Στα χασομέρια της αναγνωστικής χρονιάς, αυτό ήταν ένα βιβλίο έκπληξη· η Πικρή ζωή, για την οποία τίποτα δεν γνώριζα.
Ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής εγκαταλείπει το χωριό του στα νότια της χώρας για να πάρει εκδίκηση. Αφήνει πίσω σύζυγο και μωρό παιδί και πηγαίνει στο Μιλάνο όπου είναι τα γραφεία της εταιρείας που εκμεταλλεύεται το ορυχείο στο οποίο μια έκρηξη οφειλόμενη σε ελλειπή μέτρα ασφαλείας δολοφόνησε δεκάδες εργάτες. Έκρηξη αντί έκρηξης, αυτό σκοπεύει να κάνει. Ωστόσο η ζωή απαιτεί. Παράλληλα με τον σχεδιασμό της εκδίκησης, πρέπει να βρει μια δουλειά ώστε κάθε μήνα να στέλνει χρήματα στο σπίτι. Δουλειές του ποδαριού, χωρίς καμία φιλοδοξία. Τόσο, όσο. Το Μιλάνο σε πλήρη οικονομική άνθηση, ένα θαύμα εν προόδω, αποδεικνύεται κινούμενη άμμος για τον αφηγητή, ένας θάλαμος αλλοτρίωσης που σαγηνεύει και απαιτεί, που γλυκαίνει και απαιτεί, που θαμπώνει και απαιτεί. Απαιτεί χρήμα για το οποίο απαιτείται χρόνος και μόχθος. Ο ήρωάς μας, με μια οικεία πίστη, θεωρεί πως θα τα καταφέρει να βγει στεγνός, πως θα δοκιμάσει τους καρπούς χωρίς να αναγκαστεί να πληρώσει το τίμημα, πως δεν θα την πατήσει όπως οι σφιγμένες εκείνες φάτσες του πρωινού τραμ. Ναι, καλά. Αυτή είναι η αφήγηση μιας ήττας συντριπτικής.
Ο Λουτσιάνο Μπιαντσάρντι γράφει για το Μιλάνο που λίγα χρόνια αργότερα εγκατέλειψε ο Γκατζάρα στο μυθιστόρημα του Καλίγκαριτς, Το τελευταίο καλοκαίρι στη Ρώμη. Μια πόλη λαμπερή, γεμάτη από όμορφους ανθρώπους. Ωστόσο, όλα αυτά είναι για λίγους, για τους υπόλοιπους είναι απλώς η θέα από μακριά. Η καθημερινή επιβίωση είναι μια εξ αρχής χαμένη μάχη, μια πόλη που όσα της δίνεις αλλά τόσα σου ζητάει, μια πόλη που όσο σκληρά και αν παλεύεις σε κάνει να νιώθεις μικρός και λίγος, ανεπαρκής να την απολαύσεις και να τη γευτείς όσο θα λαχταρούσες. Δεν είναι εύκολο ή απλό να αντισταθεί κανείς στις σειρήνες της γλυκιάς ζωής, κάθε άλλο. Η Πικρή ζωή, σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφική, είναι το χρονικό της καταβύθισης σ' ένα λαμπερό και πολυτελή βούρκο. Και αν ψάχνει κανείς τι έκανε λάθος ο αφηγητής, σε ποια στροφή του δρόμου έχασε τον προσανατολισμό του, δεν είναι εύκολο να το βρει. Θα ήταν παρήγορο αυτό το αν, θα ήταν προσωπικά ελπιδοφόρο πως κάποιος, εγώ για παράδειγμα, θα μπορούσε να τα καταφέρει. Ωστόσο, όχι, όλες οι στροφές στο ίδιο αδιέξοδο οδηγούν.
Οι ευδιάκριτες λογοτεχνικές αρετές είναι εκείνες που καθιστούν σημαντικό το μυθιστόρημα αυτό. Η πρόζα του Μπιαντσάρντι δεν είναι απλώς βιωματική αλλά σε αρκετά σημεία καθηλωτική. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται την ιστορία του άλτερ έγκο του κρατά μακριά την αυτολύπηση και τη μιζέρια, κάτι που αποδεικνύεται σημαντικό όχι μόνο σε επίπεδο συναισθηματικής πρόσληψης αλλά και σε τεχνικό επίπεδο κατασκευής και συνολικής λειτουργίας του μυθιστορήματος. Το βίωμα είναι τόσο έντονο που επιτρέπει στον αφηγητή να αποστασιοποιηθεί και να παρατηρήσει τον εαυτό του απέξω, ως ένας τρίτος, μια αίσθηση που λειτουργεί ευθέως αντιστικτικά στο πρώτο πρόσωπο της αφήγησης. Έτσι, επιτυγχάνονται μια σειρά από πράγματα όπως: η οξυδερκής αποτύπωση του εαυτού και της τριγύρω πραγματικότητας, η συγχρονία και ο οικουμενικός χαρακτήρας της αφήγησης, η σάτιρα του εαυτού και το ιδιότυπα σκληρό και κοστοβόρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα, η αβίαστη εξαγωγή συναισθήματος και η ανάπτυξη κοινού εμβαδού για ταύτιση και ενσυναίσθηση με τον αναγνώστη, κυρίως όμως η αποφυγή της διδαχής. Η απουσία διδαχής, διόλου παράδοξα παρότι μη αναμενόμενα, ενισχύει το αίσθημα της ήττας, όσο τουλάχιστον η παρτίδα παίζεται με τους υφιστάμενους κανόνες.
Ο αφηγητής, όπως άλλωστε και ο Μπιαντσάρντι, ασχολήθηκε με τη μετάφραση. Πολλές από τις σελίδες του μυθιστορήματος είναι αφιερωμένες στον καθημερινό αγώνα για την επίτευξη του ημερήσιου στόχου σελίδων. Μέσα από το παράδειγμα του μεταφραστή αποτυπώνεται η προβληματική συνθήκη του αυτοαπασχολούμενου, που, εξήντα χρόνια μετά, επιμένουν να ισχύουν αμετάβλητες. Η μετάφραση είναι επίσης καθοριστική και ως γλωσσικό συστατικό της κατασκευής, η παράλληλη πραγματικότητα που ζει ο μεταφραστής αποτυπώνεται εδώ περίφημα με την παράθεση κομματιών από βιβλία που ο αφηγητής μεταφράζει, ένα κολάζ που σκιαγραφεί το χάος και την παράνοια των πολλαπλών κόσμων. Αλλά και οι επιρροές του Μπιαντσάρντι είναι εύκολο να εντοπιστούν από τη λίστα με τα βιβλία που μετέφρασε, όπως για παράδειγμα οι Αμερικανοί συγγραφείς της μπιτ λογοτεχνίας. Και μιας και ο λόγος για μετάφραση, τη γνωριμία του Μπιαντσάρντι με το ελληνικό κοινό έφερε εις πέρας η Δήμητρα Δότση.
Αν υπάρχει ένα αρνητικό, σ' ένα κατά τα άλλα συγκλονιστικό βιβλίο, αυτό είναι ο κατά τόπους αμήχανος στρατεύσιμος χαρακτήρας του. Η απόπειρα να επισημανθούν κάποια προφανή ελαττώματα και κακοτοπιές, απαραίτητη ίσως για ένα κοινό λιγότερο εξοικειωμένο με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, μάλλον υποτιμά τη λογοτεχνική δυναμική του μυθιστορήματος, χωρίς να προσφέρει κάτι σε επίπεδο θεωρητικό ή πολιτικό.
Γραμμένη το 1962, η Πίκρη ζωή θα γνωρίσει τεράστια εμπορική επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα θα μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη. Η Γλυκιά ζωή του Φελίνι είχε προηγηθεί. Ο Μπιαντσάρντι, που φέτος συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννησή του, δεν ένιωσε ποτέ άνετα με την επιτυχία αυτή. Πέθανε σε ηλικία σαράντα εννέα ετών από κίρρωση του ήπατος.
Το φοβερό εξώφυλλο είναι σχεδιασμός της Μάρως Κατσίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου