Έγιναν έτσι τα πράγματα ώστε πιάνοντας στα χέρια μου το βιβλίο αυτό ήδη να έχω ακούσει αρκετά γι' αυτό από αναγνώστες και αναγνώστριες που εμπιστεύομαι την κρίση και τη ματιά τους και ήταν τα όσα άκουσα διφορούμενα και κάλυπταν ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων και αξιολογήσεων, τέτοιο που περισσότερο έθρεψαν τις αμφιβολίες και τις επιφυλάξεις μου, παρά πίστωσαν τον οβολό τους στον λογαριασμό των προσδοκιών. Οι προσδοκίες μου εν πολλοίς είχαν να κάνουν με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση ενός μεσήλικα που συνειδητοποιεί πως πια βρίσκεται στο δεύτερο μισό της ύπαρξης, εκεί που τα πράγματα παγιώνονται και οι δεύτερες ευκαιρίες εκλείπουν από το μενού δυνατοτήτων, έστω και ως ψευδαίσθηση της νεανικής πίστης σε έναν παντοδύναμο εαυτό. Σε αυτό το σχήμα ας προστεθεί η ιδιότητα του συγγραφέα που ο αφηγητής φέρει, το γεγονός πως η αφήγηση εν πολλοίς είχε να κάνει με την ποιητική της κατασκευής ενός επόμενου βιβλίου, που θα πετύχαινε να τραβήξει τον συγγραφέα από τα στάσιμα νερά της μη έμπνευσης ή την αποτυχία υλοποίησης των όποιων σπερμάτων αυτής.
Η πρόσκληση από το Κέντρο Ντόιτερ, στο Βάννζεε του Βερολίνου, για μια τρίμηνη υποτροφία συγγραφής, έμοιαζε να είναι η ευκαιρία του αφηγητή να αφήσει πίσω του μια παγιωμένη, παρότι απέξω ευτυχή, ρουτίνα ύπαρξης και να βρεθεί κάπου μακριά από τη Νέα Υόρκη, τη σύζυγο και το παιδί και όσα η μόνιμη ζωή απαιτεί, με μοναδική υποχρέωση να γράψει το ιδιότυπο δοκίμιο που είχε κατά νου σχετικά με τη γερμανική λυρική ποίηση του 19ου αιώνα. Το Κέντρο Ντόιτερ, όραμα ενός εκλιπόντος πλουσίου, στηρίζεται στην ανοιχτότητα, την οποία και επιβάλλει στα μικρά γράμματα του συμβολαίου που οι συμμετέχοντες καλούνται να υπογράψουν πριν από την άφιξή τους εκεί. Ανοιχτότητα που έχει να κάνει με τη συμμετοχή στην καθημερινότητα του κέντρου, τη συνύπαρξη με τους υπόλοιπους υπότροφους, τη συστηματική παρουσία στο κοινό δωμάτιο εργασίας.
Η αφήγηση ξεκινάει ήδη από τη Νέα Υόρκη, την παραμονή του ταξιδιού, με έναν τρόπο εντυπωσιακό που συμπυκνώνει, παρά τη δεδομένη ατομική της ιδιαιτερότητα, μια κοινή ανθρώπινη εμπειρία τέλματος και υπαρξιακής αγωνίας, για να συνεχίσει με τις πρώτες μέρες στη Γερμανία, τις ιδιαιτερότητες του κέντρου και την απόπειρα του αφηγητή να τις φέρει στα μέτρα του. Ήδη από την άφιξή του η προσδοκία της απόλυτης αφοσίωσης στη συγγραφή αρχίζει να χάνει τη δύναμή της, η αναβολή από μέρα σε μέρα, η δικαιολόγηση πίσω από τη δήθεν αναγκαία έρευνα και τις χρονοβόρες διαδικτυακές διαδρομές, η ανάγκη για αποσύνδεση από τη μέχρι πρότινος ακριβή καθημερινότητά του, η επιθυμία να γνωρίσει το μέρος, αλλά, κυρίως, η κατάθλιψη που αναπόφευκτα τον συνόδευσε ως εκεί, κερδίζουν ολοένα έδαφος, εισάγοντας σύντομα μια νέα καθημερινή ρουτίνα.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση και ο φαινομενικά παροντικός της χρόνος, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο, κατέστησαν την ανάγνωση πυρετική από τις πρώτες κιόλας γραμμές. Ο Κούνζρου καταφέρνει με δεξιοτεχνία να τυλίξει τον αναγνώστη στον ιστό στον οποίο ο ίδιος ο αφηγητής είναι εγκλωβισμένος, με μαεστρία τον παρασέρνει στην εν πολλοίς υποκειμενικά κατασκευασμένη πραγματικότητα, πετυχαίνοντας να της προσδώσει έναν χαρακτήρα ανοίκειο και εγκεφαλικό, πραγματικότητα της οποίας φαινομενικά και μόνο ο αφηγητής έχει τον έλεγχο. Έτσι, ο αναγνώστης παρασέρνεται παρέα με εκείνον στην πτώση, στον ολοένα και πιο αδιέξοδο εγκλωβισμό, την ώρα που τα φαντάσματα όλο και καταλαμβάνουν τον χώρο που η βύθιση του αφηγητή αφήνει ελεύθερο. Η αληθοφάνεια της πτώσης αυτής, η αφηγηματική της αποτύπωση, αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο συγγραφικό επίτευγμα, τουλάχιστον για ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου. Ο τρόπος με τον οποίο οι εμμονές κυριαρχούν και που το πραγματικό διαθλάται, καθιστούν τον αφηγητή θύμα του ίδιου του του εαυτού, κλείνοντας ερμητικά τις όποιες εξόδους κινδύνου, διασπώντας το όποιο λογικό ανάχωμα συναντά στην πτώση του.
Δύο άλλα βιβλία θυμήθηκα κατά τη διάρκεια αυτής της πτώσης, Το τρίτο ράιχ, ίσως το πλέον παρεξηγημένο ως προς την αξία του μυθιστόρημα του Ρομπέρτο Μπολάνιο, και το Στο Κάσελ δεν υπάρχει λογική, το διαβολεμένα σατιρικό μυθιστόρημα του Ενρίκε Βίλα Μάτας. Το Κρέας για τους λύκους αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο μια σύνθεση των δύο. Από τη μια, η καταβύθιση σε μια ιδιόχειρα κατασκευασμένη πραγματικότητα, εκεί που το παιχνίδι στρατηγικής μετατρέπεται σε ταμπλό ύπαρξης για τον ήρωα με την αναβίωση των φαντασμάτων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και από την άλλη η σάτιρα των προγραμμάτων φιλοξενίας, η παρουσία του Μάτας στην διαβόητη έκθεση μοντέρνας τέχνης στο Κάσελ της Γερμανίας, εκεί όπου η έκθεση του εαυτού αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μικροκόσμου στον οποίο μεταβάλλεται για κάποια περίοδο η, κατά τα άλλα αδιάφορη, επαρχιακή πόλη.
Οι ενστάσεις που προλόγισα περισσότερο είχαν να κάνουν με την πολιτική θέση του Κούνζρου έτσι όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από την αφήγηση, αλλά και τις επιφυλάξεις σχετικά με το αν τελικά η κατασκευή αυτή λειτουργεί και νοηματοδοτείται. Ενστάσεις κατανοητές και αναπόφευκτες θα έλεγα, κυρίως ως προς την πολιτική θέση απέναντι στο κακό, στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το ζήτημα του νεοφασισμού σε σύγκριση με το κομμουνιστικό παρελθόν της Γερμανίας, ή πώς μοιάζει να το διαχειρίζεται τέλος πάντων, σε περίπτωση που η ανάγνωση οδηγήσει στο συμπέρασμα πως η πολιτική πλευρά του βιβλίου αποτελεί κεντρικό άξονα περιστροφής και αναγνωστικής πρόσληψης. Το Κρέας για τους λύκους, έτσι όπως το εξέλαβα εγώ τουλάχιστον, είναι ένα μυθιστόρημα με μανδύα κωμικό, για όσους γελάνε με βιντεάκια ανθρώπινων πτώσεων, με πολιτική απόχρωση για όσους την αναζητούν, όμως, πρωτίστως, και με δεδομένα τα δύο συστατικά ως χροιά, είναι ένα βαθιά υπαρξιακό μυθιστόρημα, κατ' επίφαση αυτομυθοπλαστικό, που πετυχαίνει να διέλθει από σκοτεινές ατραπούς του μυαλού και κρίνοντάς το ως τέτοιο είναι ένα πετυχημένο μυθιστόρημα, με κύριο προσόν την αληθοφάνεια μιας ανοίκειας εμπειρίας αλλά και τη συγχρονία και τον τρόπο με τον οποίο αυτή εισέρχεται.
Οι όποιες ενστάσεις μου έχουν να κάνουν κυρίως με τον τρόπο που ο Κούνζρου εξέρχεται της αφήγησης, όμως, σε ένα κείμενο παρουσίασης, καλό είναι να μη γίνονται τόσο καθοριστικές αποκαλύψεις επί της πλοκής. Δεν χρησιμοποίησα τυχαία τον επιθετικό προσδιορισμό πετυχημένο κρίνοντας παραπάνω το μυθιστόρημα, αντί κάποιου πιο ενθουσιαστικού, όπως σημαντικό ή σπουδαίο, για παράδειγμα, και αυτό εν πολλοίς έχει να κάνει με την τελική γεύση που η ανάγνωση μου άφησε, ανάγνωση κατά τα άλλα με τον τρόπο της απολαυστική και φρενήρης. Η απομάκρυνση από το βιβλίο, τις ημέρες αυτές που μεσολάβησαν μέχρι το κείμενο αυτό, αποδείχτηκε τελικά φθοροποιός, παρότι φαινομενικά οι προσδοκίες μου σε μεγάλο βαθμό καλύφθηκαν, απόδειξη πως κάτι τέτοιο δεν είναι απόλυτη συνθήκη αξιολόγησης ενός βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου