Η ελληνική επαρχία αποτελεί το σκηνικό σε δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν σχετικά πρόσφατα. Ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Μπαρμπάτσης, γεννημένος στο Αγρίνιο, με τη συλλογή διηγημάτων Λυκοχαβιά (εκδόσεις Κέδρος) και ο Κρητικός Μιχάλης Αλμπάτης με το μυθιστόρημα Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους (εκδόσεις Νήσος) αντλούν τις ιστορίες τους από το παρελθόν ενός τόπου, τα μυστικά του οποίου δείχνουν να γνωρίζουν καλά, μετερχόμενοι χρηστικά το σύνολο των συστατικών του, κυρίως τη γλώσσα και τους ανθρώπους που τον κατοικούν.
Τα έξι διηγήματα της Λυκοχαβιάς διαδραματίζονται στη Δυτική Ελλάδα, στην Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία, εκεί που κάποτε υπήρχε το ομώνυμο ιαματικό δρώμενο κατά το οποίο περνούσαν τα άρρωστα παιδιά από το στόμα του λυκοτόμαρου ώστε να μεταδοθεί σ' αυτά η δύναμη του ζώου. Ο τίτλος που επιλέγει ο Μπαρμπάτσης λειτουργεί προγραμματικά σε διάφορα επίπεδα, γεγονός το οποίο τον απαλλάσσει από τον στείρο και κενό εντυπωσιασμό που εγείρει αναπόφευκτα η χρήση μιας λέξης παροπλισμένης. Δεν είναι μόνο το γλωσσικό στίγμα που δίνεται μ' αυτό, αλλά και η αποτύπωση ενός κόσμου άγριου, ανορθολογικού και συχνά ασφυκτικού, όπως η ελληνική επαρχία. Και αυτή η αντίστιξη ανάμεσα στην ομορφιά και την αγριότητα που η ίδια η λέξη ταυτόχρονα περιέχει συνοψίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο ο Μπαρμπάτσης προσέρχεται για να αφηγηθεί τις ιστορίες αυτές.
Η ντοπιολαλιά που χρησιμοποιούν τα πρόσωπα των ιστοριών διαθέτει την απαραίτητη προφορικότητα, προϊόν συγγραφικού βιώματος και κοπιώδους εργασίας, που την καθιστούν κατανοητή και απαραίτητη. Η πραγματική δυσκολία για τον Μπαρμπάτση δεν βρίσκεται ωστόσο εδώ, αλλά στη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο παντογνώστης αφηγητής, όπου αυτός εμφανίζεται. Εκεί είναι που το εξεζητημένο και το ανακόλουθο παραμονεύουν. Ο συγγραφέας πετυχαίνει την απαραίτητη γλωσσική ισορροπία που λειτουργεί ως γέφυρα τόσο με το σήμερα όσο και με τον αναγνώστη, αποτυπώνοντας γλωσσικά την απαραίτητη χρονική συνέχεια. Ο κόσμος που περιγράφεται δεν είναι και τόσο ανοίκειος τελικά. Ο Μπαρμπάτσης δεν πάσχει από νοσταλγία, δεν επιθυμεί να «πουλήσει» φολκλόρ και παράδοση, δεν έχει προθέσεις ωραιοποίησης του παρελθόντος αλλά ούτε και του παρόντος. Η συγγραφική μέριμνα δεν αρκείται ωστόσο στη γλώσσα, αλλά εστιάζει και στην ιστορία. Παρότι τα μοτίβα είναι γνώριμα, ο συγγραφέας πετυχαίνει τόσο την αβίαστη γέννηση συναισθήματος όσο και τη διατήρηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος, χωρίς να καταφεύγει στην υπερβολή και την επιτήδευση. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας των ιστοριών αυτών τούς επιτρέπει να δραπετεύσουν από το στενό χωροχρονικό καλούπι εντός του οποίου αρχικά χύθηκαν.
Ο Μιχάλης Αλμπάτης τοποθετεί το μυθιστόρημά του στην κρητική επαρχία στις αρχές της δεκαετίας του '50. Το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους περιστρέφεται γύρω από ένα κεντρικό εύρημα, μια ιδέα αρκετά πρωτότυπη. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής, στα δεκαπέντε του, θα παραστεί για πρώτη φορά σε κηδεία. Εκεί, τρομοκρατημένος και έκπληκτος, θα διαπιστώσει πως μπορεί να ακούσει τον νεκρό και να συνομιλήσει μαζί του. Παρότι η μικρή κοινωνία είναι έτοιμη να του φορέσει την ταμπέλα του λωλού, ο θείος του θα διακρίνει σ' αυτό το παράδοξο ταλέντο μια πιθανή πηγή πλουτισμού. Έτσι, φεύγουν από το μικρό χωριό προς αναζήτηση πελατών σε πολιτείες μεγαλύτερες.
Μια ιδέα από μόνη της, όσο πρωτότυπη ή καλή και αν είναι, δεν αρκεί και αυτό είναι κάτι που αποδεικνύεται συνεχώς σε απόπειρες καλών προθέσεων μα ανεπιτυχούς υλοποίησης. Ο Αλμπάτης τα καταφέρνει θαυμάσια, ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το εύρημά του είναι υποδειγματικός, ενώ η οξυδέρκεια και η φαντασία του είναι εμφανείς. Έχοντας ως άτυπο πλοηγό τον Δον Κιχώτη, ένα αρχετυπικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας ακολουθεί τον ανιψιό και τον θείο στις περιπέτειές τους. Ο συγγραφέας χωρίζει λειτουργικά το πολυσέλιδο μυθιστόρημα σε μικρά, σχεδόν αυτοτελή, κεφάλαια, ενώ παράλληλα συνεχίζει το κεντρικό νήμα αφήγησης, μέσα από το οποίο αναπηδά ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Με τον τρόπο αυτόν διατηρεί τον έλεγχο και αποφεύγει την αφηγηματική αποδυνάμωση, ενώ βρίσκει τον απαραίτητο χώρο ώστε να προσθέσει πλείστα ιστορικά στοιχεία, να αναδείξει διαχρονικές ιδιοπάθειες και να απλώσει τα απαραίτητα νήματα σύνδεσης με το σήμερα. Ο Αλμπάτης δεν αρκείται σε μια σειρά από κωμικοτραγικά συμβάντα, αλλά στοχεύει και πετυχαίνει ένα ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, που αποτίνει μεν φόρο τιμής και αγάπης στη λαϊκή γραμματεία, αλλά συγχρόνως φέρει κάτι φρέσκο και παιγνιώδες, με μια διάχυτη διάθεση αυτοϋπονόμευσης και παντελή έλλειψη σοβαροφάνειας.
Σε μια μακρά περίοδο καταφυγής στο βουκολικό παρελθόν, που ως αποτέλεσμα έχει την καρικατούρα και μια ελάχιστα καλυμμένη συντήρηση, ο Μπαρμπάτσης και ο Αλμπάτης δείχνουν έναν τρόπο γόνιμης συνομιλίας με το χτες μέσω της λογοτεχνικής οδού, χωρίς να εγκλωβίζονται και να ασφυκτιούν εντός του, χωρίς να μοιάζουν εγκεφαλικές και άψυχες κατασκευές. Η Λυκοχαβιά και το Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους αποτελούν ένα αξιοπρόσεχτο δείγμα της σύγχρονης ελληνικής γραμματείας.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 8 Οκτωβρίου. Το σύνδεσμο τον βρίσκετε εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου