Ούτε που θυμάμαι πια, πόσα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που διάβασα κάποιο βιβλίο του Τζόζεφ Κόνραντ, ίσως τόσο παλιά, όταν τον μπέρδευα διαρκώς με τον Γουίλιαμ Φόκνερ. Σκέφτομαι πως ο Κόνραντ αδίκως ανήκει σε μια μακρά λίστα συγγραφέων του ενός βιβλίου. Τουλάχιστον στα μέρη μας. Αυτό προκύπτει τόσο από τις πάμπολλες εκδόσεις τού Η καρδιά του σκότους, όσο και από την, στα όρια της εμμονής, προτίμηση του αναγνωστικού κοινού σ' αυτό το βιβλίο. Ο Κόνραντ είναι ένας από τους συγγραφείς εκείνους που ο μέσος αναγνώστης νιώθει την ανάγκη να βάλει τικ στην υποχρέωση και με βάση αυτή τη μοναδική ανάγνωση να τοποθετήσει τον σπουδαίο και ποικιλοτρόπως επιδραστικό συγγραφέα όπου αυτός κρίνει, μη διστάζοντας να αναφερθεί με ύφος πολλών καρδιναλίων στο σύνολο του έργου του, παρά τη δεδομένη άγνοιά του. Ας μη βγάλω την ουρά μου απέξω. Τα χρόνια που μεσολάβησαν κάτι δείχνουν, άλλωστε. Η Τύχη απ' όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, δια χειρός Μιχάλη Παπαντωνόπουλου, και βρήκε τη θέση της ανάμεσα σε σημαντικά λογοτεχνικά έργα στη σειρά Orbis Literæ των εκδόσεων Gutenberg. Ήταν μια καλή αφορμή να διαβάσω Κόνραντ ξανά, αφήνοντας για το μέλλον την επιστροφή στην Καρδιά του σκότους.
Το πολυσέλιδο αυτό μυθιστόρημα εκδόθηκε αρχικά σε συνέχειες στο κυριακάτικο ένθετο της εφημερίδας New York Herald, από τις 21 Ιανουαρίου ως τις 30 Ιουνίου του 1912, ενώ με τη μορφή μυθιστορήματος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1914. Ο Κόνραντ διαισθανόταν πως ίσως να επρόκειτο για το βιβλίο εκείνο που επιτέλους θα του χάριζε εκτός από δόξα και χρήμα. Η εκδοτική επιτυχία που σημείωσε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού τον δικαίωσε. Είναι η ιστορία της Φλόρα, που έμεινε νωρίς ορφανή από μητέρα. Ο πατέρας της αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στην επαρχία και την εγκατέστησε εκεί με μια γκουβερνάντα, την ώρα που εκείνος έμεινε για δουλειές στο Λονδίνο, κάποιος που διέκρινε περιθώριο κέρδους στη φύλαξη χρημάτων μετά τόκου, αλλά και στην επένδυση υψηλού ρίσκου. Όταν η τράπεζα ανακοίνωσε αδυναμία στην ανταπόκριση έναντι των υποχρεώσεών της, λοιδορήθηκε και σύρθηκε σε δίκη όπου και καταδικάστηκε για απάτη σε ποινή φυλάκισης. Η Φλόρα, ανήλικη ακόμα, έμεινε μετέωρη στις καλοπροαίρετες και κακοπροαίρετες βουλές συγγενών και γειτόνων.
Ο ρόλος της τύχης δεν εξαντλείται στην οδοποιία της ζωής της Φλόρα, αλλά και στο πώς η ιστορία της έφτασε στα αυτιά του αφηγητή. Ένας φίλος του, ναυτικός επίσης, θα του αφηγηθεί την ιστορία αυτή, μεγάλο μέρος της οποίας έμαθε από έναν τρίτο ναυτικό που σε κάποια δεδομένη στιγμή έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Φλόρα. Το κυρίως μέρος του μυθιστορήματος αποτελείται από ευθύ λόγο, σαν μια ιδιότυπη απομαγνητοφώνηση των αφηγήσεων που το συνθέτουν. Ο λόγος δίνεται κυρίως σε αντρικούς χαρακτήρες, μέσα από τα μάτια τους γίνεται η αφήγηση αλλά και ο σχολιασμός της ζωής της σχεδόν βουβής ηρωίδας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα κάποια σημεία που η στερεοτυπία και η αντρική πρόσληψη επί των γυναικών κυριαρχούν, σε τέτοιο βαθμό που καθιστά λογική τη σκέψη πως στις μέρες μας κάτι τέτοιο θα είχε περάσει κατά πολύ την κόκκινη γραμμή της πολιτικής ορθότητας. Θα ήταν ωστόσο βιαστικό και άστοχο να χρεώσει κανείς άμεσα στον ίδιο τον συγγραφέα κάτι τέτοιο. Και αυτό γιατί ο Κόνραντ, ακόμα ακόμα και ο ίδιος ο αφηγητής που μεταφέρει την ιστορία αυτή, διατηρούν διακριτή απόσταση από τις απόψεις και τις ιδέες των κυρίως φορέων της αφήγησης αυτής.
Ο συγγραφέας δεν διστάζει να τους καταστήσει αναξιόπιστους, με τρόπο έμμεσο, καθώς συχνά πυκνά αναδεικνύει πως ένα μεγάλο μέρος της αφήγησής τους είναι αποτέλεσμα δικής τους αυθαίρετης κάλυψης των κενών. Αναφέρομαι σε εκείνα τα περιστατικά στα οποία δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες, αλλά και στις εσωτερικές, αναμολόγητες σκέψεις, κυρίως της Φλόρα. Στην Τύχη, ο Κόνραντ μοιάζει, χωρίς να το ομολογεί ευθέως, να αποτυπώνει το παιδικό παιχνίδι του χαλασμένου τηλεφώνου, τον τρόπο με τον οποίο ετεροκαθορίζεται η περιγραφή μιας ζωής από εξωτερικούς παρατηρητές, μια συνθήκη που η έλευση του παντογνώστη αφηγητή στη λογοτεχνία επίλυσε άπαξ και δια παντός, αλλά στην πραγματική ζωή συνεχίζει κατά κόρον να συμβαίνει. Κάποιες, διασκορπισμένες κατά μήκος του μυθιστορήματος, στιγμές τους βάζει να αμφισβητούν μια κάποια ελάχιστη λεπτομέρεια, αν ήταν Δευτέρα ή Τρίτη για παράδειγμα, την ίδια στιγμή που από άκρη σε άκρη της αφήγησης διέπονται από μια επίγνωση κυρίαρχης αυτοπεποίθησης. Μια μικρή σκανταλιά που σκαρώνει ο συγγραφέας στα πρόσωπα της αφήγησης, ανεπαίσθητη ίσως, μα καθοριστική για τη γενικότερη αναγνωστική πρόσληψη.
Πιστεύω πως αντιμέτωπος κανείς με συγγραφείς του διαμετρήματος ενός Κόνραντ είναι μάλλον αδύνατο να προχωρήσει σε μια κριτική ανάγνωση ενός έργου τους, να αποπειραθεί να εντοπίσει θετικά ή αρνητικά, χωρίς να επαναλάβει ήδη διατυπωμένες προσεγγίσεις. Ίσως όμως αυτό να έχει να κάνει και με το εμβαδόν του επίδοξου κριτικού, αλλά και του δέους που (δεν) νιώθει απέναντι σε ένα ιερό τέρας της λογοτεχνίας. Εκείνο που μπορεί κανείς να κάνει, πιο εύκολα σχετικά, είναι να αναφερθεί σε όσα κοινά διακρίνει σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του, ξεπερνώντας ωστόσο κάπως βιαστικά το κομμάτι της θαλασσινής ζωής, που μάλλον περιορίζει την πρόσληψη παρά τη διαφωτίζει, μην καταφέρνοντας επίσης να πει κάτι πρωτότυπο. Αναπόφευκτα η Τύχη, όπως και κάθε ένα από τα πολλά βιβλία που έγραψε ο Κόνραντ, θα έρθει αντιμέτωπο με την αμείλικτη ενδοεργογραφική σύγκριση. Με την υπογραφή κάποιου άλλου ονόματος δεν θα υπήρχε πρόβλημα, θα μπορούσε ο οποιοσδήποτε να αναφερθεί σε ένα μυθιστόρημα στα όρια του αριστουργήματος. Όμως εγώ έχω χρόνια να διαβάσω κάτι άλλο δικό του, έτσι η Τύχη και η ανάγνωσή της είχαν τον χαρακτήρα μιας (σχεδόν) πρώτης επαφής.
Εκείνο που ωστόσο εντόπισα, με τη σχετική βεβαιότητα που η λογοτεχνία επιτρέπει, υπήρξε η επιρροή που άσκησε ο Κόνραντ σε έναν πολυαγαπημένο και πολυδιαβασμένο σύγχρονο συγγραφέα. Αναφέρομαι στον Χαβιέρ Μαρίας. Το γεγονός πως ο Κόνραντ υπήρξε ένας από τους συγγραφείς που ο Μαρίας μετέφρασε στα ισπανικά, πιστοποιεί το παραπάνω, επίσης κοινότοπο, σχόλιο. Ήταν, ωστόσο, ένα συναίσθημα έντονο, ιδιαίτερα με το πιο αγαπημένο μου βιβλίο του, το Καρδιά τόσο άσπρη, και ειδικά με την εναρκτήρια φράση: Δεν θέλησα να μάθω, κι όμως έμαθα [...]. Ακόμα ακόμα και στην ονοματοποιία των χαρακτήρων, στη διάθεση για στοχασμό, την εμμονή με τη λεπτομέρεια, την αφήγηση των συγκοινωνούντων δοχείων, το γενικότερο ύφος. Η αναγνώριση μιας επιρροής, που ξεπερνά τα όρια της θεωρίας και περνά στο βασίλειο της πρακτικής της ανάγνωσης, είναι μια σπουδαία εμπειρία, που ξεκαθαρίζει ακόμα περισσότερο το βάθος πεδίου έτσι όπως κοιτά κανείς τον μεγάλο, ορμητικό ποταμό της λογοτεχνίας.
Πολλά από εκείνα που συνθέτουν τη συγκεκριμένη αναγνωστική εμπειρία μετά το γύρισμα της τελευταίας σελίδας, εκτός από τη δεδομένη απόλαυση κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης, έχουν να κάνουν περισσότερο με την κατάρρευση προσδοκιών παρά με την επιβεβαίωσή τους. Εδώ το στοιχείο της έκπληξης απουσίαζε εξ αρχής, δεν ήταν η περίπτωση ενός φιλόδοξου αναγνωστικού τζογαρίσματος σ' ένα μέχρι πρότινος άγνωστο όνομα. Πίστευα, ή φοβόμουν για να είμαι ακριβής, πως κινδύνευα να βρεθώ καταμεσής του πελάγους μιας παρωχημένης αφήγησης κάποιας θαλασσινής ιστορίας, των οποίων ιδιαίτερος οπαδός σε καμία περίπτωση δεν είμαι. Το παρωχημένος, πριν να κουνήσετε με ενόχληση το κεφάλι σας, ας διευκρινίσω πως περισσότερο είχε να κάνει με εκείνο στο οποίο παραπάνω αναφέρθηκα, στην πρόσληψη και περιγραφή του κόσμου μέσα από τα μάτια ενός προνομιούχου υποκειμένου, παρά στη δεδομένη λογοτεχνική αρτιότητα. Αντίκρισα ωστόσο, και παρότι η φοβία μου επιβεβαιώθηκε, μια οξυδέρκεια στη διαχείριση μιας στάσης αποδεκτής και επικρατούσας κατά την περίοδο εκείνη, μια απάντηση ενδοκειμενική, πως ο κόσμος προχωρά και οι παρωχημένες και βίαιες απόψεις και συμπεριφορές αργά ή γρήγορα θα ξεμείνουν στο χρονοντούλαπο, και αυτό ώθησε σε κατάρρευση την φοβική προσδοκία, για να δώσω ένα μόνο παράδειγμα.
Η ανάγνωση, πράξη ενεργητική και ακραία υποκειμενική, δεν υπάγεται ευτυχώς σε κανόνες και νόρμες, που μόνο ασφυξία θα μπορούσαν να προκαλέσουν. Ξεκίνησα με φοβία και συγκράτηση την ανάγνωση αυτή, είχα ήδη διαπραγματευτεί το ενδεχόμενο μιας πρόωρης αποχώρησης, παρότι είχα έναν από τους σπουδαιότερους απέναντί μου. Η φρεσκάδα που διαθέτει η κλασική, υψηλής αξίας, λογοτεχνία είναι κάτι που χρειάζεται διαρκή επαναδιαβεβαίωση και αυτό είναι κάτι που δεν μου κοστίζει να το παραδεχτώ και να μην το κρύψω πίσω από έναν γενικευμένο και κενό θαυμασμό απέναντι σε ένα όνομα των διαστάσεων του Κόνραντ.
Η μετάφραση και κυκλοφορία της Τύχης στα ελληνικά είναι μια καλή αφορμή για επιστροφή σε έναν συγγραφέα όπως ο Κόνραντ, που, στους περισσότερους από εμάς, συνδέθηκε με την αναγνωστική μας παιδική, βαριά εφηβική, ηλικία.
υγ. Πάνω από δέκα χρόνια πριν, χωρίς να το περιμένω, βίωσα ένα από τα εντονότερα και πλέον επιδραστικά αναγνωστικά σοκ, διαβάζοντας το Καρδιά τόσο άσπρη, η πρώτη επαφή με τον σπουδαίο Χαβιέρ Μαρίας, έγραφα αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου