Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης, το πλέον γνωστό ίσως έργο τού Αργεντινού συγγραφέα Μανουέλ Πουίχ, ήταν από καιρό εξαντλημένο. Η πρόσφατη κυκλοφορία του, σε νέα μετάφραση της Ασπασίας Καμπύλη, από τις εκδόσεις Carnívora ήρθε να καλύψει το κενό αυτό. Γραμμένο στο Μεξικό, όπου ο Πουίχ κατέφυγε εξόριστος το 1973, το μυθιστόρημα κυκλοφόρησε το 1976 από έναν καταλανικό εκδοτικό οίκο. Στην Αργεντινή παρέμεινε για χρόνια λογοκριμένο. Ο Πουίχ προσδιόριζε τη ζωή και το έργο του ως μια συνεχή απόπειρα κατανόησης της ομοφυλοφιλίας του και της αντίδρασης που αυτή προκαλούσε. Αναζητούσε μέσω της γραφής μια διαφυγή από το δίπολο της σεξουαλικής και πολιτικής καταπίεσης. Πέθανε το 1990 στο Μεξικό από καρδιακή προσβολή.
Παρά
την κάπως νεφελώδη αρχή, εξαιτίας της διαλογικής μορφής της αφήγησης
στην οποία δεν ονομάζεται το εκάστοτε πρόσωπο, όπως σ' ένα
τυπικό θεατρικό κείμενο για παράδειγμα, αφού εδώ η αλλαγή προσώπου
σηματοδοτείται απλώς και μόνο με τη χρήση εισαγωγικών, ο αναγνώστης
σύντομα αντιλαμβάνεται πως η σκηνή διαδραματίζεται στο κελί μιας φυλακής, το οποίο μοιράζονται δύο άντρες. Ο Βαλεντίν, νεαρός πολιτικός
κρατούμενος, συνελήφθη κατά τη διάρκεια επεισοδίων με την αστυνομία, είναι ιδεαλιστής και ταγμένος στον πολιτικό αγώνα, διαθέτει ακλόνητη πίστη στην επανάσταση που θα οδηγήσει σ' ένα καλύτερο αύριο τη χώρα,
και ο ομοφυλόφιλος Μολίνα, μεγαλύτερος σε ηλικία, ποινικός κρατούμενος,
καταδικασμένος σε οκταετή φυλάκιση για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκου. Η απομόνωση των πολιτικών κρατουμένων και η
τοποθέτησή τους ανάμεσα σε ποινικούς υπήρξε αρκετά συνηθισμένη πρακτική, σε μια
απόπειρα της εξουσίας να εμποδίσει τη μεταξύ τους επικοινωνία, να
αποτρέψει τη συνέχεια του πολιτικού αγώνα εντός της φυλακής και να
κάμψει το φρόνημα. Ο Μολίνα αφηγείται στον
Βαλεντίν ταινίες που είχε δει και του άρεσαν,
ένας τρόπος ψυχαγωγίας που απαλύνει τη ζοφερή καθημερινότητα και
επιτρέπει στους δυο τους να κοιμούνται πιο εύκολα τα βράδια. Ο Πουίχ
εμπλουτίζει το τεχνικό εύρημα του συνεχούς, χωρίς άλλες αφηγηματικές
παρεμβολές, διαλόγου ανάμεσα στους δύο με την αφήγηση των ταινιών και την ακόλουθη
συζήτηση. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον
συγγραφέα να συστήσει στον αναγνώστη τους ήρωές του χωρίς να χρειαστεί
να παρέμβει ο ίδιος αφηγηματικά. Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζει
καθένας από τους δύο τις ταινίες φανερώνει σημαντικά πράγματα του
χαρακτήρα και των εμπειριών τους. Έτσι, η ρομαντική ματιά του Μολίνα
έρχεται σε αντίθεση με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο μέσω του οποίου
αντιλαμβάνεται την τέχνη, αλλά και τον κόσμο εν γένει, ο Βαλεντίν. Δεν
είναι όμως μόνο οι χαρακτήρες που σκιαγραφούνται μέσω του διαλόγου, μέσω
αυτού δίνεται και το σύνολο των πραγματολογικών στοιχείων,
πραγματοποιούνται οι αναδρομές στο παρελθόν, αποκαλύπτονται οι ανατροπές
και προετοιμάζονται οι κορυφώσεις της πλοκής.
Ο
Πουίχ δεν εγκλωβίζεται στη φόρμα, αντίθετα, μέσω αυτής, καταφέρνει να
παραδώσει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα και να μεταφέρει τον αναγνώστη στη
μαύρη εκείνη περίοδο της αργεντίνικης ιστορίας, που στον πυρήνα της
διαθέτει, σε αναλογία πάντα, τόσα κοινά με κάθε εποχή και κάθε τόπο. Παραιτείται από την
πλεονεκτική θέση του αφηγητή, επεμβαίνοντας στην ιστορία μόνο μέσω των
εννέα εκτενών υποσημειώσεων, που στην πλειοψηφία τους έχουν τη μορφή
δοκιμίου σχετικά με το ζήτημα της ομοφυλοφιλίας, χωρίς να διαθέτουν
άμεση και προφανή οργανική λειτουργία ως προς την κυρίως πλοκή, λειτουργώντας
συμπληρωματικά στον βιωματικό και ενστικτώδη τρόπο με τον οποίο ο Μολίνα
διαχειρίζεται τη σεξουαλικότητά του, αντίθετα με τον Βαλεντίν που
μελετάει συστηματικά την πολιτική θεωρία ως αναγκαία συνθήκη επιβεβαίωσης και
διαμόρφωσης της προσωπικής του στάσης. Ο Πουίχ εκμεταλλεύεται στο έπακρο
τη σύγχυση που δημιουργείται στον αναγνώστη από την απουσία μιας ευκρινούς σηματοδότησης αναφορικά με τον εκάστοτε ομιλητή για να καταλύσει
τη δεδομένη δυαδικότητα και να φέρει πιο κοντά τους δύο φυλακισμένους,
καθώς η απόσταση που ο ένας νιώθει από τον άλλον ολοένα και γεφυρώνεται.
Η αμεσότητα του διαλόγου, η έλλειψη αφήγησης και εσωτερικού μονολόγου δημιουργούν ένα αίσθημα οικειότητας απέναντι στα δύο πρόσωπα, που συνοδεύεται από την επιφυλακτικότητα σχετικά με όσα πιθανόν κρατούν μυστικά, το χαρτί που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τραβήξουν από το μανίκι, το ενδεχόμενο να υποκρίνονται. Σ' αυτή τη διάχυτη επιφυλακτικότητα στηρίζεται το σασπένς, καθώς η πλοκή προχωρά και εξελίσσεται στον χρόνο που η δεδομένη συνθήκη ορίζει, ενώ οι ταινίες που εξιστορεί ο Μολίνα λειτουργούν εν είδει προοικονομίας. Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται κυρίως από την απόδοση της συνθήκης του εγκλεισμού, την αποτύπωση του περιορισμού, την ανάγκη των δύο για διαφυγή και συντροφικότητα. Το κελί, ως σκηνική σύμβαση, όμως, άλλο δεν αποτελεί παρά την προέκταση του έξω κόσμου, ιδιαίτερα για εκείνους που δεν ανταποκρίνονται στο αποδεκτό και επιτρεπτό πολιτικοκοινωνικό προφίλ, κινούμενοι στο περιθώριο. Το φιλί της Γυναίκας-Αράχνης είναι ένα αποκλειστικά διαλογικό μυθιστόρημα, που αν και προσομοιάζει σε θεατρικό κείμενο, όχι μόνο δεν απολύει τα χαρακτηριστικά του είδους του, αλλά τα αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου