Το Σχετικά με την αιωνιότητα παραλίγο να το δω στο σινεμά, τότε που τίποτα δεν προδίκαζε αυτά που έμελλε να ζήσουμε. Έπρεπε, λέω τώρα, εκ των υστέρων, να έχω επιμείνει περισσότερο και να κατέβω τα σκαλιά για το υπόγειο του Άστυ έστω και αν ένιωθα κουρασμένος και μόνος εκείνο το βράδυ. Ταινίες όπως αυτές του Ρόι Άντερσον ανήκουν στις κινηματογραφικές αίθουσες, εκεί ανθίζουν.
Υπάρχουν συγγραφείς που και τη λίστα με τα ψώνια τους να εκδώσουν εγώ θα τη διαβάσω και διόλου δεν αποκλείω να μου αρέσει κιόλας. Υπάρχουν και σκηνοθέτες για τους οποίους νιώθω ακριβώς το ίδιο. Ακόμα και πλάνα από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι θα καθόμουν να παρακολουθήσω. Τέτοια είναι η περίπτωση του Ρόι Άντερσον. Οι προσδοκίες ήταν τεράστιες και πώς όχι. Σε περιπτώσεις όπως αυτή, βέβαια, ελοχεύει η ενδεχόμενη σύγκριση κάθε επόμενου έργου με τα προηγούμενα. Τώρα που το σκέφτομαι, το θεωρώ δεδομένο και αναπόφευκτο, ακόμα και αν η λογική υψώσει τα γνώριμα τείχη της. Το καλό σενάριο είναι η διαδικασία εσωτερικής σύγκρισης να ακολουθήσει της προβολής και να μην παρεμβληθεί την κρίσιμη στιγμή της αποκοπής.
Νιώθω πως ελάχιστη σημασία έχει να μιλήσω για την ταινία αυτή με άξονα σύγκρισης τις προηγούμενες του Άντερσον, κάτι που θα αναδείκνυε κάποιες αδυναμίες και κάποιες απάτητες αυτή τη φορά κορυφές. Εκείνο που έχει σημασία είναι η εμπειρία της προβολής, από το πρώτο πλάνο μέχρι και τους τίτλους τέλους, και ίσως λίγο ακόμα μετά, όσο κρατάει το μετείκασμα. Με τα χρόνια τείνω να πιστεύω πως η θέαση ως συμβάν διαθέτει λιγότερο υποκειμενισμό σε σχέση με τη μετέπειτα επεξεργασία της. Τη στιγμή που βλέπει κανείς μια ταινία δεν αναρωτιέται γιατί του αρέσει, αν το κάνει, κάποιο πρόβλημα υπάρχει. Εκ των υστέρων, λοιπόν, το Σχετικά με την αιωνιότητα δεν στέκει στο ίδιο ύψος με την προηγηθείσα τριλογία του Σουηδού δημιουργού. Όμως, κάτι τέτοιο, κατά τη διάρκεια της προβολής δεν το ένιωθα. Εκείνο που ένιωθα ήταν το γνώριμο δέος για τις εικόνες που ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια μου, πίνακες ζωγραφικής και σκηνικά θεάτρου, με την κάμερα ακίνητη να καταγράφει τα χλομά πρόσωπα στην καθημερινότητά τους, τις αγωνίες και τους εφιάλτες τους, τις απογοητεύσεις και τη δυσκολία να αντεπεξέλθουν, τη ματαιότητα με την οποία συνοδεύεται η εμπειρία της ύπαρξης, την ανάγκη για πίστη και τα ερωτήματα, την ανεμελιά να ενηλικιώνεται και τον έρωτα να μην σώζει παντοτινά, σε μια πόλη που έμοιαζε να βρίσκεται σε καθεστώς καραντίνας.
Στο Σχετικά με την αιωνιότητα αχνοφέγγει ένα ελάχιστο φως ελπίδας στο γνώριμα αμφίθυμο γκροτέσκο· η σκηνή με τα νεαρά κορίτσια που χορεύουν, για παράδειγμα, αλλά κυρίως το διαλογικό απόσπασμα στο εσωτερικό ενός μπαρ: -Δεν είναι υπέροχο; -Ποιο; -Όλα. Η καταφυγή στο εδώ και το τώρα, η αποδοχή πως αυτό είναι όλο, αυτό που βλέπεις και νιώθεις, αυτό που φτάνει το χέρι σου να αγγίξει. Η αποκαθήλωση της αναβολής, η απαλλαγή από το βάρος της απάντησης και το άγχος της σωτηρίας. Ο τρόπος που κινηματογραφεί ο Άντερσον είναι συγκινητικός και βαθιά ανθρώπινος, στο σύμπαν του δεν χωράνε θεολογικές πυραμίδες, κάτι που αποτελεί κοινό θεματικό μοτίβο στις ταινίες του. Σε πρώτο πλάνο στέκει ο άνθρωπος με τις προσωπικές του αγωνίες. Η στεναχώρια εκείνου που μετά από χρόνια συνάντησε έναν παλιό συμμαθητή του και εκείνος όχι μόνο δεν ανταπέδωσε τον χαιρετισμό αλλά έκανε πως δεν τον αναγνώρισε. Ο παππάς που πληρώνεται για να πιστεύει και χάνει την πίστη του, και ο δικός του πόνος χωράει εδώ, δίπλα στον έφηβο που ακόμα δεν έχει γνωρίσει τις χαρές του έρωτα. Η αφήγηση, με τη γυναικεία φωνή να εξιστορεί όσα είδε, τη στιγμή που αυτά συμβαίνουν στην οθόνη, δεν με ενόχλησε αν και δεν είμαι σίγουρος πως αντιλήφθηκα τη χρησιμότητά της.
Σε μια εποχή που οι δημιουργοί ολοένα και δοκιμάζουν εναλλακτικές φόρμες αφήγησης και διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, ο Άντερσον επιμένει να κάνει την ίδια ταινία ξανά και ξανά, χρησιμοποιώντας την ίδια πρώτη ύλη, υπηρετώντας με προσήλωση το προσωπικό του όραμα, αδιαφορώντας, θαρρείς, για ενδεχόμενες ταμπέλες μανιέρας. Και είναι ίδιον των σημαντικών δημιουργών η επιμονή στο όραμα και ο πλήρης έλεγχος του συνόλου της κινηματογραφικής διαδικασίας, είναι τουλάχιστον εκείνο που τους διαφοροποιεί από τους σκηνοθέτες διαχειριστές.
Ως την επόμενη φορά, Ρόι Άντερσον.
ποιος είναι ο τίτλος με τον οποίο κυκλοφόρησε όμως; μη μας αφήνεις με την απορία :)
ΑπάντησηΔιαγραφή