Η ενασχόληση με τη λογοτεχνία, όπως και η ενασχόληση με κάθε κομμάτι της ανθρώπινης νόησης, ανάμεσα σε άλλα, σπουδαία και μεγάλα, αναδεικνύει διαρκώς το μέγεθος της άγνοιας του υποκειμένου, άγνοια που, σε πρώτο και μόνο επίπεδο παράδοξα, μεγαλώνει σε ευθεία αναλογία με την ενασχόληση. Τον Αριστοτέλη Νικολαΐδη δεν τον γνώριζα, το όνομά του τίποτα δεν μου έλεγε, ώσπου διάβασα το άρθρο του Λευτέρη Καλοσπύρου στην Εποχή (το βρίσκετε εδώ), με τίτλο Αριστοτέλης Νικολαΐδης: Ο μεγάλος λησμονημένος. Το άρθρο αυτό, πέρα από τα άψογα τεχνικά χαρακτηριστικά, το διατρέχει το πάθος εκείνου που μιλάει για κάτι που στα μάτια του είναι παράλογο να στέκει στη σκιά. Το πάθος εκείνου που μιλάει με γνώση. Βρέθηκα, λοιπόν, να αναζητώ τα βιβλία του Νικολαΐδη, το έργο του οποίου, εκτός από λησμονημένο, υπήρξε πολυποίκιλο και πληθωρικό. Το μακρύ ταξίδι γνωριμίας ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Οι συνυπάρχοντες. Αυτό, παρέα με την Εξαφάνιση, τοποθέτησε ο Καλοσπύρος δίπλα στο εμβληματικό Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, ενέργεια που σ' έναν αδαή, όπως εγώ, αφήνει υποψίες ύβρεως και ιεροσυλίας, ενώ παράλληλα δημιουργεί τερατώδεις προσδοκίες, στις οποίες μόνο ένα αριστούργημα θα μπορούσε να ανταποκριθεί, πόσο, μάλλον, να τις υπερβεί, όπως τελικά συνέβη.
Κύτταξα πάλι απ' το παράθυρο. Πότε θα έρχονταν λοιπόν αυτός ο οδηγός; «Θα γυρίσω σύντομα», μου είχε πει κοντά στο μεσημέρι, κι ακόμα να φανεί. Το βράδυ είχε αρχίσει να πέφτει κι απ' το παράθυρο φαίνονταν όλα διαφορετικά. Προσπαθούσα να διακρίνω μέσα στο μισοσκόταδο με μιαν έκπληξη παρατεταμένη. Προχωρημένο φυλάκιο, απ' αυτά που δεν μπορεί να τα δει κανείς εύκολα από την άλλη μεριά. Η χαράδρα ήταν δασωμένη κι ελίσσονταν μέσα στα υψώματα παραπειστική. Λίγο πιο πέρα η Ελλάδα, σκεφτόμουν, κάτι που μετριόταν με τέταρτα της ώρας. «Όχι πάνω από μιαν ώρα», είχε πει ο οδηγός και κατόπι πρόσθεσε μ' ένα χαμόγελο σημασίας: «Από εκεί που θα πάμε εμείς βέβαια».
Το μυθιστόρημα ξεκινάει in medias res, λίγο πριν ο Φίλιππος, κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής της ιστορίας του, περάσει παράνομα τα σύνορα επιστρέφοντας μετά από χρόνια αυτοεξορίας πίσω στην Ελλάδα. Υπήρξε ένας από τους πολλούς που, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά τη λήξη του εμφυλίου, αναζήτησαν καταφύγιο στο εξωτερικό, συνήθως με μια καταδίκη εις θάνατον να τους ακολουθεί. Εκείνος, ύστερα από περιπλάνηση, βρέθηκε στη Βιέννη, εκεί γνώρισε την Όλγα. Από εκεί, χρόνια αργότερα, θα ξεκινήσει μια ακόμα περιπλάνηση, περιπλάνηση που οδηγεί στην απόφαση για επιστροφή. Χρόνια ταραγμένα που τελικά οδήγησαν στη Χούντα. Η δράση του μυθιστορήματος είναι τοποθετημένη στη σκοτεινή και ανέλπιδη εκείνη περίοδο, κάπου στη δεκαετία του '60, τότε που ένας οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε με βεβαιότητα να προβλέψει την επερχόμενη κορύφωση της ανωμαλίας, τη στιγμή που η εσωστρέφεια και το κυνήγι μαγισσών αποσάθρωνε περαιτέρω την αριστερά, ενώ οι ηττημένοι έγλειφαν ακόμα τις πληγές τους και οι νικητές έγραφαν την ιστορία κατά το δοκούν.
Η αφήγηση τρέχει σε δύο χρόνους, έναν σύγχρονό της, που περιλαμβάνει όσα ακολούθησαν της επιστροφής, και έναν παρελθόντα, που περιλαμβάνει όσα προηγήθηκαν. Και αν η δράση συντηρεί και οξύνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, δημιουργώντας σασπένς σχετικά με την έκβαση της πλοκής, οι αναλήψεις έρχονται να συμπληρώσουν τα κομμάτια του παζλ, να δημιουργήσουν το πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας κινείται, να υπερβούν τα ατομικά όρια της ιστορίας και να την καταστήσουν ψηφίδα μιας μεγαλύτερης εικόνας, εκείνης που ο Καλοσπύρος ορίζει ως «Πλάνη της αριστεράς στον Εμφύλιο και κατ' επέκταση στον 20ό αιώνα». Το μυθιστόρημα αρθρώνεται γύρω από μια σειρά ερωτημάτων, με κυριότερο όλων: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε τον Φίλιππο στην απόφαση να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό κατέχει τον αντίστοιχο ρόλο που το περιεχόμενο του κιβωτίου έχει στο μυθιστόρημα του Αλεξάνδρου. Η απάντηση, που επαφίεται εν πολλοίς στο ιδεολογικό και φιλοσοφικό modus operandi του αναγνώστη, καθορίζει τη συνολική πρόσληψη του έργου, αν δηλαδή Οι συνυπάρχοντες θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τα στενά όρια ενός καλογραμμένου πολιτικού νουάρ και να βρεθούν στην επικράτεια της υπαρξιακής κραυγής και των μεγάλων ερωτημάτων, εκεί που τα αριστουργήματα της λογοτεχνίας κατά κανόνα εντοπίζονται.
Ήδη από τις πρώτες σελίδες, η απορία μου ήταν έκδηλη, πώς γίνεται ένα τέτοιο μυθιστόρημα να έχει περιπέσει στη χαράδρα της λησμονιάς, ενώ θα έπρεπε να είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και υποδειγματικά μυθιστορήματα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας, μεταφρασμένο και εμπορικά πετυχημένο σε πολλές γλώσσες, ένα ελληνικό αντίστοιχο του εμβληματικού Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ. Οι συνυπάρχοντες είναι ένα πλήρες μυθιστόρημα. Ο Νικολαΐδης πετυχαίνει μια σπάνια για τα εγχώρια δεδομένα εξωστρέφεια, αντίστοιχη του Φραγκιά ή του Καχτίτση, για να δώσω δύο ακόμα παραδείγματα ικανά να προσδιορίσουν το μέγεθος του δέους που ένιωσα. Το μυθιστόρημα ισορροπεί περίτεχνα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, καταφέρνοντας να ξεπεράσει τους όποιους ειδολογικούς περιορισμούς, διαθέτοντας βάθος που καθιστά την ανάγνωσή του ευχάριστη και συνάμα πολυεπίπεδη. Όμως, το μεγαλύτερο επίτευγμα του Νικολαΐδή είναι η άρνηση να υποταχθεί στη σαγήνη του διδακτισμού, στην κριτική για την κριτική. Όχι, η ιστορία είναι αρκούντως προσωποκεντρική, ο Φίλιππος φέρει τη δική του σκευή ιδιοτήτων, λαθών, εμμονών, περισπασμών και αποφάσεων, δεν μιλάει στο όνομα κανενός άλλου πλην του ιδίου. Εκείνο που καθιστά το μυθιστόρημα εξωστρεφές και οικουμενικό είναι το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου ο ήρωας ζει και πράττει, με τις χωροχρονικές αναλογίες να είναι παρούσες και ευδιάκριτες, πάντοτε σε αντιστοιχία με τις ιδιαιτερότητες κάθε εποχής, και σε αυτό αναμφίβολα συμβάλλει ο τρόπος με τον οποίο ο Νικολαΐδης αποτυπώνει λεκτικά την ασφυξία και τον εγκλωβισμό του Φίλιππου, από την αρχή ως το τέλος του μυθιστορήματος, σε συνδυασμό με μια ακόρεστη και ανυπόταχτη δίψα για ζωή. Τρόπος που είναι για να διδάσκεται.
Βγείτε, ψάξτε, βρείτε, διαβάστε.
υγ. Για τον Εξώστη του Καχτίτση περισσότερα εδώ, για τον Λοιμό του Φραγκιά εδώ, για το Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ εδώ.
Εκδόσεις Κέδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου