Το καλοκαίρι είχε τελειώσει, είχε περάσει ο χειμώνας, και τώρα ήταν και πάλι καλοκαίρι.
Ο Μιχάλης Κρόκος, πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας αυτής, δεν είναι ακόμα σίγουρος γιατί άφησε το Παρίσι για να επιστρέψει στην Αθήνα. Μένει στην Ασκληπιού και είναι αυτόπτης μάρτυρας της μετάλλαξης της γειτονιάς των Εξαρχείων. Έχει φτάσει καλοκαίρι, η ζέστη είναι αφόρητη και μόνο η προοπτική ενός νησιού κάνει τη συνθήκη παλέψιμη ‒το διαχειρίσιμη δεν αρκεί. Η Σχοινούσα, εκεί που θα έβρισκε τον Άγγελο, σβήνει από τον ορίζοντα σαν όαση στο μέσον της ερήμου. Ταυτόχρονα, θεωρώντας δεδομένη την ηρωική έξοδο από το κλεινόν άστυ, έχει νοικιάσει το σπίτι του στο Airbnb. Η προοπτική της παραμονής στην Αθήνα και της διανυκτέρευσης στο αμάξι μοιάζει με μονόδρομο. Δεν το βάζει κάτω και κατευθύνεται στα γραφεία του εκδότη του για να συζητήσουν σχετικά με το ενδεχόμενο έκδοσης του παλπ μυθιστορήματος που έγραψε με αφορμή την αθηναϊκή Ντοκουμέντα. Η γραμματέας τον ενημερώνει πως δεν είναι εκεί. Περιφέρεται σε μια Πλάκα γεμάτη τουρίστες και κάθεται να πιει μια παγωμένη μπύρα, να ανασυγκροτήσει τα όσα συνέβησαν τις τελευταίες ώρες. Εκεί, συναντά έναν φίλο από τα χρόνια του Παρισιού, εκδότη μιας free press, τον Βαλάντη Καρατζάκο, που στο άκουσμα της κατάστασής του του προτείνει να περάσει κάποιες μέρες στη βίλα του στη Μεσακτή Ικαρίας, που μια ακύρωση της τελευταίας στιγμής την καθιστά διαθέσιμη, και ως αντάλλαγμα, συμφωνούν, ο Κρόκος να γράψει μια καλοκαιρινή ιστορία σε συνέχειες με συστατικά παραλίες, μπιτσόμπαρα, γκομενάκια και σέρφερ. Κάπως έτσι ο Κρόκος θα βρεθεί στην Ικαρία, απ' όπου έχει μια μακρινή καταγωγή.
Ο Μάκης Μαλαφέκας, γνώριμος στους φαν του ελληνόφωνου νουάρ/παλπ, επιστρέφει, με ήρωα τον Μιχάλη Κρόκο, που λειτουργεί ως άλτερ έγκο του συγγραφέα, να ρίχνεται σε νέες περιπέτειες, καθώς, λίγο μετά την άφιξή του στο νησί, τα πράγματα παίρνουν μια παράξενη τροπή. Ο συγγραφέας επιλέγει ως σκηνικό δράσης το ικαριώτικο καλοκαίρι, έναν από τους πλέον κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά ενδιαφέροντες συνδυασμούς, εξαιτίας του ετερόκλητου πλήθους που συνωστίζεται για να απολαύσει την εμπειρία αυτή, που με τόσο μύθο είναι πασπαλισμένη, πλήθος που αποτελείται μεταξύ άλλων φυλών από γκρούβαλους, φασαίους και ντόπιους, λάτρεις της μακροζωίας και της γιόγκα, ελευθεροκαμπίτες και φραγκάτους, σέρφερ και πανηγυρτζήδες. Ο τόπος στο μυθιστόρημα κατέχει πρωταγωνιστικό χαρακτήρα και δεν αποτελεί, σε καμία περίπτωση, μια τυχαία επιλογή. Χωρίς την Ικαρία θα είχαμε να κάνουμε με ένα διαφορετικό μυθιστόρημα. Ο Μαλαφέκας δείχνει να γνωρίζει καλά την ικαριώτικη πραγματικότητα, από τον πανζουρλισμό στο λιμάνι του Ευδήλου κατά την άφιξη του Νήσος Μύκονος, μέχρι την ποιότητα του κρασιού στα πανηγύρια και την πολεμική γύρω από την ονομασία της τοπικής μπύρας, και αυτό σίγουρα αποτελεί ένα από τα δυνατά χαρτιά του μυθιστορήματος, ενώ η αφιέρωση του βιβλίου «στους μόνιμους κατοίκους Ικαρίας» χρήζει ποικίλων ερμηνειών.
Ο Κρόκος είναι ένας γνώριμος ήρωας, ή μάλλον αντιήρωας, που συναντάται κατά κόρον στην νουάρ/παλπ λογοτεχνία. Διακρίνεται κυρίως για τον αυτοσαρκασμό του και την ικανότητά του να μπλέκει σε παράξενες καταστάσεις, λειτουργώντας ως μαγνήτης, με ροπή στο αλκοόλ και τη λογοτεχνία. Παρότι διαθέτει αρκετά ενοχλητικά χαρακτηριστικά, καταφέρνει με την ιδιότυπη αυθεντικότητά του να γίνει εν τέλει συμπαθής στον αναγνώστη, γεγονός που συμβάλλει, μαζί με την πλοκή, στη δημιουργία αναγνωστικού ενδιαφέροντος. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες είναι προσχηματικοί και αναμενόμενα κλισέ· μοιραίες γυναίκες, ανυπόληπτοι εκδότες, αφερέγγυοι φίλοι και μπρατσωμένοι κακοί, έρχονται να συναντηθούν με την εποχική πανίδα του νησιού. Η πλοκή ακολουθεί ένα γνώριμο μοτίβο και δεν εκπλήσσει, διαθέτοντας το στοιχείο της υπερβολής και της ταχύτητας. Τα διάφορα μικροευρήματα λειτουργούν ικανοποιητικά, τα στερεοτυπικά χαρακτηριστικά επίσης. Η ιστορία, μέσα στην ιστορία, που ο Κρόκος επιδιώκει να γράψει, πετυχαίνει να δημιουργήσει ένα άκρως ενδιαφέρον παιχνίδισμα, λειτουργώντας ως αντανάκλαση της κεντρικής ιστορίας και, ως ένα βαθμό, υπονομεύοντάς την. Η πρόζα του Μαλαφέκα διακρίνεται για το νεύρο, τη ροή και την αμεσότητά της, την αίσθηση του χιούμορ και την αρμονική ένταξη των διαλογικών μερών. Δεν είναι απλό ένα βιβλίο να είναι ευκολοδιάβαστο, οι σελίδες του να γυρίζουν από δάκτυλα ανυπόμονα, είναι κάτι που απαιτεί μια ξεχωριστή συγγραφική ικανότητα και η Μεσακτή αποτελεί ένα τέτοιο βιβλίο. Ο Μαλαφέκας γνωρίζει καλά το είδος που υπηρετεί, υπακούει στους κανόνες και ανταποκρίνεται με επιτυχία στις απαιτήσεις.
Σε κάθε βιβλίο είναι σημαντικό να αναζητά και να εντοπίζει κανείς τις επιδιώξεις του συγγραφέα. Κάνοντας αυτό, και μετά το εντελώς υποκειμενικό μου άρεσε/δεν μου άρεσε, ο αναγνώστης μπορεί να προχωρήσει σε μια πιο αντικειμενική προσέγγιση και αξιολόγηση. Γιατί, μισό να ζωγραφίσω το σύννεφο από το οποίο κάποιοι θα πέσουν, ένα βιβλίο, ένα έργο τέχνης εν γένει, μπορεί να αξίζει ακόμα και αν σε εμάς προσωπικά, για τους δικούς μας λόγους, δεν άρεσε. Άλλωστε, δεν πρέπει να απαλλάσσεται ο αναγνώστης από τη δική του ευθύνη, που εν πολλοίς εμπεριέχεται στην απάντηση του γιατί επέλεξε να διαβάσει το τάδε ή το δείνα βιβλίο. Ο Μαλαφέκας στη Μεσακτή τα καταφέρνει περίφημα. Αν κάποιος γυρεύει ένα καλό παλπ μυθιστόρημα, με στακάτο ρυθμό και αβίαστη ροή, με το οποίο επιπρόσθετα να μπορεί να συνδεθεί ως προς τα συστατικά που το αποτελούν, τον τόπο και τους ανθρώπους, τις αναφορές και τις λεπτές αποχρώσεις σχολιασμού της οικείας πραγματικότητας, τότε η Μεσακτή είναι μια άριστη επιλογή.
Εκδόσεις Μελάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου