Λίγο αφότου έκλεισα την πόρτα πίσω μου, επέστρεψα στο γραφείο· ο
ταχυδρόμος συνέχισε με τη διανομή, αυτό τουλάχιστον υποθέτω. Με τον
φάκελο σκισμένο και πεταμένο όπως όπως στο πάτωμα, κρατούσα το βιβλίο
του Προν στα χέρια μου, και περισσότερο από το όπως πάντα εκπληκτικό και
χαρακτηριστικό εξώφυλλο του Κούρτογλου, εκείνο που μου τράβηξε την
προσοχή ήταν ο μακρύς τίτλος του μυθιστορήματος, ο μακρύτερος απ' όσους
μπορώ να ανακαλέσω, Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να υψώνεται μέσα στη βροχή· η χρήση της κτητικής αντωνυμίας ήταν που τελικά την εγκλώβισε. Δεν είχα
σκοπό να διαβάσω το βιβλίο του Προν, όχι εκείνη τη στιγμή, θα έπαιρνε
τη θέση του στο ράφι με τα αδιάβαστα, υπήρχαν άλλες προτεραιότητες που διέθεταν την απαραίτητη σκόνη στη ράχη τους.
Χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα, ξεκίνησα να διαβάζω το πρώτο κεφάλαιο,
αποτελούμενο από μόλις δύο σελίδες, τελειώνοντάς το είχα μπροστά μου έναν μονόδρομο να ακολουθήσω.
Υποθέτω πως μια μέρα, κάποια στιγμή, τα παιδιά νιώθουν την ανάγκη να μάθουν ποιοι υπήρξαν οι γονείς τους και ρίχνονται σ' αυτή την αναζήτηση. Τα παιδιά είναι οι ντετέκτιβ των γονιών τους, που τα φέρνουν στον κόσμο για να επιστρέψουν σ' εκείνους μια μέρα και να τους διηγηθούν την ιστορία τους και μ' αυτόν τον τρόπο να μπορέσουν να την κατανοήσουν. Δεν είναι οι κριτές τους, δεδομένου του ότι δεν μπορούν να κρίνουν με πραγματική αμεροληψία τους γονείς στους οποίους οφείλουν τα πάντα, συμπεριλαμβανομένης της ζωής τους, αλλά βέβαια μπορούν να προσπαθήσουν να βάλουν σε μια τάξη την ιστορία τους, να αποκαταστήσουν το νόημα που τα κάπως παιδαριώδη συμβάντα της ζωής και η συσσώρευσή τους φαίνεται να της έχουν στερήσει κι ύστερα να προστατέψουν αυτή την ιστορία και να τη διαιωνίσουν στη μνήμη. Τα παιδιά είναι οι αστυνομικοί των γονιών τους, αλλά εμένα οι αστυνομικοί δεν μ' αρέσουν. Ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά με την οικογένειά μου.
Τόπος κοινός στη λογοτεχνία, που όμως εξαιτίας του βιωματικού του χαρακτήρα δεν εμπίπτει στην κατηγορία της μανιέρας, η ανασύσταση της ζωής των γονέων, αυτών των εν πολλοίς αγνώστων, από τα παιδιά τους, κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, με την τάδε ή τη δείνα αφορμή. Ο αφηγητής, συγγραφέας και καθηγητής πανεπιστημίου, που τα τελευταία οχτώ χρόνια ζούσε στη Γερμανία, επιστρέφει στην Αργεντινή, ο πατέρας του βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο. Όταν φεύγει από το νοσοκομείο, έχοντας περάσει ώρες αμηχανίας στο πλευρό του σιωπηλού πατέρα, επιστρέφει στο σπίτι των γονιών του, που καθόλου οικειότητα δεν αναβλύζει πια, λες και ποτέ εκείνος δεν έζησε εκεί. Στο γραφείο του πατέρα του υπάρχει μια στοίβα με φακέλους, που περιέχουν αρχειοθετημένη την πορεία της έρευνας για την εξαφάνιση ενός άντρα από το χωριό. Μαρτυρίες, ρεπορτάζ, αναφορές. Ο αφηγητής, διατρέχοντας το υλικό, αναρωτιέται τι ήταν εκείνο που ενεργοποίησε και έθρεψε την εμμονή τού πατέρα του με την εξαφάνιση αυτού του άντρα. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα φωτίσει άγνωστες πτυχές της ζωής του πατέρα.
Διατηρώντας τη μυθοπλαστική σύμβαση και παρότι η ιστορία μοιάζει να διαθέτει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα, θα θεωρήσουμε τον αφηγητή άλτερ έγκο του Προν. Η ιστορία αυτή καθαυτή, άλλωστε, δεν κρίνεται με γνώμονα το πόσο ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Πέραν τούτου, είναι ο τρόπος να αφηγηθεί κανείς μια ιστορία, και δη την ιστορία του, έστω και προσαρμοσμένη στις ανάγκες της μυθοπλασίας, εκείνος που βαραίνει, περισσότερο από ό,τι άλλο, το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, η σύνθεση του μυθιστορήματος με τη χρήση μικρών κεφαλαίων, που σπάνια είναι μεγαλύτερα των δύο σελίδων και κάποιες φορές δεν ξεπερνούν σε έκταση το μέγεθος μιας παραγράφου, είναι μια επιλογή, χρηστική και όχι κενά μεταμοντέρνα, με την οποία ο Πρόν πετυχαίνει τρία πράγματα. Πρώτον, αίρει όλους τους περιορισμούς μιας χρονικά γραμμικής αφήγησης. Δεύτερον, αναπτύσσει τρεις παράλληλες αφηγήσεις· εκείνη που αφορά τη δική του ζωή, εκείνη που αφορά τον πατέρα του και εκείνη που αφορά την έρευνα για την εξαφάνιση του άντρα. Τρίτον, η αίσθηση αποσπασματικότητας υπηρετεί το συγγραφικό εύρημα που αφορά την πρόθεση του αφηγητή να γράψει κάποια στιγμή ένα βιβλίο ώστε να μην ξεχαστούν όσα είχαν κάνει οι γονείς του.
Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο ο Προν στήνει την αφήγησή του γύρω από την εξέλιξη της έρευνας για την εξαφάνιση του άντρα, εξάπτει την περιέργεια όχι μόνο του αναγνώστη, αλλά και του ίδιου του αφηγητή, έτσι όπως έρχεται prima vista αντιμέτωπος με το περιεχόμενο του φακέλου. Η απόπειρα να διακρίνει εκείνο που συνδέει τον πατέρα του με την ιστορία αυτή, δημιουργεί αβίαστα και πειστικά τη συναισθηματική σύνδεση του γιου με τον πατέρα και έτσι δικαιολογείται απόλυτα η έντονη επιθυμία αφήγησης της ιστορίας του, καθώς αποτυπώνεται ευδιάκριτα η ανάγκη του αφηγητή, συστατικό απαραίτητο σε κάθε παρόμοια αφήγηση, πρωτοπρόσωπη και με χαρακτήρα βιωματικό. Μέσω της ιστορίας του πατέρα του, ο αφηγητής φέρνει στο προσκήνιο μια ολόκληρη γενιά, που φέρει το στίγμα της ηττημένης, της υπεύθυνης για τα δεινά της χώρας. Έτσι, το μυθιστόρημα ξεφεύγει από το αμιγώς προσωπικό και εισέρχεται στο συλλογικό. Η άγνοια του γιου για το παρελθόν του πατέρα του, εκτός από την όποια περιφρόνηση, δικαιολογεί, τρόπο τινά, και τη διόλου πολιτική στάση της δικής του γενιάς, εγκαθιδρύοντας μια μοιρολατρική και παθητική στάση απέναντι στα πράγματα, σε μια εποχή που ο σολιψισμός ολοένα και επικρατεί. Γιατί είναι διαφορετικό να ξέρεις πως κάποιος, αν και τελικά ηττήθηκε, αγωνίστηκε για έναν σκοπό, από το να θεωρείς πως δεν έδωσε ποτέ τη δική του μάχη.
Το πνεύμα των γονιών μου εξακολουθεί να υψώνεται μέσα στη βροχή φλερτάρει έντονα με το μη μυθοπλαστικό μονοπάτι που ακολουθεί εδώ και χρόνια ο Χαβιέρ Θέρκας, τον τρόπο με τον οποίο εμπλέκει το προσωπικό και την έρευνα με τη διερεύνηση του παρελθόντος και τη διάσωση της ιστορικής μνήμης. Ο Προν υπογράφει ένα αξιομνημόνευτο μυθιστόρημα, καθώς πετυχαίνει να καταστήσει τη μεταμοντέρνα κατασκευή του όχι απλώς προσιτή αλλά και θελκτική, επίτευγμα απαιτητικό, ξεκάθαρο δείγμα ταλέντου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου