Πριν από τρία χρόνια είχα διαβάσει το Τζίντιλι και το είχα βρει εξαιρετικό ως προς τη σύλληψη, τη σύνθεση και την εκτέλεση, πετυχημένο παρότι η συγγραφική φιλοδοξία του Χριστόπουλου έθεσε τον πήχη αρκετά ψηλά, ένα μυθιστόρημα που ανήκει στο υποείδος της οικολογοτεχνίας και διαδραματίζεται στα φανταστικά Σόθιψα, χωριό της Εορδαίας, με το υπέδαφός του, γεμάτο από λιγνίτη, να υποχωρεί. Περίμενα, λοιπόν, με ενδιαφέρον το επόμενο βιβλίο του, που τελικώς κυκλοφόρησε στις αρχές της χρονιάς, πάντοτε με τη φροντίδα και την καλαισθησία των εκδόσεων Το Ροδακιό. Έλα να παίξουμε.
Όλα αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια, κι όμως δεν πρόκειται να τα ξεχάσω. Σκόπευα να τα κρατήσω για πάντα στο συρτάρι μου. Τελικά, αποδεχόμενος την πρόταση ενός εκδότη, είπα να τα τυλίξω σε ένα βιβλίο, τώρα που ο χρόνος άμβλυνε τη δραματικότητά τους και μπορώ να τα δω πιο ψύχραιμα· να επικεντρωθώ στην απόσταση που πήρα, να γίνω ορατός και να δώσω τέλος στην προηγούμενη ζωή μου, αν και ακόμα μουδιασμένος από το τραύμα. Μην ανησυχείτε, δε σκόπευα να αυτοκτονήσω και να τους κάνω τη χάρη. Τις νύχτες αφήνομαι στη σιωπή μου, δεν τη φοβάμαι πια, την εξημέρωσα Να μιλήσω ήθελα για το γλυκόπικρο φίλεμα που μας επιφυλάσσει η ίδια η ζωή όταν απεγνωσμένα διεκδικούμε την αλήθεια που απελευθερώνει, κι ας είναι επώδυνη η ρουφιάνα. Να πω αυτή την ιστορία, που δεν είναι μόνο δική μου και χρόνια τώρα επαναλαμβάνεται.
Ο αφηγητής χρησιμοποιεί ένα σύντομο εισαγωγικό σημείωμα στο κατώφλι της αφήγησής του, νιώθοντας την ανάγκη να εξηγήσει στον υποψήφιο αναγνώστη το γιατί και το πρέπει της αφήγησης αυτής. Ο θάνατος του πατέρα του, κατά κάποιο τρόπο τον απελευθέρωσε, επιτρέποντας στο φάντασμά του να τριγυρίζει στις σελίδες αυτές, χωρίς να έχει τη δύναμη της δράσης πια. Ένας παράδοξος επικήδειος που δεν εκφωνήθηκε πάνω από το μνήμα. Εγκαταλείποντας το πρώτο πρόσωπο, το γεμάτο συναίσθημα και ανάγκη για εξηγήσεις και επισημάνσεις, θα βρει καταφύγιο στο τρίτο πρόσωπο ενός παντογνώστη αφηγητή που απολαμβάνει την αποστασιοποίηση από τα δυσβάσταχτα για τον επίδοξο συγγραφέα γεγονότα που καθόρισαν μεγάλο μέρος της ζωής και του χαρακτήρα του.
Ο τίτλος, αντιστικτικός του περιεχομένου, αναπόφευκτα αναλαμβάνει και φέρει κάτι από το παρελθόν, από τα παιδικά χρόνια, όταν όλα ετούτα ξεκίνησαν να έχουν ως πρόσωπο της πλοκής τον Στέργιο Σιδέρη, αποδεικνύεται ιδιαιτέρως λειτουργικός και εύστοχος, εκτός από απλά εμπνευσμένος. Η αφήγηση ξεκινάει μια γκρίζα αυγή του Φλεβάρη του '92 στην πύλη Ε9 του λιμανιού τον Πειραιά, απ' όπου το καράβι της γραμμής ετοιμάζεται να αναχωρήσει με προορισμό, μεταξύ άλλων, τη Σίφνο, τόπο καταγωγής της μητέρας του, εκεί που ο Σιδέρης πρόκειται να αναλάβει αγροτικός γιατρός. Μια διπλή αφήγηση ξεκινάει, μια στο αφηγηματικό παρόν, η καθημερινότητα ενός αγροτικού γιατρού στο νησί, μια στάλα γης καταμεσής του Αιγαίου, και μια από το παρελθόν, γεμάτο από σιωπές και μυστικά, που αναπόφευκτα, κάποια στιγμή ξαφνικά και αναπάντεχα, θα χτυπήσουν με επιμονή την πόρτα, απαιτώντας να περάσουν στο εσωτερικό και να θρονιαστούν γυρεύοντας την αμοιβή τους.
Αυτό το πάντρεμα, η αλληλουχία των δύο αφηγήσεων, είναι το πρώτο στοίχημα που αργά και σταθερά οικειοποιείται ο Χριστόπουλος, καθιστώντας το λειτουργικό, έχοντας τον ρόλο της σκαλωσιάς επί της οποίας θα τοποθετηθούν κομμάτι το κομμάτι τα μέρη, μικρά, μεγάλα, σημαντικά και ασήμαντα, της ιστορίας. Ο αναγνώστης σταδιακά εξοικειώνεται, μέχρι που κάποια στιγμή οι δύο αφηγήσεις διασταυρώνονται πυκνά και γίνονται μία, χωρίς αυτό να συσκοτίζει και να μπερδεύει. Και η ιστορία που έχει να αφηγηθεί ο συγγραφέας, η ιστορία του Σιδέρη, είναι μια δυνατή ιστορία, που δεν είναι μόνο δική του αλλά επαναλαμβάνεται. Κρατήστε το αυτό το τελευταίο. Για την πρόοδο και την ολοκλήρωση της κατασκευής αυτής, ο Χριστόπουλος χρησιμοποιεί δύο βασικά χαρακτηριστικά της γραφής του, όπως αυτά φανερώθηκαν σε πλήρη έκταση ήδη από το Τζίντιλι, την αφηγηματική άνεση και τη γλωσσική φροντίδα, απαραίτητα και καθοριστικά συστατικά για την παραγωγή καλής λογοτεχνίας.
Και αν η αφηγηματική άνεση είναι a priori ένα λογοτεχνικό στοιχείο που επιζητώ, η γλωσσική φροντίδα, ως ενδεχόμενο, με γεμίζει με αμφιβολίες και ενστάσεις, πριν διαβώ το κείμενο και εξακριβώσω ιδίοις όμμασι το εύρος της, γνωρίζοντας πως η υπερβολή στην ποιητικότητα είναι κάτι που συχνά μου προκαλεί δυσανεξία, εξοβελίζοντάς με από την αναγνωστική συνθήκη. Ο Χριστόπουλος κινήθηκε στο λεπτό αυτό όριο χωρίς να χάσει την ισορροπία του, παρότι κάποιες στιγμές κάτι τέτοιο έδειχνε επικίνδυνα επίφοβο να συμβεί. Αυτή η τελική ισορροπία αποτελεί για μένα το πλέον κερδισμένο κομμάτι της συγγραφικής φιλοδοξίας, αφού πετυχαίνει να περιποιηθεί γλωσσικά την αφήγησή του χωρίς να τη βαρυφορτώσει με αχρείαστα και περιττά στολίδια, εν είδει επίδειξης μιας ικανότητας που η –φιλολογική του– σκευή αναμφίβολα διαθέτει. Το ίδιο συμβαίνει και με το συναίσθημα. Η τριτοπρόσωπη αφήγηση επιτρέπει την αβίαστη αναπνοή του κειμένου, αποφεύγοντας τους σκοπέλους του εκβιασμού και του εξαναγκασμού του αναγνώστη, απομακρύνοντάς τον από τον πυρήνα της ιστορίας, κουράζοντάς τον και προδίδοντας την ίδια την εισαγωγική εξομολόγηση/δέσμευση του ίδιου του Σιδέρη.
Το τραύμα και η εγγύτητα με το κακό, η βίωση και η επεξεργασία τους για την ακρίβεια, έτσι όπως ανεβαίνουν, παρά το βάρος τους, στην επιφάνεια, αποτελούν το ισχυρό δίπολο που διατρέχει τις σελίδες αυτού του μικρού σε έκταση μυθιστορήματος, η ανάγκη του Σιδέρη, έστω και με δεκανίκι έναν τριτοπρόσωπο αποστασιοποιημένο αφηγητή, να βάλει τα κομμάτια στη θέση τους, να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να κατανοήσει και να συμφιλιωθεί, να φροντίσει την πληγή, να αναμετρηθεί με το πλέον οδυνηρό και δύσκολο στην αποδοχή σκέλος πως αυτή η ιστορία, παρότι αναμφίβολα υποκειμενική στην πρόσληψη και τη διέλευση, τίποτα το διαφορετικό δεν έχει από αντίστοιχες άλλες, πως όλα αυτά δεν τον καθιστούν έναν λαμπερό και συνάμα τραγικό πρωταγωνιστή ενός πρωτοφανούς δράματος, παρά έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα του παιδικού και ενήλικου τραύματος της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, της διαρκούς αναμέτρησης με ένα παρελθόν σκοτεινό, γεμάτο από μυστικά και ψέματα, ενσωματωμένα από καιρό, μέρος της ίδιας μας της ταυτότητας, βαρύ φορτίο στις πλάτες, που καθιστούν τελικώς ελλειμματική και υπό αίρεση την περιβόητη γαματοσύνη που με μια ντουντούκα ανά χείρας διατυμπανίζαμε αφελώς και ανεφελώς άλλοτε.
Κλείνοντας θέλω να προσθέσω πως ο Χριστόπουλος, πέραν των λοιπών δεξιοτήτων, προεξάρχουσας ίσως της λογοτεχνικής φιλοδοξίας, στις οποίες αναφέρθηκα ήδη παραπάνω, διαθέτει, ή δείχνει να διαθέτει, την απαραίτητη επιμονή και υπομονή, την όρεξη και τη θέληση να σκύψει προσεχτικά ξανά και ξανά πάνω από την ιστορία του, να μη βιαστεί, μέχρι να νιώσει πως είναι έτοιμη να εξέλθει των ορίων του γραφείου εργασίας και να συναντήσει τον αναγνώστη. Και αυτό είναι κάτι που χαρακτηρίζει –και– το Έλα να παίξουμε.
υγ. Για το Τζίντιλι έγραφα εδώ.
Εκδόσεις Το Ροδακιό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου