Έπειτα από είκοσι χρόνια εξορίας, είχα ξεχάσει ολότελα πώς ήταν η αυγή στο Παρίσι...Παρότι είχε μπει ο Μάης, έκανε κρύο, μάλλον τσουχτερό. Η ατμόσφαιρα ήταν διάφανη, ολοκάθαρη, σε απόλυτη αρμονία με το απαλό γαλάζιο τ' ουρανού. Ο αέρας, ξερός, διαπεραστικός, παρέσερνε την ελαφρή άχνα από την ανάσα ενός Γιαπωνέζου τουρίστα που τραβούσε ασταμάτητα φωτογραφίες.Δεν το γνώριζα αυτό το μέρος. Ή, για την ακρίβεια, δεν ήταν πια όπως το είχα γνωρίσει.
Ο αφηγητής επιστρέφει στο Παρίσι μετά από είκοσι χρόνια περιπλάνησης στην Αφρική. Κατέφυγε εκεί για να αποφύγει τη σύλληψη. Είχε σκοτώσει έναν μπάτσο τον Μάη του '68. Λίγο πριν φύγει γνώρισε εκείνο το κορίτσι, την Φρανσίν και την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Την άφησε πίσω. Δεν την ξέχασε όμως ποτέ. Τώρα, σαραντάρης πια, θα επιστρέψει στο Παρίσι. Όλα μοιάζουν διαφορετικά. Μόνο το πάρκο του Λουξεμβούργου είναι ίδιο και απαράλλαχτο, και αυτό είναι μια κάποια παρηγοριά. Ανατρέχει στις ημέρες εκείνες, σε όλα όσα έγιναν τότε. Αφηγείται τα γεγονότα όπως τα έζησε αυτός και όχι όπως τα κατέγραψε η επίσημη ιστορία, ένθεν κακείθεν του ποταμού.
Το κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα αποτελεί τυπικό δείγμα μυθιστορήματος néo-polar, που αποτελεί υποείδος της αστυνομικής λογοτεχνίας και αναπτύχθηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του '70, απότοκο και αυτό του παρισινού Μάη, με γνωστότερους εκπροσώπους τον Φαζαρντί, τον Μανσέτ και τον Πουί. Πολιτική, ιστορία, έρωτας και περιπέτεια κυριαρχούν. Πρόζα αιχμηρή χωρίς διάθεση για στρογγυλέματα και ωραιοποιήσεις, που αντικατοπτρίζει τη στάση του αφηγητή απέναντι στα γεγονότα. Αρκετά βίαιο με κάποιες λυρικές εξάρσεις, όταν στην εξίσωση μπαίνει κυρίως ο έρωτας αλλά και η φιλία, λυρισμός που λειτουργεί αντιστικτικά και μετριάζει την εγκεφαλικότητα του συναισθήματος, προσφέροντας μια χαραμάδα φωτός στην κατά τα άλλα σκοτεινή αφήγηση. Δεικτικό απέναντι στην επικρατούσα ιδεολογία, όχι μόνο την κυρίαρχη αλλά και την υποτιθέμενα επαναστατική, στρέφεται ενάντια στην επίσημη εκδοχή των γεγονότων του Μάη, τσαλακώνοντας την επιβαλλόμενη ως κοινή πεποίθηση για την σπουδαιότητα της εξέγερσης εκείνης αλλά και τη μονοσήμαντη ερμηνεία της. Εκδοχή η οποία ήδη από τις εκλογές που ακολούθησαν τον Ιούνιο του '68, με την επανεκλογή, ας μην το ξεχνάμε, του Ντε Γκολ, χρησιμοποιήθηκε ως κολυμπήθρα απενοχοποίησης αλλά και ως διαβατήριο επαναστατικού φρονήματος για πάσα χρήση. Ο ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος Φαζαρντί, μέσω του αφηγητή, θα αναφερθεί στις διαφορετικές ιδεολογίες εντός του εξεγερμένου πλήθους, τα κομματικά συμφέροντα, την πρόθεση καπελώματος, τον ρεφορμισμό και την αντίδραση, το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ φοιτητών και εργατών, τη γνώριμη από χρόνια, δηλαδή, διάσπαση της ευρύτερης αριστεράς σε αντίθεση με τη συσπείρωση του αντίπαλου στρατοπέδου.
Η μυθοπλασία γύρω από τον Μάη του '68 συνήθως συνοδεύεται από μια διάθεση νοσταλγική, μια προσέγγιση μάλλον αφελή. Επενδύει στη μαγεία που γεννά η ανάμνηση μιας επανάστασης, αποφεύγοντας να αναφερθεί στον πολιτικό της χαρακτήρα και υπερεκτιμώντας την επίδρασή της, χωρίς να παραλείπει να υπενθυμίσει πως αυτές οι εποχές ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, πως τότε, αντίθετα με τώρα, οι συνθήκες ήταν ώριμες. Ένα σουβενίρ, δηλαδή, που έρχεται να προστεθεί στην κολεξιόν του ευρύτερου παρισινού μύθου. Και αυτός είναι ο λόγος που τα μυθιστορήματα σχετικά με τις μέρες εκείνες έχουν πια κουράσει τους αναγνώστες, καθώς αναπαράγουν συνεχώς το ίδιο αφήγημα, που συνήθως επισκιάζει το, συνήθως προσχηματικό, μυθοπλαστικό μέρος. Μια κατάσταση, κατά αναλογία, αντίστοιχη του δικού μας Πολυτεχνείου. Η οπτική γωνία είναι που κάνει το μυθιστόρημα του Φαζαρντί ξεχωριστό, το καίριο πλήγμα απομάγευσης που επιφέρει, η αφήγηση της ανεπίσημης εκδοχής, η προσωπική μαρτυρία για τα γεγονότα των ημερών. Οι γνώσεις του Φαζαρντί γύρω από την ιστορία και την πολιτική, όχι μόνο τη γαλλική αλλά και την παγκόσμια, προσδίδουν στο μυθιστόρημα χαρακτήρα ντοκουμέντου, χωρίς όμως να επισκιάζουν το μυθοπλαστικό σκέλος ή να το μετατρέπουν σ' ένα στείρο ιδεολόγημα.
Ο αφηγητής δεν επιθυμεί να γίνει αρεστός στον αναγνώστη, δεν επιζητά μήτε την ταύτιση μήτε την ενσυναίσθηση. Αυτή η απροθυμία έχει ισχυρό αντίκτυπο στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, προσδίδοντάς της μια αυθεντικότητα, συχνά ενοχλητική, και διαμορφώνοντας ένα εγώ διαφορετικού τύπου, ικανού να στηρίξει μια αφήγηση όπως αυτή. Το μυθιστόρημα, χωρισμένο σε μικρά κεφάλαια, διαβάζεται μια και έξω, ενώ διαθέτει ένα, ιδιαίτερα απολαυστικό, υποδόριο χιούμορ, σκοτεινό και κριτικό, συχνά σαρκαστικό και βλάσφημο απέναντι στις ιερές αγελάδες του Μάη. Το κόκκινα κορίτσια, πάντα πιο όμορφα παρότι τόσο παρισινό, αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ιδιότυπο εγχειρίδιο ανάγνωσης πλείστων αντίστοιχων ιστορικών συγκυριών. Η μετάφραση του έμπειρου στο είδος Γιάννη Καυκιά αναδεικνύει τις γλωσσικές και αφηγηματικές ιδιαιτερότητες του μυθιστορήματος. Μια γενικότερα προσεγμένη έκδοση με ένα από τα πλέον όμορφα εξώφυλλα των τελευταίων ετών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου