Ήταν ένα βράδυ που το βλέμμα γύρευε εικόνες για να αναπαυθεί και να χορτάσει· τότε θυμήθηκα πως αυτό το ντοκιμαντέρ ήταν στα χρωστούμενα. Ο Σεμπαστιάο Σαλγάδο, ένας από τους πλέον διάσημους και επιδραστικούς φωτογράφους των τελευταίων δεκαετιών, αφηγείται την ίδια του τη ζωή μέσα από τις φωτογραφίες του. Ήδη, κάποια χρόνια πριν, ο γιος του, Ζουλιάνο, σκηνοθέτης στο επάγγελμα, είχε αρχίσει να τον ακολουθεί και να τον καταγράφει σε διάφορες αποστολές. Αργότερα στο πρότζεκτ ενεπλάκη ο Βέντερς, συνεισφέροντας τη δική του ματιά στα πράγματα. Το ντοκιμαντέρ γρήγορα αποδείχτηκε αρκετά διαφορετικό απ' αυτό που φανταζόμουν και περίμενα, κυρίως λόγω της πολιτικής και οικολογικής του διάστασης, αλλά και της σκληρότητας στο πλευρό της ομορφιάς των φωτογραφιών. Ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή ‒όσο απλή μπορεί να είναι μιλώντας για το έργο ενός φωτογράφου αυτού του διαμετρήματος‒ παρουσίαση της ζωής και του έργου τού Σεμπαστιάο Σαλγάδο.
Ο Σαλγάδο με τη γυναίκα του Λέιλα, νέοι ακόμα, εγκατέλειψαν τη Βραζιλία που ασφυκτιούσε κάτω από το δικτατορικό καθεστώς. Βρέθηκαν στο Παρίσι. Εκείνος συνέχισε τις σπουδές του στα οικονομικά, εκείνη γράφτηκε στην αρχιτεκτονική. Κάποια στιγμή της έκανε δώρο μια φωτογραφική μηχανή, θεωρούσε πως θα της φανεί επαγγελματικά χρήσιμη. Ο Σαλγάδο είχε αρχίσει την πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία του ως οικονομολόγος, πρώτα στο Παρίσι, ύστερα στο Λονδίνο. Χρησιμοποιούσε τη φωτογραφική μηχανή πιο συχνά από ό,τι η Λέιλα, κάθε μέρα το πάθος του για το κάδρο και τη σύλληψη του φωτός μεγάλωνε. Τότε πήραν, από κοινού, μια τολμηρή απόφαση. Εκείνος θα παρατούσε τη δουλειά. Θα επέστρεφαν στο Παρίσι και θα ξόδευαν τις οικονομίες τους για τον απαραίτητο εξοπλισμό. Στο μεταξύ γεννήθηκε ο Ζουλιάνο. Πρώτο πρότζεκτ υπήρξε το Other Americas. Από το 1977 έως το 1984 ο Σαλγάδο θα ταξιδέψει στη Λατινική Αμερική, αλλά όχι στη Βραζιλία, όχι ακόμα. Νιώθει οικεία σ' εκείνα τα μέρη αν και του λείπει η Λέιλα και το παιδί. Ήταν η αρχή όσων σπουδαίων ακολούθησαν.
Ο Σαλγάδο
θέλησε μέσα από τις φωτογραφίες του να δείξει τι συνέβαινε σε διάφορες
μακρινές γωνιές του πλανήτη, εκεί που τα φώτα της δημοσιότητας δεν
έφταναν. Η δημοσιότητα του έργου του καθιστούσε συνένοχη στο εκάστοτε
έγκλημα τη σιωπηλή πλειοψηφία, που εθελοτυφλεί, που κάνει πως δεν
ξέρει. Επεδίωκε να είναι πάντοτε στην πρώτη γραμμή, τολμούσε εκεί που άλλοι πισωπατούσαν. Οι εκτοπίσεις πληθυσμών, κυρίως στην Αφρική, τον διέλυσαν συναισθηματικά, τον έκαναν να χάσει κάθε ελπίδα ανθρώπινη, η εγγύτητα στο μίσος και την περιφρόνηση της ανθρώπινης ύπαρξης τον άλλαξαν, τον έφεραν μπροστά σ' ένα αδιέξοδο, δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο, δεν άντεχε, η ζοφοχωρητικότητα εξαντλήθηκε στους προσφυγικούς καταυλισμούς, τα δολοφονημένα σώματα στην άκρη των δρόμων τον στοίχειωναν. Ένιωσε την ανάγκη να στρέψει το βλέμμα στη φύση, στα παρθένα εδάφη αυτού του πλανήτη, στα τελευταία είδη του ζωικού βασιλείου, να βρεθεί εκεί, να βγάλει το κεφάλι έξω από τον βούρκο και να αναπνεύσει, μήπως και αποκαταστήσει τη σχέση του με την ύπαρξη. Πήρε το ρίσκο να αφήσει πίσω την πολιτική φωτογραφία και να δοκιμάσει στη φωτογραφία τοπίου και άγριας φύσης, για εκείνον ήταν μονόδρομος.
Στο μεταξύ η πολιτική κατάσταση στη Βραζιλία είχε από καιρό εξομαλυνθεί. Όταν πρωτογύρισαν, μετά την πτώση της δικτατορίας, αντίκρισαν έναν τόπο διαφορετικό από εκείνο που θυμούνταν, σε διάφορα επίπεδα. Δεν ήταν μόνο ο αστικός ιστός, εκεί που η οικοδόμηση εξαπλωνόταν ανεξέλεγκτα, ανοίκειος, αλλά και το φυσικό τοπίο, με την ερημοποίηση ολοένα να κερδίζει μέτρα. Το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε, εκείνος ο επίγειος παράδεισος των παιδικών του χρόνων, η αγροικία με την πυκνή βλάστηση, γεμάτη από ζωή, είχε πια ξεραθεί. Τα λίγα ζώα λιμοκτονούσαν, το έδαφος αδυνατούσε να συγκρατήσει το νερό της βροχής. Τότε ήταν που η Λέιλα είχε την τρελή ιδέα να φυτέψουν τα δέντρα από την αρχή, ένα ένα, να δημιουργήσουν το δάσος ξανά, να φέρουν πίσω πουλιά και ζώα, να πρασινίσουν τον ξερό τόπο. Εκεί βρήκε καταφύγιο ο Σαλγάδο, εκεί ένιωσε ξανά μέρος του πλανήτη, άνθρωπος μακριά από τους ανθρώπους. Το πρότζεκτ ξεπέρασε κάθε προσδοκία, πλέον η έκταση εκείνη αποτελεί εθνικό δρυμό, την απόδειξη πως η κατάσταση μπορεί να αναστραφεί, πως η ελπίδα δεν έχει χαθεί παντελώς.
Καλλιτέχνες όπως ο Σαλγάδο χωρίς να προβάλλουν την πολιτική τους στράτευση καταφέρνουν να ορθώσουν λόγο ξεκάθαρα πολιτικό, κάνοντας χρήση των δυνατοτήτων του μέσου. Και η φωτογραφία έχει ‒και‒ αυτή τη δύναμη, να δείξει χωρίς να χρειαστεί να επιχειρηματολογήσει περαιτέρω. Η συνολική πολιτική διάσταση του έργου του είναι εμφανής και στον λόγο του, στη στάση του απέναντι στα πράγματα. Έτσι, λοιπόν, ενώ περίμενα να αντικρίσω φωτογραφικό κάλλος και μια περιπετειώδη και εξωτική ζωή, το Αλάτι της γης αποδείχτηκε πολλά περισσότερα. Η αντίστιξη της συνύπαρξης στο ίδιο κάδρο της ομορφιάς και του πόνου είναι το κύριο χαρακτηριστικό του ντοκιμαντέρ αυτού, η εικαστική αρτιότητα και η ανθρώπινη κτηνωδία, η υπενθύμιση των άκρων εντός των οποίων κινείται το πλέον ενδιαφέρον και επικίνδυνο πλάσμα του πλανήτη γη, ο άνθρωπος.
Για το τέλος δύο πράγματα σχετικά με τον τίτλο του ντοκιμαντέρ. Το Αλάτι της γης αποτελεί χωρίο από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο (5 : 13): «Υμείς εστέ το αλάτι της γης· εάν δε το άλας μωρανθή, εν τίνι αλισθήσεται». Επίσης, το επίθετο σαλγάδο, στα πορτογαλικά, σημαίνει αλατισμένος.
Ειδική μνεία αρμόζει στο υπέροχο soundtrack δια χειρός Λοράν Πετιράρντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου