Ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι στη λάντζα,
ίσως και να μην σε ενδιαφέρει κιόλας, εσύ ήρθες για να περάσεις ωραία
άλλωστε, τόσο περίμενες τις διακοπές, ειδικά το καλοκαίρι, το μελτέμι
απομακρύνει τέτοιες σκέψεις εξόχως ενοχ(λητ)ικές.
Το καλοκαίρι στα νησιά, τους μόνιμους κατοίκους, λιγότερους ή περισσότερους, έρχονται να συναντήσουν εκείνοι που ονειρεύονταν ‒ακόμα και αν δεν το ήξεραν‒ να βρεθούν εκεί για λίγες μέρες, εκείνοι που από ανάγκη βιοποριστική πήραν το πλοίο της γραμμής απαντώντας ‒ή και όχι‒ σε κάποια αγγελία και εκείνοι που με σισύφεια καρτερικότητα υπομένουν την υποχρέωση των αέναων διακοπών, ανταποκρινόμενοι στην υποχρέωση να περνούν καλά.
Πρώτος στη σκηνή εμφανίζεται ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, Αστέριος Ηλιάδης. Άνοιξε τα μάτια και δεν βρισκόταν στο γραφείο. Με την καμπαρντίνα του ατσαλάκωτη, σφικτά δεμένη στη μέση, και το καπέλο στη θέση του, βρισκόταν στο κατάστρωμα ενός άδειου επιβατηγού πλοίου. Περισσότερο αντανακλαστικά, παρά από εμπειρία, αναρωτήθηκε: πώς, διάολο, βρέθηκα εδώ; Το ερώτημα, παρότι κρίσιμο, αποδείχτηκε σύντομα λειψό. Στον καταιγισμό που ακολούθησε, και στον οποίο η πείρα του ήρωά μας ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε για να είμαστε ειλικρινείς, κορωνίδα αποτέλεσε το κατεξοχήν υπαρξιακό ερώτημα: τι διάολο γυρεύω εγώ εδώ; Ερώτημα στο οποίο το σύμπαν παρέμεινε πεισματικά σιωπηλό. Ο Αστέριος όμως ήταν σχεδόν σίγουρος: για δουλειά θα ήρθα. Τώρα έμενε να ανακαλύψει περισσότερα σχετικά με τη δουλειά αυτή. Στην ταβέρνα, λίγες ώρες αργότερα, το χάρτινο τραπεζομάντηλο είχε μια πρώτη απάντηση να δώσει: Νήσος Κέδρος.
Δεύτερη στη σκηνή εμφανίζεται η εργαζόμενη, το πολυεργαλείο που δουλεύει σεζόν, προσθέτοντας διαρκώς στο παλμαρέ της νέες επαγγελματικές κατακτήσεις, μετακινούμενη με άνεση από την κουζίνα, στη λάντζα και στα δωμάτια, και πάλι πίσω και από την αρχή. Δεν ήταν από πάντοτε πολυεργαλείο, μη νομίζετε, ή τουλάχιστον δεν το ήξερε η ίδια, άλλωστε και για την εαυτή της μαγείρευε, και έπλενε ύστερα τα πιάτα και το κρεβάτι της έστρωνε, δεν ήταν καμιά ανεπρόκοπη, αλλά επαγγελματικά ποτέ δεν το είχε κάνει. Σε πρώτο πρόσωπο δίνει συμβουλές, ψευτοφιλοσοφεί, υμνεί τη συναδελφική αλληλεγγύη και στιγμή δεν παραμελεί τα καθήκοντά της. Είπαμε, πολυεργαλείο. Ξέρει ‒μάλλον‒ πού βρίσκεται και ‒μάλλον‒ γιατί. Και αυτό είναι ‒μάλλον‒ μια αρετή.
Τρίτη στη σκηνή προσγειώνεται με ελικόπτερο η μις Τζέσικα Έλινγκτον, που εγκατέλειψε τον βορρά για τον νότο, και τώρα είναι εδώ, τα πράγματά της έρχονται όπου να 'ναι, στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου την υποδέχεται χαμογελαστός ‒πώς αλλιώς;‒ ο νεαρός ρεσεψιονίστ ‒πολυεργαλείο και αυτός. Έχει κιόλας εντοπίσει από μακριά τη σεζλόνγκ δίπλα στην πισίνα, εκεί θα εναποθέσει το κορμί της, πίσω από τα τεράστια γυαλιά ηλίου θα προφυλαχθεί. Την περίμεναν να φτάσει και ανυπομονούν να τη δουν, όμως μπορούν να περιμένουν, η μις Τζέσικα Έλινγκτον χρειάζεται λίγο χρόνο, δεν τη φοβάται, αντίθετα με άλλους, με την πλειοψηφία θα λέγαμε, τη μοναξιά η ξανθή καλλονή, αντίθετα, την απολαμβάνει, όποτε μπορεί, και αυτό είναι το πρόβλημα, δεν μπορεί τόσο συχνά.
Είναι και η Πόπη, αλλά αυτή βρίσκεται κάπου στην Αθήνα.
Πριν από χρόνια, για την ακρίβεια δέκα, είχα δει τη θεατρική παράσταση Ο θάνατος του Αντονέλο, έργο για το οποίο η Βιβή Πηνιώτη είχε λάβει, το 2009, το α' κρατικό βραβείο για νέους θεατρικούς συγγραφείς, και είχα ενθουσιαστεί (περισσότερα εδώ). Πάλι από την ομάδα Θέατρο του Πανικού, το 2014 στο Βυρσοδεψείο, είχε ανέβει το Villa Utopia (περισσότερα εδώ). Έκτοτε σιγή ασυρμάτου.
Έκανα την παραπάνω παρέκβαση για να προσθέσω δύο δεδομένα στο κείμενο σχετικά με τη νουβέλα αυτή. Το γεγονός πως γνώριζα το θεατρικό έργο της Πηνιώτη λειτούργησε διττά, καθώς από τη μία είχα υψηλές προσδοκίες, στο όριο της ανυπομονησίας, αλλά από την άλλη είχα και την περιέργεια για τον τρόπο που μια θεατρική συγγραφέας θα ανταποκρινόταν στις διαφορετικές ειδολογικές προκλήσεις. Και η Πηνιώτη τα κατάφερε έξοχα. Το Ποτέ δεν ξέρεις ποιος είναι στη λάντζα διακρίνεται μεν από μια θεατρικότητα αλλά δεν καταπίνεται λογοτεχνικά από αυτή, δεν παρασύρεται, αλλά η συγγραφέας χρησιμοποιεί το παρελθόν της λειτουργικά. Η εμπειρία στο θέατρο της δίνει, ανάμεσα σε άλλα, μια ιδιαίτερη ικανότητα στη διαχείριση των χαρακτήρων, είτε τους δίνεται ο λόγος, είτε περιγράφεται η κίνησή τους στο ηλιόλουστο και άνυδρο κυκλαδίτικο τοπίο, ο αναγνώστης τους αναγνωρίζει χωρίς δυσκολία. Κάτι ακόμα που χαρακτηρίζει τη νουβέλα αυτή είναι η διάρθρωσή της, το δέσιμο ετερόκλητων κεφαλαίων, που θυμίζουν πράξεις, κεφάλαια τα οποία συνεισφέρουν στην προώθηση της πλοκής και εξυπηρετούν τη συγγραφική επιδίωξη όπως αυτή αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες, όταν και διάφορες συμβάσεις δικαιολογούνται πλήρως.
Η Πηνιώτη, χωρίς να θυσιάσει την ιστορία της και να απολέσει το ελληνικό καλοκαίρι και τον μύθο που το συνοδεύει, πετυχαίνει να αποτυπώσει την γλυκόπικρη γεύση της ‒κάθε‒ εποχής, να προκαλέσει αβίαστα το σύνολο των συναισθημάτων, χωρίς να διστάσει να τα φέρει και σε σύγκρουση μεταξύ τους αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις τους, ένα γέλιο που αποδεικνύεται πικρό, η εικόνα τού Αστέριου σε πλήρη εξάρτηση υπό το καυτό φως του ήλιου, για παράδειγμα, ή ο μονόλογος του πολυεργαλείου από τα βάθη της λάντζας. Ο τρόπος με τον οποίο η Πηνιώτη δημιουργεί τις καταστάσεις εντός των οποίων τοποθετεί τους ήρωές της είναι φαινομενικά απλός έως και κλισέ, ωστόσο αυτή είναι η επιφάνεια, το κοινό εμβαδό στο οποίο ο αναγνώστης θα νιώσει αρχικά οικεία, θα χαλαρώσει και θα αφεθεί με τη σιγουριά πως ξέρει, πως έχει τον έλεγχο. Εκεί κρίνεται το παιχνίδι, στην κατάρρευση των βεβαιοτήτων. Οι άνθρωποι όμως είναι μια παρουσία ασήμαντη, βορά στις ορέξεις των θεών και της φύσης, ήδη από την αρχαία τραγωδία είναι γνωστά αυτά, έτσι και τα πρόσωπα της νουβέλας αυτής, πιόνια σε μια σκακιέρα που θεωρούν πως έχουν τον έλεγχο την ώρα που η Γη, ο Ήλιος, ο Αέρας και η Θάλασσα χαζεύουν την παράσταση, αποφασίζουν αν θα επέμβουν, αναζητούν μια πρόκληση στην αιωνιότητά τους.
Εκδόσεις άνω τελεία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου