Είχαν τόσες φορές παραστήσει ότι πεθαίνουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου που, όταν τη βρήκε καταματωμένη στη μέση του σαλονιού, έσκασε στα γέλια, πιστεύοντας ότι είχε μπροστά του κάποια σκηνοθεσία, ένα εντυπωσιακό τέχνασμα, για να τον ξαφνιάσει για τα καλά τούτη τη φορά, να τον βάλει κάτω, να τον αφήσει με το στόμα ανοιχτό, να τον κάνει να χάσει τα μυαλά του, να τον έχει.
Και όμως δεν ήταν καμιά σκηνοθεσία, κανένα τέχνασμα, δεν ήταν κάποιο ερωτικό παιχνίδι ενάντια στη ρουτίνα της καθημερινότητας, αλλά ένα αποτρόπαιο έγκλημα, στυγερό, η οριστική διάρρηξη της ρουτίνας τους, η μόνιμη απουσία εκείνης, το πέρασμά της στη χώρα των νεκρών, κάτω από το χώμα. Ο Γουάχς έμεινε με το στόμα ανοιχτό, έχασε το μυαλό του, ένιωσε να διασπάται σε εκατοντάδες χιλιάδες σωματίδια, τίποτα άλλο δεν μπορούσε να σκεφτεί παρά μόνο την ανεύρεση του δολοφόνου της γυναίκας του και όσο οι αρχές δήλωναν αδυναμία να συλλάβουν τον δράστη, παρά τη γρήγορη ταυτοποίηση, εκείνος ολοένα και τρελαινόταν, ολοένα και φλέρταρε με την ιδέα της εκδίκησης, να πάρει τον νόμο στα χέρια του, να τον εντοπίσει ο ίδιος, να τον σύρει στο γραφείο της εισαγγελίας. Η αναζήτηση θα τον οδηγήσει σ' ένα λαβύρινθο, από πόλη σε πόλη, περάσματα από οικισμούς αυτόχθονων πληθυσμών, θα έρθει σε επαφή με το οργανωμένο έγκλημα, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον ίδιο του τον εαυτό, θα κληθεί να απαντήσει στο ερώτημα ποιος πραγματικά είναι.
Η υπόθεση του βιβλίου τού Μουαουάντ παραπέμπει σε κάτι γνώριμο, μια ιστορία εκδίκησης, μια σκοτεινή ιστορία μ' ένα στυγερό έγκλημα στον πυρήνα του. Και θα ήταν απλώς κάτι τέτοιο αν ο συγγραφέας δεν επέλεγε να δώσει τον ρόλο του αφηγητή όχι σε κάποιον παντογνώστη ή στον ίδιο τον Γουάχς αλλά σε εκπροσώπους του ζωικού βασιλείου, που λειτουργούν ως αυτόπτες μάρτυρες σε κάθε βήμα της πλοκής, σε μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία διαδοχής. Η επιλογή και η χρήση του συγκεκριμένου ευρήματος αρχικά εντυπωσιάζει, έτσι όπως είναι σχετικά πρωτότυπη και έξω από το βασίλειο του αναμενόμενου. Σύντομα ωστόσο δημιουργεί ερωτήματα στον αναγνώστη, όχι τόσο ως προς τη λειτουργία της, η οποία είναι ικανοποιητική, αλλά σχετικά με τη δικαιολόγησή της, με το αν δηλαδή υπάρχει κάποια εξήγηση πειστική πέρα από τον εντυπωσιασμό και την επιδίωξη πρωτοτυπίας.
Ο Μουαουάντ δεν βιάζεται να φανερώσει τα χαρτιά του, επιμένει στην επιλογή του σχεδόν μέχρι το τέλος όταν και οι απαντήσεις στα ερωτήματα θα δοθούν και μάλιστα με τρόπο οργανικά ενταγμένο στην πλοκή. Έτσι, καταρρίπτονται διάφορες ενστάσεις και μικροεπιλογές που η αφήγηση των ζώων γεννά κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης. Πέρα από τις τελικές απαντήσεις, η συγκεκριμένη αφηγηματική επιλογή πετυχαίνει την αποστασιοποίηση από μια σκληρή ιστορία όπως αυτή, καθώς κάθε αφηγητής έχει μόνο μια μικρή γνώση της περιπλάνησης του Γουάχς, όντας μάρτυρας ενός μόνο επεισοδίου της πλοκής, ενώ αδυνατεί να γνωρίζει τις ενδόμυχες σκέψεις αλλά και τα συναισθήματα του Γουαχς, ο οποίος κρίνεται μόνο από τις πράξεις και τα λόγια του στους άλλους.
Ένα πέπλο σκεπάζει την ιστορία, ένα πέπλο που απορροφά μέρος των κραδασμών και των θορύβων, ο αναγνώστης βρίσκεται σε περαιτέρω απόσταση από τα επεισόδια που συνθέτουν την πλοκή και αυτό με τη σειρά του καθιστά πρωτότυπη μια ιστορία, στα βασικά της συστατικά, γνώριμη. Η διεύρυνση της απόστασης που χωρίζει τον αναγνώστη από την ιστορία αλλά και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή, η διαρκής υπενθύμιση πως άλλο δεν είναι παρά παρατηρητής εκ του μακρόθεν, λειτουργεί αντιστικτικά, καθώς μεγεθύνει παράδοξα την ηχώ και εντείνει το σκοτεινό συστατικό, προσθέτοντας ίσως και μια αληθοφάνεια που στηρίζεται στην απουσία συναισθήματος του εκάστοτε αφηγητή, έτσι όπως η αφήγηση φλερτάρει με το μη μυθοπλαστικό, επιτρέποντας στην υποψία πως όλα αυτά είναι γεγονότα πραγματικά να εισβάλλει και να καταλάβει χώρο, με αποτέλεσμα ο τρόμος να καθίσταται ολοένα και πιο απειλητικός.
Στο anima συναντά κανείς διάφορα λογοτεχνικά είδη, το μυστήριο, το νουάρ, την περιπλάνηση, το μεταποικιοκρατικό, το οικολογικό αλλά και το ιστορικοπολιτικό. Ο Μουαουάντ με μαεστρία και όραμα χτίζει την αφήγησή του, διακλαδώνοντας στην αναζήτηση του φονιά και την προσωπική ιστορία του Γουάχς την αναζήτηση της ίδιας του της ταυτότητας που οι αρχές της βρίσκονται στον Λίβανο, εκεί όπου εν μέσω σφαγής ο ίδιος, μικρό παιδί, έτυχε να γλιτώσει και να βρεθεί υιοθετημένος εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Και αυτή η αναζήτηση ταυτότητας ιδωμένη παράλληλα με το βιογραφικό του συγγραφέα, εντείνει περαιτέρω τη σύνδεση με το πραγματικό, δικαιολογώντας την απόφαση αφηγηματικής αποστασιοποίησης. Ο συγγραφέας αρνείται έναν συμβατικό τρόπο αφήγησης και επιλέγει ένα πιο δύσκολο και απαιτητικό μονοπάτι, μονοπάτι το οποίο όχι μόνο δεν στερεί από το μυθιστόρημα την αναγνωστική απόλαυση, αλλά την εντείνει. Οι θεατρικές του καταβολές είναι ορατές, αλλά ενταγμένες με τρόπο λογοτεχνικό, κάτι που φαίνεται ιδιαίτερα στα διαλογικά μέρη και δη σε εκείνα του Γουαχς με το μεγάλο κεφάλι της οργάνωσης, εκεί όπου εμφανίζεται η οριακή σκέψη της βίαιης απελευθέρωσης, της χαράς που η απώλεια δύναται να γεννήσει, εμφανίζεται ως μια προοπτική που το πένθος αργεί να φανερώσει, τη δυνατότητα για μια νέα αρχή.
Παρά τα διθυραμβικά λόγια που κατά καιρούς διάβαζα για το βιβλίο αυτό, δεν αποφάσιζα την ανάγνωσή του, ίσως γιατί με φόβιζαν οι προσδοκίες, ίσως γιατί το αφηγηματικό αυτό εύρημα ιδωμένο ανεξάρτητα της ανάγνωσης δεν διαθέτει την αναγκαία πειστικότητα. Έπρεπε, όπως και να 'χει, να εμφανιστεί μια μέρα η Α. και να μου το κάνει δώρο και μάλιστα με αφιέρωση: μόλις διάβασα τις πρώτες είκοσι σελίδες αυτού του βιβλίου, ήθελα να στο πάρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου