Δεν θυμάμαι πια ποια ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Γέμιζε αργά και σταθερά για χρόνια, ωστόσο, αυτό είναι σίγουρο. Ένιωσα πως έπρεπε να βάλω στην οθόνη όσα σκεφτόμουν, τα συναισθήματα και τα επιχειρήματα ήταν εκεί, αρκούσε απλώς να τα πληκτρολογήσω. Το πάντα φιλόξενο Yusra φιλοξένησε στην ένατη εκδοχή του την απόπειρά μου να μιλήσω για την ανάγκη να διαβάζουμε σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Ανάμεσα σε άλλα (περισσότερα εδώ) έγραφα τότε: «Ως συγχρονία, λοιπόν, θα μπορούσε να περιγραφεί η αίσθηση πως στέκεσαι και παρατηρείς από την ίδια πλευρά με τον συγγραφέα, πως ο κόσμος που περιγράφεται είναι και δικός σου κόσμος, πως οι ήρωες είναι γνώριμοι και οικείοι, πως έχουν κάτι από σένα τον ίδιο, οι συνθήκες και οι αναπολήσεις επίσης, ένας ιδιότυπος ρεαλισμός που υπάγεται σε γεωγραφικό περιορισμό παρά τις ολοένα αυξανόμενες συνθήκες παγκοσμιοποίησης που κάνουν τον κόσμο να φαντάζει ένα ομογενοποιημένο μείγμα. Δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί». Διαβάζοντας το βιβλίο του Πάνου Τσερόλα ένιωσα το παραπάνω απόσπασμα να δικαιώνεται στον μέγιστο βαθμό. Αντίστοιχο ήταν το συναίσθημα κατά την ανάγνωση του Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη (περισσότερα εδώ), μυθιστόρημα που είχα εν πολλοίς κατά νου γράφοντας το Βιβλία από τον τόπο σου, όχι γιατί το θεωρούσα ως την εξαίρεση κάποιου κανόνα, αλλά γιατί συμπύκνωνε ικανοποιητικά όσα έχω κατά νου αναφορικά με την πολύπαθη και παρεξηγημένη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία, την παραγωγή και την πρόσληψή της.
Προς χάρη της συγχρονίας μεταξύ βιβλίου και αναγνώστη, το κείμενο αυτό οφείλει να αφιερωθεί στη μνήμη του Μάκη του «Κουλού» που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή. Διατηρούσε για χρόνια το καφενείο στην πλατεία Όλγας στη γωνία των οδών Αράτου και Ρήγα Φεραίου, σημείο συνάντησης ενός ετερόκλητου, στην εξέλιξη της μέρας, πλήθους θαμώνων. Υπήρξε ένα από τα σημεία αναφοράς της φοιτητικής ζωής στην Πάτρα, αναπόσπαστο μέρος της όποιας μυθολογίας αυτής της πόλης.
Αυτή είναι η ιστορία του Μάρκου και της Άννας, που γνωρίστηκαν φοιτητές στην Πάτρα, στις πρώτες χρονικές καταχωρήσεις του νέου αιώνα, ένα βροχερό βράδυ, μια συνηθισμένη εαρινή καταιγίδα, που έφερε κάτι από συντέλεια, στη στάση ενός λεωφορείου που δεν περνούσε. Σχεδόν ταυτόχρονα είπαν: κάπου σε ξέρω. Η Άννα δεν θυμόταν από πού. Ο Μάρκος ναι. Εκείνη συμμετείχε στην ομάδα χορού των φοιτητικών πολιτιστικών ομάδων, εκείνος στην αντίστοιχη ομάδα φωτογραφίας. Εκεί την είχε πρωτοδεί, σε μια συνεργασία των δύο ομάδων. Ο Μάρκος μόλις αντίκρισε την ανώνυμη τότε χορεύτρια γύρισε τη μηχανή στο βίντεο, χωρίς να το σκεφτεί, η κινηματογράφηση έτσι και αλλιώς ήταν εκείνο που τον πάθιαζε, η στατική φωτογραφία ήταν ένα ημίμετρο. Εκείνη είχε τις ενστάσεις της, δεν ήταν σίγουρη αν συμφωνούσε να τους φωτογραφίζουν ενόσω χόρευαν. Εκεί, στη στάση του λεωφορείου, της μίλησε για το υλικό αυτό, εκείνη τον κοιτούσε βρεγμένη και χαμένη κάπου ανάμεσα στην κολακεία και την παρεξήγηση. Εκείνος τράβηξε λίγο ακόμα το σκοινί, της πρότεινε να είναι παρών στο μοντάζ, παρούσα, τον διόρθωσε εκείνη, κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα.
Παραθέτω από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Από το καλοκαίρι της ευφορίας του 2004 στον σκληρό χειμώνα του 2008, και από εκεί στη σύγκρουση του 2012 και στο δραματικό καλοκαίρι του 2015. Η ιστορία δύο ανθρώπων εντός της πυκνής εγχώριας Ιστορίας. Ο Μάρκος, παθιασμένος με το σινεμά, επιχειρεί να ανασυνθέσει τη ζωή του εξαφανισμένου πατέρα του μέσα από ένα μεγαλόπνοο ντοκιμαντέρ , στοιχειωμένος από την απουσία. Η Άννα, χαρισματική όσο και ανασφαλής, αφοσιώνεται στα κοινά και στρατεύεται στην πολιτική, αναζητώντας τις μεγάλες αφηγήσεις».
Μια ερωτική ιστορία, στα σπάργανά της ειδικά, είναι ανοιχτή σε όλο το φάσμα των δυνατοτήτων, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Ο τρόπος με τον οποίο ο Τσερόλας επιλέγει να αφηγηθεί την «ιστορία δύο ανθρώπων εντός της πυκνής εγχώριας ιστορίας» είναι έξυπνος, φιλόδοξος και παρακινδυνευμένος. Η τελική επιτυχία του βιβλίου εν πολλοίς οφείλεται στην εκ του αποτελέσματος δικαίωση του ρίσκου αυτού, στη δικαίωση της έμπνευσης και της επιμονής στο προσωπικό όραμα, αν προτιμάτε, δικαίωση που σε μεγάλο βαθμό περιέχει και την πρωτοτυπία στην εκτέλεση μιας ιδέας που στη θεωρία της φάνταζε κλισέ και πολυδοκιμασμένη. Ο Τσερόλας παίρνει δύο κρίσιμες αποφάσεις ως προς το χτίσιμο της αφήγησης. Η μία είναι το μοντάζ των στιγμιοτύπων μέσω του οποίου διαρθρώνει την ιστορία, μια σύνθεση που προσομοιάζει στο ντοκιμαντέρ που ο Μάρκος ήθελε να γυρίσει. Η άλλη απόφαση είναι το παιχνίδι των διαφορετικών εκδοχών κατάληξης, οι διαφορετικές εκβολές του ποταμού. Με αυτές τις δύο αφηγηματικές στον πυρήνα τους αποφάσεις, ο συγγραφέας αποφεύγει διάφορες στενωπούς, ενώ ταυτόχρονα πετυχαίνει την απαραίτητη συνοχή του μυθιστορήματος, χωρίς να εγκεφαλοποιεί υπερβολικά το τελικό αποτέλεσμα. Το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα είναι ένα μυθιστόρημα μελλοντικών εκδοχών με βάση ένα συγκεκριμένο παρόν, όπου η αντιστοιχία της ερωτικής, της ατομικής και της συλλογικής ιστορίας είναι πρόδηλη· η ευφορία του 2004, της αρχής μιας ερωτικής ιστορίας και της νεότητας· δυνατότητες, συγκυρίες, αποφάσεις· τελικό άθροισμα, ταμείο.
Η υποϊστορία της δημιουργίας του ντοκιμαντέρ θα μπορούσε από μόνη της να
σταθεί ως κυρίως αφήγηση. Ο Τσερόλας πετυχαίνει να την εντάξει
οργανικά, να τη συμπεριλάβει χωρίς να της στερήσει πολλά από τη δυναμική
της. Επιπρόσθετα καταφέρνει να δημιουργήσει μια ισχυρή ενδοκειμενική
αντανάκλαση, πέρα από την προφανή που έχει να κάνει με τον ίδιο τον
Μάρκο ως χαρακτήρα, αφού σε μια ιστορία με δεδομένο το παρόν και ανοιχτά
τα φύλλα του μέλλοντος, η αναζήτηση του μαύρου κουτιού του παρελθόντος,
του τι έγινε τότε και του πώς βρεθήκαμε εδώ, αποκτά μια ξεκάθαρη
πολιτική ανάγνωση στο πλαίσιο της αφήγησης. Γιατί, και ίσως θα πρέπει
παρότι προφανές να ειπωθεί, το μυθιστόρημα αυτό είναι στον πυρήνα του
πολιτικό.
Η αφήγηση του Τσερόλα διαθέτει άνεση, ενσωματώνει τα διάφορα, λειτουργικά για την προώθηση της πλοκής, ευρήματα, βαδίζει στο μεταίχμιο της συναισθηματικής υπερβολής που η νοσταλγία μιας παρελθούσας εποχής αναπόφευκτα φέρει, χωρίς ωστόσο να το παραβιάζει, επιτρέπει στο προσωπικό να βρει την κρυψώνα του και να κουρνιάσει, συνδυάζει περίφημα τη σοβαρότητα και την ελαφρότητα της κάθε στιγμής, δεν καθοδηγεί, δεν διδάσκει, δεν εκβιάζει. Ο Τσερόλας αφηγείται μια ιστορία, και το κάνει καλά. Παρά τις τετρακόσιες σελίδες του, το μυθιστόρημα διακρίνεται από μια πραγματικά θαυμαστή οικονομία λόγου, μια ακόμα απόδειξη επιτυχίας του τελικού μοντάζ, χωρίς κουραστικές επαναλήψεις. Το Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα είναι ένα ωραίο βιβλίο, που πετυχαίνει τη συγχρονία, χωρίς να υστερεί σε λοιπά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Και μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως η κρίση αυτή οφείλεται στο κοινό έδαφος των αναμνήσεων ενός αναγνώστη γεννημένου στην Πάτρα, Αράτου και Ρήγα Φεραίου γωνία, το 1983, αλλά κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όχι εξ ολοκλήρου τουλάχιστον. Γιατί στο κενό που μεσολαβεί ανάμεσα στην ανάγνωση και την κρίση, ακριβώς εξαιτίας της βιωματικής γειτνίασης, υπεισέρχεται ο παράγοντας της αυθεντικότητας, του ελέγχου της αλήθειας που μια αφήγηση όπως αυτή φέρει ή οφείλει να φέρει. Ο Τσερόλας κινήθηκε εντός του κόσμου που περιγράφει, δεν υποθέτει περί αυτού εκ του μακρόθεν, παρότι φρόντισε να αφήσει απέξω ή να κρύψει καλά την περιττή αυτοαναφορικότητα, και αυτή η αυθεντικότητα της πρώτης ύλης, η γνώση των δρόμων στους οποίους η ιστορία του Μάρκου και της Άννας γεννήθηκε, αποτελεί την απαραίτητη βάση στήριξης του οικοδομήματος.
Εκδόσεις Κέδρος
Αν μπορούσα να προσθέσω στις λέξεις τούτες ηχητικό εφέ, αυτό θα ήταν τα παλαμάκια. Χαίρομαι που στηρίζετε τόσο σθεναρά την ελληνική λογοτεχνία. Το έχει ανάγκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλή, δημιουργική συνέχεια.