Ο καιρός πέρασε, ο καιρός ήρθε. Ο δράκος της Πρέσπας, η τριλογία της Ιωάννας Μπουραζοπούλου, ολοκληρώθηκε, επιτέλους και ευτυχώς. Το πρώτο μέρος, Η κοιλάδα της λάσπης, εκδόθηκε το 2014, το δεύτερο μέρος, Κεχριμπαρένια έρημος, το 2019, Η μνήμη του πάγου, λίγο πριν ολοκληρωθεί το 2023. Η ολοκλήρωση ήταν αρκετή για να τοποθετήσει τον Δράκο της Πρέσπας στα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23, και πώς αλλιώς ύστερα από τέτοια υπομονή και αναμονή. Δεν κρύβω πως στην άκρη του μυαλού μου κρυβόταν ο φόβος του ανολοκλήρωτου, δεν ήταν κάτι, θέλω να πω, που το θεωρούσα δεδομένο, δεν είμαστε συνηθισμένοι εδώ σε τέτοια φιλόδοξα πρότζεκτ. Η φιλοδοξία είναι μια λέξη κλειδί για την αναγνωστική εμπειρία, η υπομονή και η αναμονή ανταμείφθηκαν.
Ας ξεκαθαρίσω κάτι ακόμα. Η λογοτεχνία του φανταστικού, την οποία η Μπουραζοπούλου υπηρετεί, δεν είναι ακριβώς του γούστου μου. Έχοντας ωστόσο διαβάσει το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ και την Ενοχή της αθωότητας, με βεβαιότητα μπορούσα να πω πως η περίπτωση της Μπουραζοπούλου αποτελούσε την ξεχωριστή και καλοδεχούμενη εξαίρεση ενός κανόνα υποκειμενικού, ικανή να τοποθετήσει ένα μεγάλο θέλω στην αναμονή της τριλογίας αυτής. Η πρόθεση ήταν να βυθιστώ στις χίλιες πεντακόσιες περίπου σελίδες του έργου αυτού, να βυθιστώ στον κόσμο που η συγγραφέας έστησε πέριξ της λίμνης της Πρέσπας μετά την εμφάνιση του δράκου στα νερά της και έτσι έκανα.
Η συνθήκη αυτή, η εμφάνιση του δράκου και τα παρελκόμενά της, αποτελεί στην ουσία το μοναδικό ανοίκειο συστατικό του χωροχρονικού σκηνικού. Οι χώρες της βαλκανικής χερσονήσου ταλανίζονται από οικονομικές δυσκολίες, η ανάγκη για επαναδιαπραγμάτευση του υπέρογκου εξωτερικού τους χρέους είναι απαραίτητη και οδυνηρή για τη ζωή των κατοίκων της. Η Τράπεζα, εξέλιξη διαφόρων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων με σκοπό την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη με κάθε κόστος, χωρίς κοινωνικοπολιτικές ευαισθησίες, θα διακρίνει πίσω από την εμφάνιση του μυστηριώδους αυτού πλάσματος μια οικονομική ευκαιρία. Θα ωθήσει στην έξοδο τους κατοίκους των χωριών στα περίχωρα της λίμνης και θα αποκτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της ζώνης ενδιαφέροντος. Σε κάθε μια από τις τρεις όχθες θα αναπτυχθούν οικισμοί δρακολόγων, με στόχο τη μελέτη και την κατανόηση του δράκου. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ανταγωνισμός, βούτυρο στο ψωμί της Τράπεζας και του αδυσώπητου επιτρόπου της στην περιοχή.
Την εμφάνιση του δράκου ακολούθησαν μια σειρά από φυσικά φαινόμενα, οι δύο λίμνες ενώθηκαν και έγιναν μία, ενώ ο καιρός σε κάθε μια από τις ακτές είναι διαφορετικός, ακατάπαυστη βροχή στη νότια, ξηρασία στην ανατολική και δριμύ ψύχος στη δυτική. Ο τρόπος προσέγγισης του φαινομένου είναι επίσης διαφορετικός: «Η νότια όχθη και η συνακόλουθη αγορά της υποστήριζαν πως ο δράκος είναι ένα προϊστορικό τέρας με κεφάλι βονάσου και φτερά νυχτερίδας, που η επανεμφάνισή του προκάλεσε διαρκή βροχή, ανεβάζοντας τη στάθμη του νερού στη λίμνη και μετατρέποντας την περιβάλλουσα ξηρά σε βάλτο. Η ανατολική όχθη και οι οπαδοί της πάλι, επέμεναν πως ο δράκος είναι ένας εξωγήινος εισβολέας, που έχει τη μορφή κεχριμπαρένιας άμμου, έφερε ξηρασία και μετέτρεψε την Πρέσπα σε καυτή έρημο. Ήταν αδύνατο οι υποστηρικτές της δυτικής όχθης να πάρουν στα σοβαρά τους παραπάνω ισχυρισμούς και να μην τους αντιμετωπίζουν με καχυποψία». Καχυποψία και ανταγωνισμός, ποιος καλύτερος συνδυασμός για να ελέγχει κανείς πλήρως τρεις γείτονες πληθυσμούς.
Κάθε βιβλίο διαδραματίζεται και σε μία από τις όχθες, με την Μπουραζοπούλου με μαεστρία να απλώνει τα νήματα που θα κινήσουν την παράλληλη ιστορία, τα γεγονότα και τις ανατροπές που θα επηρεάσουν και τις τρεις πλευρές. Καθοριστική αφηγηματικά είναι η ικανότητα της συγγραφέως να ελέγχει και να διαχειρίζεται τον χρόνο. Έτσι, σε κάθε βιβλίο πετυχαίνει να προβεί στις απαραίτητες αναλήψεις από το παρελθόν, ώστε ο αναγνώστης να εξοικειωθεί με τις ιδιάζουσες συνισταμένες της κάθε όχθης, τα όσα προηγήθηκαν και οδήγησαν στο αφηγηματικό σήμερα, ενώ ταυτόχρονα προωθεί την πλοκή ώστε να φτάσει εγκαίρως στο σημείο τομής, στο παρόν της αφήγησης, με τρόπο συντεταγμένο και δικαιολογημένο ως αλληλουχία των γεγονότων. Ο αφηγηματικός αυτός τρόπος είναι που ταυτόχρονα επιτρέπει στον αναγνώστη να εισέλθει από όποια πλευρά της λίμνης προτιμά, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να ακολουθήσει τη σειρά των βιβλίων. Βέβαια, εγώ, κάπως συντηρητικά ίσως, θα επέμενα στη σειρά που η συγγραφέας όρισε.
Σε αντιστοιχία με τη διαχείριση του χρόνου, έτσι και ως προς το περιεχόμενο της πλοκής, η Μπουραζοπούλου ικανοποιεί ταυτόχρονα δύο απαιτήσεις. Η μια έχει να κάνει με το ιδεολογικό, κοινωνικό, επιστημονικό, ανθρωπολογικό περιεχόμενο της κάθε ακτής, τη σύνθεση των δρακολογικών ομάδων, τα χαρακτηριστικά όσων τις αποτελούν, τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους κατά τη στράτευσή τους, η άλλη με διάφορα γεγονότα, λιγότερο ή περισσότερο σύγχρονα, που αποδίδονται στον δράκο, εγκλήματα, οικονομικές ατασθαλίες, υπόγειες και παρασκηνιακές συμφωνίες. Με τον τρόπο αυτό κατορθώνει να κατασκευάσει και να κινήσει μια σύνθετη και πολύπτυχη πλοκή, η οποία πατάει στέρεα σε διάφορες αρχές που γνωστοποιήθηκαν έγκαιρα στον αναγνώστη, χωρίς να μοιάζουν και να είναι παράταιρες, ενώ ταυτόχρονα η δράση επιταχύνει δημιουργώντας την επιθυμία να διαβάσεις τι θα συμβεί παρακάτω.
Η φιλοδοξία χαρακτηρίζει από άκρη σε άκρη τη συνολική κατασκευή, η φαντασία σε σημεία είναι οργιαστική, η επιμονή στη λεπτομέρεια καθοριστική, η σύνδεση των γεγονότων μεταξύ τους απαραίτητη για να διατηρηθεί αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, ευρήματα λειτουργικά, με κύριο εκείνο του εγκιβωτισμένου θεατρικού έργου, αλλά και τους μικροκόσμους της κάθε όχθης. Η Μπουραζοπούλου συνθέτει ένα παραμύθι ενηλίκων, που λειτουργεί ως παραβολή, αλλά δεν εγκλωβίζεται ούτε περιορίζεται στο σώμα της. Η ιστορία, θέλω να πω, στέκει ενδιαφέρουσα και αυτάρκης, παρότι ταυτόχρονα φέρει ευκρινώς αναλογίες με τη δική μας, μακριά από τον δράκο της Πρέσπας, οικονομική και κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αλλά και σε άλλα φλέγοντα ζητήματα γειτνίασης. Ο δράκος, θέλω να πω, υπήρχε και θα υπάρχει, σε διάφορες μορφές και εκφάνσεις, η Μπουραζοπούλου, με τον τρόπο της, σχολιάζει την πραγματικότητα, με όχημα τη φαντασία, χωρίς ωστόσο να επιθυμεί να παράξει άνευρη, προφανή και διδακτική πολιτική, αλλά λογοτεχνία αξιώσεων, παρά τους όποιους αναπόφευκτους ειδολογικούς περιορισμούς.
Επιτυχής υπήρξε και ο τρόπος με τον οποίο η συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία, απόδειξη πως εξαρχής γνώριζε που θα την οδηγήσει ο δρόμος της συγγραφής, όποιες και όσες παρακαμπτηρίους οδούς και αν πήρε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού αυτού. Ο δράκος της Πρέσπας επιβεβαίωσε πως η Μπουραζοπούλου αποτελεί για μένα μια συγγραφική εξαίρεση, καθ' υπερβολή θα έλεγα πως είναι η καθ' ημάς Τοκάρτσουκ, μια γεννήτρια παραγωγής ιστοριών που ίπταται με χάρη πάνω από τον ατόφιο ρεαλισμό, τον γεμάτο απομάγευση και ενοχλητικά όρια. Η καταβύθιση στο σύμπαν που κατασκεύασε και έθεσε σε λειτουργία σίγουρα αποτελεί ένα χάι λάιτ της αναγνωστικής μου πραγματικότητας. Η υπομονή και η αναμονή επιβραβεύτηκαν και με το παραπάνω.
υγ. Για το Τι είδε η γυναίκα του Λοτ περισσότερα εδώ, για την Ενοχή της αθωότητας εδώ. Για Τα δέκα καλύτερα βιβλία που δεν διάβασα το '23 εδώ.
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου