Στη μη μυθοπλαστική αφήγηση, εκείνο που πρώτιστα γυρεύω είναι το πάθος. Το πάθος με το οποίο ο συγγραφέας γράφει για το συνήθως αρκετά εξειδικευμένο θέμα που τον ενδιαφέρει, την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσει το ενδιαφέρον αυτό στον άγνωστο αναγνώστη, το πάθος που θα δικαιολογεί το γιατί αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο και κόπο στη συγγραφή. Σε μια εποχή που, περισσότερο από κάθε άλλη, το κυνήγι της πρωτοτυπίας μοιάζει να είναι ‒δυστυχώς‒ το κύριο ζητούμενο, με αποτέλεσμα άψυχες αρπαχτές, προωθημένες ποικιλοτρόπως από αμφιλεγόμενες πρακτικές του μάρκετινγκ, το πάθος αποτελεί τη μοναδική ίσως διέξοδο, την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο θα γράψω γι' αυτό γιατί υπάρχει κενό στην αγορά και το θα γράψω γι' αυτό γιατί γουστάρω. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιο θέμα για το οποίο δεν θα με ενδιέφερε να διαβάσω (αλλά και να ακούσω) μια παθιασμένη αφήγηση. Το πάθος, βέβαια, δεν αρκεί από μόνο του. Η ικανότητα στην αφήγηση είναι απαραίτητη, η συμβολή της επιμέλειας επίσης. Όμως, είναι ένα απαραίτητο συστατικό, χωρίς πάθος λίγα μπορεί κανείς να πετύχει, όσο και αν θολώσει τα νερά.
Όταν κυκλοφόρησε η Υπογαία μου κίνησε το ενδιαφέρον, κρατούσα ωστόσο μικρό καλάθι παρά το δέος ‒και τον φθόνο‒ που ένιωθα στη θέα των τόπων που επισκέφθηκε ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων η Γροιλανδία και η Νορβηγία, τόποι που αναμενόμενα θα ήταν οι απόλυτοι πρωταγωνιστές στο βιβλίο αυτό. Τα βραβεία και τα διθυραμβικά αποσπάσματα κριτικής δεν αρκούσαν, οι δε αναλογίες με συγγραφείς όπως ο Ζέμπαλντ, ο Τσάτγουιν ή ο Λη Φέρμορ ενέτειναν τον σκεπτικισμό μου. Ίσως γι' αυτό και να άργησα να γυρίσω την πρώτη σελίδα τελικά. Βιβλία όπως αυτό είναι συνήθως ή του ύψους ή του βάθους. Η Υπογαία είναι ξεκάθαρα του βάθους. Και σε αυτή την αυθόρμητη ταύτιση του ύψους με το καλό και του βάθους με το κακό πατάει εν πολλοίς ο Ρόμπερτ Μακφάρλεϊν για να οδηγήσει τον αναγνώστη κάτω από την επιφάνεια, σ' ένα συναρπαστικό ‒τελικά‒ ταξίδι.
Γνωρίζουμε τόσο λίγα για τους κόσμους κάτω από τα πόδια μας. Κοιτάξτε ψηλά μια ανέφελη νύχτα και μπορεί να δείτε το φως από ένα αστέρι χιλιάδες τρισεκατομμύρια μίλια μακριά, ή να διακρίνετε τους κρατήρες που άφησαν αστεροειδείς πέφτοντας στην επιφάνεια της σελήνης. Κοιτάξτε χαμηλά και η ματιά σας σταματά στο χώμα, την άσφαλτο, τα δάχτυλα των ποδιών σας. Σπάνια έχω αισθανθεί τόσο μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων, όσο όταν βρέθηκα μόλις δέκα μέτρα από κάτω του, πιασμένος στα αστραφτερά σαγόνια μια ασβεστολιθικής στρώσης που πρωτοφτιάχτηκε στον πυθμένα μιας αρχαίας θάλασσας.
Παρότι το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, σε καθένα εκ των οποίων ο συγγραφέας βρίσκεται σε ένα διαφορετικό μέρος παρατηρώντας κάποιο υπόγειο φαινόμενο, φυσικό ή τεχνητό, προσπαθεί ‒κάπως επιτηδευμένα η αλήθεια είναι‒ να συνδέσει περαιτέρω τα κεφάλαια μεταξύ τους, πέραν της δικής του παρουσίας, κάνοντας χρήση δύο αντικειμένων που κουβαλάει συνεχώς μαζί του, ένα για να τον προστατεύει εν είδει φυλακτού και ένα με σκοπό να βρει το κατάλληλο σημείο και να το θάψει ώστε να μείνει για πάντα κρυμμένο στη γη. Το πάθος με το οποίο περιγράφει τα μέρη και τα συναισθήματα που του προκαλεί η παρουσία του εκεί είναι διάχυτο και ειλικρινές. Στο σώμα της αφήγησης ενσωματώνει διάφορα πραγματολογικά, ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία που προσδίδουν επιπρόσθετο ενδιαφέρον, υπερβαίνοντας τα στενά όρια της απλής περιγραφής του τοπίου και φανερώνουν έναν συγγραφέα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα. Εκεί που υστερεί αφηγηματικά το βιβλίο είναι στο φλανάρισμα, στις σκέψεις δηλαδή που αναδύονται κατά την περιδιάβαση του συγγραφέα, στην προσπάθεια να προσδώσει μια λογοτεχνικότητα στην αφήγηση, μέσα από αναμνήσεις και συνδέσεις. Ένσταση έχω και για το κάπως επιτηδευμένο και ποιητικοφανές λεξιλόγιο του κειμένου χωρίς να ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό του πρωτότυπου κειμένου ή της μετάφρασης.
Τα μέρη στα οποία βρίσκεται ο συγγραφέας είναι μαγικά και εξωτικά, απόκοσμα και γεμάτα μυστήριο, ικανά να προκαλέσουν δέος και να κεντρίσουν τη φαντασία. Η εικονοποιητική δύναμη του γραπτού λόγου βρίσκεται εδώ στα καλύτερά της. Μακράν το αγαπημένο μου κεφάλαιο είναι το αφιερωμένο στις παρισινές κατακόμβες. Κάτω από το Παρίσι υπάρχει μια υπόγεια πόλη, για την οποία ήξερα λόγω του ρόλου που έπαιξε κατά την περίοδο της Κομμούνας, αλλά ούτε να φανταστώ μπορούσα την έκτασή της. Με αφορμή την κοινότητα των «κατακομβόφιλων» ο Μακφάρλεϊν αναφέρεται γενικότερα στην υποκουλτούρα της αστικής εξερεύνησης. Ως τέτοια θα μπορούσε να οριστεί η περιπετειώδης παραβίαση στο οικοδομημένο περιβάλλον, σε μέρη όπως ουρανοξύστες, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, πρώην στρατιωτικές βάσεις, καταφύγια, γέφυρες και δίκτυα αποχέτευσης. Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας αναφέρεται αρκετά και στο ημιτελές έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν Σχέδιο εργασίας περί στοών, ενώ ο Καλβίνο δεν θα μπορούσε να λείπει από μια αόρατη πόλη. Στις παρισινές κατακόμβες ο δημόσιος χώρος αποκτάει άλλη διάσταση, διέπεται από τους δικούς του κανόνες, διαθέτει τη δική του ανθρωπογεωγραφία. Σίγουρα θα υπάρχει εκεί έξω κάποιο μυθιστόρημα, μάλλον αστυνομικό, που θα διαδραματίζεται στην παρισινή υπογαία.
Από ένα βιβλίο όπως αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει ο περιβαλλοντικός προβληματισμός, η εν εξελίξει καταστροφή και η συζήτηση για το αύριο. Τα ορυχεία, εγκαταλελειμμένα αφού στέρεψαν πια, στέκουν αδειανά. Οι πάγοι λιώνουν με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα καθώς η θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει. Σε κάποια στιγμή και ενώ η ομάδα του Μακφάρλεϊν πλέει στα γροιλανδικά φιορδ το gps δείχνει πως είναι μέσα στον πάγο, τέτοια είναι η ταχύτητα της καταστροφής που δεν δίνει τη δυνατότητα στους δορυφόρους να επαναχαρτογραφούν εγκαίρως με βάση τις μεταβολές του τοπίου. Εκείνο που μου φάνηκε επίσης συγκλονιστικό, αν και απόλυτα λογικό παρότι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, αλλά και επίκαιρο λόγω της πανδημίας του μικροσκοπικού αυτού ιού και της απόπειρας να εντοπιστεί η προέλευσή του, είναι πως καθώς λιώνουν οι πάγοι νεκρά κουφάρια, τέλεια διατηρημένα, αναδύονται από τα βάθη του παρελθόντος και μαζί με αυτά διάφοροι μικροοργανισμοί, μεταξύ των οποίων και ιοί, σε τέλεια φόρμα, έτοιμοι να εφορμήσουν σε αναζήτηση ξενιστή.
Η Υπογαία παρά τις όποιες ‒λογοτεχνικές κυρίως‒ αδυναμίες της είναι ένα τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο που σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο σε αναγνώστες εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, ικανό να εξάψει τη φαντασία και να ανοίξει την όρεξη για περιπέτεια. Βιβλίο που χαρίζει μια νέα οπτική για τον άγνωστο υπόγειο κόσμο, για τη γοητεία και τους κινδύνους που κρύβει, για την επιστημονική αναζήτηση που λαμβάνει χώρα στα βάθη της γης, για τις κοινότητες των ανθρώπων που περιστρέφονται γύρω του. Στο έδαφος θάβουμε όσα φοβόμαστε και θέλουμε να χάσουμε, και όσα αγαπάμε και θέλουμε να θυμόμαστε.
Ένα βιβλίο διαφορετικό απ' ό,τι άλλο είχα διαβάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου