Αναπόφευκτα και για αρκετούς λόγους τα διαβάσματά μου ακολουθούν τις νέες εκδόσεις, κύρια της ξένης λογοτεχνίας και της μεγάλης φόρμας, ωστόσο δεν περιορίζονται αποκλειστικά και μόνο σε αυτές. Τουλάχιστον είναι κάτι που προσπαθώ να κάνω, αν και όχι πάντοτε με επιτυχία. Βιβλία όπως οι Ασκήσεις μνήμης του Χατζητάτση συνθέτουν μια ξεχωριστή δεξαμενή προς ανάγνωση, που έχει να κάνει με την ελληνική λογοτεχνία χωρίς το κριτήριο της πρόσφατης έκδοσης. Άλλωστε, μέγας ψεύτης και υποκριτής θα ήταν εκείνος που θα ισχυριζόταν πως έχει τακτοποιήσει άψογα τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Η ανάγνωση λειτουργεί αντιστρόφως ανάλογα, όσο περισσότερο διαβάζει κανείς, τόσο αυξάνονται τα βιβλία που επιθυμεί να διαβάσει, σ' έναν αγώνα εξ αρχής χαμένο από χέρι. Υπήρξαν αρκετοί εκείνοι που εκούσια ή ακούσια με προέτρεψαν να ασχοληθώ με τον συγκεκριμένο συγγραφέα και δη με αυτή τη συλλογή διηγημάτων. Η ώρα έφτασε.
Οι Ασκήσεις μνήμης περιλαμβάνουν τις δύο πρώτες συλλογές διηγημάτων (Έντεκα Σικελικοί Εσπερινοί, Στη σφενδόνη) του Τάσου Χατζητάτση, που αρχικά είχαν εκδοθεί μεμονωμένα από τις εκδόσεις Εντευκτήριο το 1997 και το 2000 αντίστοιχα. Μια πρώτη εντύπωση, κατά την ανάγνωση, προκαλεί το γεγονός της μάλλον αργοπορημένης εμφάνισης του γεννημένου το 1945 συγγραφέα στο εκδοτικό γίγνεσθαι, ιδιαίτερα με σημείο παρατήρησης τη σημερινή εποχή που κατακλύζεται εκδοτικά από παιδιά θαύματα. Ωστόσο, ο Χατζητάτσης υπήρξε για χρόνια ενεργό μέλος σε πλείστα λογοτεχνικά έντυπα, τόσο με διηγήματα όσο και με κριτικά σημειώματα. Και προκαλεί εντύπωση αυτή η διάσταση καθώς, ήδη από το πρώτο διήγημα της συλλογής, οι λογοτεχνικές αρετές είναι κάτι παραπάνω από ορατές.
Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για μια συλλογή διηγημάτων, αφού απουσιάζει το αβαντάζ της αναφοράς στην πλοκή, όπως συμβαίνει στα μυθιστορήματα. Θα μπορούσε, βέβαια, κανείς να αναφερθεί ξεχωριστά στην υπόθεση καθενός από τα διηγήματα, όμως κάτι τέτοιο το θεωρώ, μεταξύ άλλων, βαρετό τόσο ως προς τη γραφή όσο και ως προς την ανάγνωση. Εδώ, κρίνω σημαντικό να γίνει αναφορά στη συνοχή της συλλογής, στην έλλειψη του στοιχείου ενσωμάτωσης ετερόκλητων διηγημάτων με σκοπό αποκλειστικά και μόνο την έκδοση. Ο συνεκτικός ιστός δεν αρκεί να είναι χρονικός ή θεματικός, μάλλον πρόκειται για ζήτημα ύφους περισσότερο από ό,τι άλλο. Και ως προς αυτό και οι δύο συλλογές είναι άψογα δομημένες, το προσωπικό ύφος του Χατζητάτση, ευδιάκριτο ακόμα και σε μια πρώτη ανάγνωση, έρχεται να συναντήσει το ξεχωριστό, έστω και στις λεπτομέρειες, ύφος της κάθε συλλογής, ύφος που τις συνέχει και τις καθιστά ολοκληρωμένα και όχι αποσπασματικά έργα.
Και είναι το ύφος, μαζί με την αφήγηση και λιγότερο την πλοκή, που παραμερίζει τις θεματικές μου ενστάσεις που έχουν να κάνουν με το πλέον σύνηθες τρίπτυχο της ελληνικής λογοτεχνίας που αποτελείται από τη μικρασιατική καταστροφή, τον εμφύλιο και το πολυτεχνείο. Σημασία έχει, μου υπενθυμίζεται, ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας λέει την ιστορία του και ο Χατζητάτσης το κάνει με τρόπο, γλωσσικά και αφηγηματικά, μοναδικό, κομίζοντας κάτι προσωπικό σε έναν πολυχρησιμοποιημένο καμβά. Δεν εννοείται, δυστυχώς, η ύπαρξη οικονομίας, βασικό χαρακτηριστικό της μικρής φόρμας, γι' αυτό και πρέπει να ειπωθεί και να επαινεθεί. Καμία λέξη δεν περισσεύει εδώ, ενώ ταυτόχρονα τα διηγήματα μοιάζουν με παγόβουνα, ένα μικρός μόνο μέρος τους είναι ορατό, το μεγαλύτερο παραμένει βυθισμένο στα σκοτεινά νερά, αναγκαίο ωστόσο για την ισορροπία της κάθε κατασκευής. Αλλά, για να γυρίσω και στον θεματικό καμβά, εδώ η μεγάλη ιστορία δεν βρίσκεται στο επίκεντρο αλλά αποτελεί ένα μέρος του σκηνικού, οι ιστορίες των προσώπων της συλλογής διαδραματίστηκαν και προφανώς επηρεάστηκαν από το ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αλλά διαθέτουν την απαραίτητη ανεξαρτησία.
Τα πλέον εντυπωσιακά διηγήματα, σε μια συλλογή διόλου άνιση, είναι εκείνα με την απουσία τελείας (Ανέκδοτο άγονο, Το κίτρινο φουστάνι, Πότνα Ρέα). Εδώ ο Χατζητάτσης πατάει υψηλές κορυφές μαστοριάς. Τα διηγήματα επιβάλλουν τον δικό τους ρυθμό στον αναγνώστη, καλώντας τον να συντονίσει την αναπνοή του ώστε να μπορέσει να τα ακολουθήσει στη διαδρομή τους. Και δεν αρκείται σε αυτό, αλλά φροντίζει να τα παρεμβάλει σε διηγήματα με λόγο μάλλον κοφτό, και αυτή η αντιστικτική επιλογή όχι μόνο δεν ξενίζει αλλά αναδεικνύει και τις δύο αφηγηματικές επιλογές, απαλλάσσοντας τον συγγραφέα από την υποψία μανιέρας. Κάθε ιστορία, μοιάζει να μας λέει, υποδεικνύει τον τρόπο αφήγησής της. Τα διηγήματα των δύο αυτών συλλογών είναι υποδειγματικά, υπενθυμίζουν τις δυσκολίες της μικρής φόρμας, που συνήθως διαστρεβλώνονται σε ευκολίες γραφής, επιτελώντας και έναν ρόλο διδακτικό προς εκείνους που σκοπεύουν να ασχοληθούν με τη μικρή φόρμα.
Θα αναφερθώ ξεχωριστά στο διήγημα ο κύκλος της Αννελόρε και ο λόγος είναι η διακειμενικότητα, τα νήματα που η κάθε ανάγνωση περίτεχνα τοποθετεί στον αναγνωστικό αργαλειό. Διακειμενικότητα πρώτη: το διήγημα αυτό συνομιλεί με ένα από τα καλύτερα ελληνικά διηγήματα της νέας γενιάς, το Νόκερ του Δημοσθένη Παπαμάρκου, τόσο θεματικά όσο και συναισθηματικά. Η μετανάστευση βρίσκεται στο επίκεντρο, ο ιδιότυπος νόστος επιστροφής, η δουλειά στα σφαγεία, παρέα με την απογοήτευση και την κόπωση των χρόνων. Διακειμενικότητα δεύτερη: μέχρι πρόσφατα αγνοούσα τα πάντα σχετικά με την επίσκεψη του Σάχη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1967. Έμαθα σχετικά χάρη στο υβριδικό Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί που εκδόθηκε στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς από τις εκδόσεις Η βαλίτσα. Η διαμαρτυρία που οργανώθηκε και είχε ως αποτέλεσμα έναν νεκρό, αναφέρεται και στο διήγημα του Χατζητάτση, στο οποίο γίνεται επίσης αναφορά στην απόπειρα των Ελλήνων μεταναστών να οργανωθούν πολιτικά ενάντια στη δικτατορία, φωτίζοντας μια λιγότερο διάσημη εκδοχή της εποχής εκείνης, τις εστίες αγώνα εκτός συνόρων.
Παρά τα αποθεωτικά σχόλια που ακολουθούσαν το βιβλίο αυτό, οφείλω να παραδεχτώ πως έμπαινα στην ανάγνωσή του φορτωμένος με τριπλή αμφιβολία: μικρή φόρμα, θεματική και ελληνική λογοτεχνία. Γρήγορα αναγκάστηκα να παραδοθώ και να απολαύσω την ανάγνωση παρότι πατούσα σε έδαφος σαφέστατα ανοίκειο. Οι αμφιβολίες όταν υποχωρούν κάνουν έναν θόρυβο οξύ. Προσθέστε και τη δική μου προτροπή να διαβάσετε Χατζητάτση.
υγ. Για το Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου περισσότερα θα βρείτε εδώ, ενώ για το Καλημέρα σας, κυρία Παχλαβί εδώ.
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου