αξίζει να αναφερθεί κανείς και στην παρουσία της ποιητικής του είδους στις σελίδες του παρόντος μυθιστορήματος. Σε κάποια δεδομένη στιγμή, κάπου στην αρχή της αφήγησης, ο συγγραφέας και παντογνώστης αφηγητής αναρωτιέται τι θα συνέβαινε εάν αποκάλυπτε χωρίς χρονοτριβή το όνομα του δολοφόνου, τη λύση δηλαδή του μυστηρίου, την οποία ο ίδιος προφανώς γνωρίζει. Ξέρει καλά τι τον περιμένει: κανείς δεν θα βρεθεί να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του σε μια τέτοια αποκάλυψη, αντίθετα με αγανάκτηση ο αναγνώστης θα κλείσει το βιβλίο, ο συγγραφέας ξεσπά: Είστε υποκριτές, έχετε την αλήθεια μπροστά σας κι ωστόσο γυρεύετε το ψέμα, γυρεύετε τον ένοχο μιας κατά φαντασίαν ανθρωποκτονίας, γυρεύετε την αισθητική απόλαυση όπως ένας διεφθαρμένος γυρεύει τη σιωπή όσων γνωρίζουν. Ο αναγνώστης επιζητά τις ανατροπές, την απόπειρα του συγγραφέα να τον κοροϊδέψει, αφήνεται συνειδητά να παραπλανηθεί αποσκοπώντας στην αισθητική και αναγνωστική απόλαυση, αυτή είναι η κατεξοχήν σύμβαση του είδους.
Η σύμβαση αυτή βρίσκει την εφαρμογή της στο σύνολο της λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα στο μυθιστόρημα, εκεί όπου κάθε ιστορία θα μπορούσε να ειπωθεί με έναν ελάχιστο αριθμό λέξεων, χωρίς παρεκβάσεις, περιγραφές, αναλήψεις, προλήψεις και εμβάθυνση χαρακτήρων. Εδώ ελοχεύει ένας -ίσως ο μεγαλύτερος- από τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η λογοτεχνία στη σημερινή εποχή και έχει να κάνει με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της γρήγορης κατανάλωσης, της χωρίς περιττή χρονική καθυστέρηση μετάβασης από το -όποιο- ένα στο -όποιο- επόμενο. Η λησμονιά της καταφυγής στην αποκοπή από τον διαρκώς παρόντα γύρω κόσμο, η απομάγευση ως φυσιολογική κατάσταση. Ο Καρακίτσος, με τον Δον Υπαστυνόμο του, απόγονο εκλεκτό του σπουδαιότερου ίσως λογοτεχνικού ήρωα, με καταγωγή επίσης από τη Μάντσα, επαναφέρει τη μαγεία στο προσκήνιο, αυτό είναι το δώρο που κομίζει στον μισοκοιμισμένο αναγνώστη, τις λέξεις που ενεργοποιούν τις νευρικές απολήξεις, ξυπνώντας αναμνήσεις παιδικές, το δέος που τα παραμύθια μάς προκαλούσαν τότε. Αλλά τι να πεις για μια εποχή που η λέξη παραμύθι άλλο παρά άρνηση και υποτίμηση δεν γεννά;
Εκδόσεις αντίποδες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου