Επιστροφή στο ιστολογείν μετά την πάντοτε αναγκαία θερινή παύση.
Δεν ήταν ένας μη αναμενόμενος Αύγουστος αυτός, ακόμα και οι δυστυχίες που έφερε ήταν, μάλλον, αναμενόμενες, μια λούπα, ακόμα και έτσι όμως αναγκαίος και απαραίτητος. Η πραγματική αλλαγή χρονιάς είναι αυτή, όλα εκείνα που σχεδιάζει κανείς να κάνει, να αρχίσει, να διακόψει ή να συνεχίσει, μια μακροσκελής λίστα σημειώσεων και σκαριφημάτων, όλα είναι εδώ, ο Αύγουστος είναι μια υπόσχεση μετάβασης, εκεί δοκιμάζει κανείς να ράψει την πανοπλία για τη νέα σεζόν, για όσα εκείνη αναπόφευκτα –φοβάσαι ή ελπίζεις πως– θα φέρει. Τι και αν τα περισσότερα θα καταρρεύσουν με τον καλό μήνα ή τον καλό χειμώνα. Έτσι δεν γίνεται πάντα; Λούπα.
Παραδόξως, φέτος τον Αύγουστο, διάβασα αρκετά. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει συχνά. Το δέλεαρ του έξω κόσμου υπόσχεται και αποπλανά, τα πρόσωπα και η αλμύρα, η ανάγκη του βλέμματος να αναπαυτεί στη γραμμή του ορίζοντα, η διάρρηξη της ρουτίνας, επίσης. Όχι και οι πιο κατάλληλες συνθήκες για συγκέντρωση, η ζωή μοιάζει να συμβαίνει μόλις λίγο πιο πέρα. Τι συνέβη φέτος; Το πόρισμα θα αργήσει και μάλλον θα ρίξει τις ευθύνες στη μοίρα και την τυχαιότητα, κάπου μακριά και έξω από μένα τέλος πάντων, κάπου στο βασίλειο του ανορθολογικού. Με τον καιρό θα μιλήσουμε και για τα βιβλία αυτά, έστω για κάποια. Καθόλου παραδόξως, δεν πάτησα ούτε έναν πλήκτρο στον επεξεργαστή κειμένου. Να ξεκουραστεί και αυτός από τη βιάση των δακτύλων, μήπως και λίγο λείψουμε ο ένας του άλλου. Σκεφτόμουν συχνά τη φράση: η ανάγνωση είναι μια πράξη ενεργητική· κάποια στιγμή θέλω να γράψω ένα κείμενο σχετικό, να βάλω τις σκέψεις μου σε μια σειρά. Να ένα σκαρίφημα αυγουστιάτικο.
Μια φίλη διαβάζει για πρώτη φορά το 2666 και εγώ ζήλεψα εξαντλητικά τη δυνατότητα να διαβάσει κανείς για πρώτη φορά ένα βιβλίο όπως αυτό. Της έκανε εντύπωση που σε διάφορες σκοτεινές γωνιές του ψηφιακού κόσμου συνάντησε ενστάσεις βαρεμάρας για το τέταρτο κεφάλαιο. Δεν είναι λογοτεχνικό το διακύβευμα –μια λογοτεχνία αναχωρητική, αποσυνδεδεμένη από τη ζωή–, αλλά κοινωνικοπολιτικό, είναι η αντανάκλαση της αντιμετώπισης της πραγματικότητας με όρους κινητοποίησης του προσωπικού ενδιαφέροντος. Το βαρέθηκα αυτό το θέμα, ας περάσουμε στο επόμενο, λες και πρόκειται για ένα κουτσομπολιό και όχι για μια συντριβή. Και η φωτιά στη Δαδιά θα συνεχίζει να καίει.
Είδα έναν εφιάλτη, κατά μια έννοια λογοτεχνικό. Για κάποιο, αδιευκρίνιστο, λόγο, αποφάσισα να διαβάζω μόνο βιβλία που θεωρούσα εκ των προτέρων πως θα είναι κακογραμμένα και βαρετά και όχι μόνο να τα τελειώνω αλλά να ασχολούμαι περαιτέρω με αυτά σε μια απόπειρα να αναδείξω κάθε πτυχή συγγραφικής αποτυχίας, ένας Ρομπέν των σελίδων διατεθειμένος να χαρίσει οσμή και θέα αίματος στο διψασμένο κοινό. Ξύπνησα απογοητευμένος, μα τι ζωή θα 'ναι αυτή; Εγώ που νόμιζα πως ζόρι θα ήταν να διάβαζα μόνο αριστουργήματα, χάνοντας έτσι το όποιο αισθητικό κριτήριο, ένας μύλος που όλα θα τα άλεθε, βρέθηκα ξάφνου στον αντίποδα. Και δεν το σκέφτεσαι, με ρώτησε εκείνη. Ευτυχώς δεν κρατήθηκε και γέλασε σχεδόν αμέσως.
Κάπου πήρε το μάτι μου μια ένσταση σχετικά με τη συνήθη δυστοπική προοπτική της λογοτεχνίας επιστημονικής φαντασίας. Έχω βαρεθεί, έλεγε μέσες άκρες, πάντοτε να περιγράφεται ένας φρικώδης μελλοντικός κόσμος, χωρίς καμιά πινελιά ελπίδας. Το διακύβευμα και πάλι δεν είναι λογοτεχνικό, αλλά κοινωνικοπολιτικό, όπως και η πραγματική φύση της λογοτεχνίας του φανταστικού. Για να ελπίζει κανείς σε ένα καλύτερο αύριο, και άρα να γράφει γι' αυτό, απαιτείται πίστη στους σημερινούς κρατούντες των ινίων του κόσμου. Η τεχνολογική πρόοδος, το κυρίως ζητούμενο, από μόνη της δεν είναι καλή ή κακή, αυτό εξαρτάται –σιγά τη σοφία θα πείτε– από τη χρήση της. Ο επιθετικός προσδιορισμός προφητικός θα έκανε –θέλω να πιστεύω– τους –από καιρό πεθαμένους– συγγραφείς να νιώθουν, τουλάχιστον, άβολα.
Κάποιο βράδυ, συνοδεία αλκοόλ και με εμφανή την κόπωση της ολοήμερης έκθεσης στον ήλιο, συζητώντας για, τι άλλο παρά, λογοτεχνία, φτάσαμε σε ένα γνώριμο σημείο, στο ζήτημα της βαθμολόγησης των –στην προκειμένη περίπτωση– βιβλίων. Ίσως, ο αντίλογος έλεγε, κάτι τέτοιο να λειτουργούσε βοηθητικά σε ένα κείμενο παρουσίασης/κριτικής, να το έκανε ταλιράκια για τον επίδοξο αναγνώστη. Είναι γνώριμο σημείο όχι μόνο σε συζητήσεις αλλά και στις κατά καιρούς σκέψεις σχετικά με το Goodreads, στο οποίο δεν κάνω λογαριασμό, παρότι συχνά πυκνά με δελεάζει η ιδέα περαιτέρω ψηφιακής παρουσίας –γνωστό και ως ψώνιο ή ματαιοδοξία, που ποιος είμαι για να μην υποφέρω– ακριβώς εξαιτίας αυτής της υποχρέωσης. Συνθήκη που αναπόφευκτα οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε μαθηματικές στρεβλώσεις, από τη φύση τους απόλυτες, εκεί όπου ο Τόμας Μαν, για παράδειγμα, λαμβάνει χαμηλότερη βαθμολογία από έναν –ούτε καν υποσχόμενο– εγχώριο γραφιά.
Διαβάζω, πάντοτε το κάνω, αντίστοιχα εναρκτήρια κείμενα από αλλοτινούς Σεπτέμβρηδες. Αυτό εδώ δεν είναι τόσο ποιητικό, νοσταλγικό ή γεμάτο από προσδοκίες αλλά και φοβίες. Και εδώ το πόρισμα αργότερα θα βγει, προς το παρόν με καθησυχάζω, γράφω, μου λέω, αυτό που νιώθω, αυτό που –ανάμεσα σε άλλα– είμαι. Άντε να δούμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου