Ένας λογαριασμός που παρέμενε ανοιχτός τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της επιμονής αναγνωστών που ιδιαιτέρως εκτιμώ στο πρόσωπο του Φίλιπ Ροθ, για τον οποίο είχα καταλήξει πως, παρότι αναγνώριζα την ικανότητά του, αναγνωστικά δεν ταιριάζαμε. Και ήταν κάτι μάλλον απρόσμενο αυτό, για μια σειρά από λόγους. Όπως για παράδειγμα οι κεντρικοί χαρακτήρες του, άντρες μεσήλικες και άνω, αποτυχημένοι με κάποιο τρόπο, που, θεωρητικά τουλάχιστον, παρότι με ενοχλούν, αναγνωστικά θέλγομαι.
Αρκετές φορές είχα αναρωτηθεί πώς γινόταν να μου αρέσουν πολύ συγγραφείς όπως ο Μπέλοου ή ο Όστερ, για παράδειγμα, και όχι ο Ροθ. Συχνά σκεφτόμουν πως ίσως δεν είχα διαβάσει ακόμα το κατάλληλο βιβλίο του, Το θέατρο του Σάμπαθ σύμφωνα με την πλειοψηφία· το προγραμμάτιζα για να το αναβάλλω λίγο αργότερα υπό το βάρος εκείνων των βιβλίων που λαχταρούσα να πάρω στα χέρια μου. Το έβλεπα λίγο σαν υποχρέωση και αυτό δεν είναι συνήθως βοηθητική αναγνωστική συνθήκη και προσδοκία.
Το γεγονός πως η Λ. με έντονη προθυμία και επιμονή μου δάνεισε Το θέατρο του Σάμπαθ ήταν το ένα σκέλος που επίσπευσε την ανάγνωση αυτή. Το υπόλοιπο κομμάτι συμπλήρωσε ο ενθουσιασμός της για το μυθιστόρημα αυτό, που, σύμφωνα με όσα ξέρω για εκείνη ως αναγνώστρια, θα ανέμενα να αποτελεί ένα ακόμα δείγμα της λογοτεχνικής επιβολής της αντρικής και λευκής κυριαρχίας, που τα τελευταία χρόνια αντιμετωπίζεται, τουλάχιστον, με σκεπτικισμό. Να το διαβάσεις, μου είπε.
Είχαν προηγηθεί: πριν δεκατρία χρόνια, στην πρώτη περίοδο αυτού του ιστολογίου, Το ζώο που ξεψυχά, απογοητεύτηκα, ίσως και λόγω των προσδοκιών που είχα, θεώρησα δύσκολο να δώσω άλλη ευκαιρία σε αυτή τη σχέση. Ωστόσο, εξαιτίας του ονόματος του μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη, διάβασα το Καθένας και ενθουσιάστηκα, αν και μπορούσα να αντιληφθώ πως το συγκεκριμένο βιβλίο δεν ήταν το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα της εργογραφίας του Ροθ. Το βυζί, παρά την κάπως ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα, που συνοψίζει, όπως εικάζω, μέρος των εμμονών τού συγγραφέα, με έκανε να νιώσω μια αμήχανη αδιαφορία, και από αυτό το συναίσθημα χειρότερο δεν έχω.
Ας διευκρινίσω πως η παραπάνω αποστροφή του λόγου μου, «θεώρησα δύσκολο να δώσω άλλη ευκαιρία σε αυτή τη σχέση», είναι καθ' υπερβολή. Προφανώς και δεν σημαίνει κάτι το αξιολογικό αν θα επιλέξω ή όχι να διαβάσω κάποιο ακόμα βιβλίο του πολυγραφότατου Ροθ, ενός συγγραφέα με σειρά από επαίνους και αναγνώστες. Άλλωστε ένας συγγραφέας μπορεί να ταυτόχρονα να είναι εξαιρετικός και να μην μας ταιριάζει, όχι;
Τούτων λεχθέντων, ας περάσω στο δια ταύτα της ανάγνωσης αυτής. Ο Μίκι Σάμπαθ, πρώην μαριονετίστας που τα τελευταία χρόνια ζει σχεδόν σε απομόνωση και παρά τη συμβίωση σε συναισθηματική απόσταση από τη δεύτερη γυναίκα του, στα εξήντα τέσσερα έτη του θα έρθει αντιμέτωπος με τον ξαφνικό θάνατο της από χρόνια ερωμένης του. Αυτό είναι το γεγονός που θα πυροδοτήσει το ταξίδι του στο παρελθόν.
Η ανάγνωση κυλούσε αναμενόμενα ως τη σελίδα τριακόσια δεκατέσσερα, κάπου στα μισά του βιβλίου δηλαδή. Καλή πρόζα, πλήρης έλεγχος του υλικού, αποτυχημένος ύστερος μεσήλικας ο κεντρικός χαρακτήρας. Περνούσα καλά παρά την πολυλογία, ίσως και να την είχα ανάγκη, δεν σκεφτόμουν να το παρατήσω, δεν ανυπομονούσα όμως και να επιστρέψω σε αυτό, βρισκόμουν στο γνώριμο αυτό μεταίχμιο, που περίμενα και φοβόμουν. Μέχρι που ο διακόπτης γύρισε όταν διάβασα το παρακάτω απόσπασμα:
Μην είσαι υπερβολικά αυστηρός με τον Σάμπαθ, αναγνώστη. Ούτε η αχαλίνωτη μαραθώνια εσωτερική φλυαρία, ούτε η υπερβολική αυτοϋπονόμευση, ούτε χρόνια ολόκληρα αναγνώσεων σχετικών με τον θάνατο, ούτε η πικρή εμπειρία της συμφοράς, της απώλειας, της ταλαιπωρίας και του πένθους διευκολύνουν έναν άντρα του τύπου του (ίσως οποιονδήποτε άντρα οποιουδήποτε τύπου) να χρησιμοποιήσει σωστά το μυαλό του όταν βρίσκεται μπροστά σε μια τέτοια προσφορά και μάλιστα όταν αυτή η επαναλαμβανόμενη προσφορά προέρχεται από κορίτσι που έχει το ένα τρίτο της ηλικίας του και την οδοντοστοιχία της Τζιν Τίρνεϊ στη «Laura».
Δεν ήμουν ιδιαίτερα αυστηρός με τον Σάμπαθ, κάθε άλλο, με έκανε να νιώθω αυτό το γνώριμο συναίσθημα απώθησης-έλξης ενός αποτυχημένου όψιμου μεσήλικα. Και όμως αυτή η ευθεία απεύθυνση του αφηγητή στον αναγνώστη στάθηκε ικανή να μετατοπίσει το κανάλι υποδοχής της ιστορίας του Σάμπαθ. Ίσως γιατί διέκρινα έναν συναισθηματικό, έστω και όχι πολύ γερό, δεσμό μεταξύ συγγραφέα και ήρωα, μια υποψία απόπειρας κατανόησης, ίσως γιατί με λεκτικό και άμεσο τρόπο ο αφηγητής πήρε αποστάσεις από αυτόν, χωρίς διάθεση να δικαιολογήσει ή να κρίνει, απλώς δοκιμάζοντας την ειλικρίνειά μας: ποιος άντρας, και δη στην ηλικία του, θα αντιστεκόταν; Ας μην είμαστε πουριτανοί υποκριτές, έμοιαζε να λέει, αυτός είναι ο κόσμος γύρω μας, από κοινό υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, δημιουργήθηκε ένα νήμα που ένωνε τον Ροθ με τον Ουελμπέκ, ένα ακόμα πώς γίνεται να μου αρέσει ο Γάλλος και όχι ο Αμερικανός ομότεχνός του, αφού η συγγένεια, ίσως και η επιρροή, είναι τόσο έντονη;
Ο ρεαλισμός και η επιμονή του αφηγητή στο σκύψιμο πάνω από τον Σάμπαθ, η άρνηση για απανθρωποίηση και τοποθέτησή του σε ένα ασφαλές για εμάς τους υπόλοιπους περιθώριο, η μη αντιμετώπισή του ως μια εξαίρεση του κανόνα. Ο Σάμπαθ μου ήταν εξ αρχής λογοτεχνικά γνώριμος, έτσι πίστευα, δεν μπορούσε να με σοκάρει ή να με ιντριγκάρει, ένιωθα ασφαλής στη μεταξύ μας απόσταση, όμως δεν ήμουν. Το ανθρώπινο υλικό, οι περιβαλλοντολογικές συνθήκες, η κατασκευή του δυτικού πολιτισμού και η ψευδοηθική ήταν εκεί και ήταν κοινό και οικείο έδαφος και ο αφηγητής άλλο δεν έκανε παρά να μου δείχνει το βρώμικο από το υπομονετικό και αργό σκάψιμο νύχι του. Ήταν η άμυνα που με κρατούσε μακριά από τον προβοκατόρικο χαρακτήρα της αφήγησης αυτής, δεν ήταν κάποιος αποτροπιασμός αλλά η άρνηση ή η αδυναμία να διακρίνω πόσο κοντά στον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης κινείτο η αφήγηση αυτό που ύψωνε τείχη αμηχανίας από πλευράς μου.
Η μετατόπιση αυτή άλλαξε σε σημαντικό βαθμό τον αναγνωστικό ρου έτσι όπως ο αμυντικός μηχανισμός υποχώρησε, τα κρακ από το εσωτερικό του κρανίου ακούγονταν ευκρινώς και διαρκώς. Η θέα προς τις λογοτεχνικές αρετές έμεινε επιτέλους ανεμπόδιστη και άκρως λειτουργική. Και τότε, ναι, λαχταρούσα να επιστρέψω σε μια ανάγνωση αχόρταγη, χωρίς να έχει και τόση σημασία το πώς στεκόμουν απέναντι στον Σάμπαθ και την αφήγηση της ζωής του, το λογοτεχνικό και αναγνωστικό ζητούμενο άλλωστε αρκετά –θα έπρεπε να– απέχει. Και μόνο για τη μετατόπιση αυτή, την εμπειρία μιας ξαφνικής αποκάλυψης, την πτώση ενός ακόμα πέπλου, η ανάγνωση της λογοτεχνίας ενέχει τόσο σημαντική θέση στην καθημερινότητά μου· ο αφηρημένος τρόπος, το εύπλαστο μεσοδιάστημα, η ανικανότητα αντικειμενικής και ρητής εξήγησης· κατά ένα μεγάλο μέρος η ενασχόληση με την ανάγνωση, μέσα από αυτά, αλλά και άλλα μονοπάτια, μας συστήνει τον ίδιο μας τον εαυτό.
υγ. Για όσα προηγήθηκαν: Το ζώο που ξεψυχά (εδώ), Καθένας (εδώ) και Το βυζί (εδώ).
υγ.2 Εντωμεταξύ διάβασα το μυθιστόρημα Οι Νετανιάχου, στο επίμετρο, ο συγγραφέας Τζόσουα Κοέν, λέει πως ο Χάρολντ Μπλουμ, μεταξύ άλλων ιστοριών που μοιράστηκε μαζί του, του είπε πως ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ του είπε πως δημιούργησε τον πρωταγωνιστή στο Θεάτρο του Σάμπαθ κάνοντας την εξής υπόθεση: «τι θα γινόταν αν ο Χάρολντ, αντί να πάει στα κορυφαία πανεπιστήμια και να κάνει τους γονείς του περήφανους, είχε καταλήξει στο κακόφημο Βίλατζ τη δεκαετία του '50;».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου