Έχω μια εικόνα της γιαγιάς μου να κεντάει· απόλυτα προσηλωμένη στο σχέδιο, να μονολογεί πράξεις μαθηματικές, κατανοητές μόνο στην ίδια θαρρείς, εκείνη που ούτε το δημοτικό δεν τελείωσε, να αφαιρεί και να προσθέτει με μια άνεση σχεδόν μηχανική, να μη συγχωρεί στον εαυτό της τα λάθη, απόρροια των οποίων το επακόλουθο ξήλωμα. Ιεροτελεστία καθημερινή, τα σύνεργα τακτοποιημένα στη ντουλάπα με τα ρούχα, να περιμένουν τη σειρά τους, μετά την άσκηση των οικιακών εργασιών. Στην ίδια πάντα καρέκλα, με το τραπέζι στα δεξιά, η τηλεόραση να παίζει για το θόρυβο περισσότερο, το ποθητό βουητό που ξεγελά τη μοναξιά. Έτσι κεντούσε, καθημερινά, μέχρι να την προδώσουν τα μάτια της, ύστερα από ώρες αυστηρής παρατήρησης, με έμφαση στη λεπτομέρεια, τα χέρια, βλέπετε, ήταν μαθημένα.
Είναι μια εικόνα αρκετά αχνή, αλλά για κάποιο λόγο εντυπωμένη καλά στη μνήμη, η πρώτη επαφή με εκείνο που σήμερα αποκαλώ "αποκοπή του δημιουργού", στοιχείο διακριτό πίσω από το αποτέλεσμα, πηγή έμπνευσης αλλά και φθόνου για τον αποδέκτη, μια πράξη υψηλής αυτοσυγκέντρωσης.
Το καθαρό μυαλό, που η καθημερινότητα στερεί, μα η υψηλή δημιουργία απαιτεί, εξαλείφει οποιοδήποτε ίχνος τυχαιότητας από τον καμβά και καθιστά τον δημιουργό κύριο του έργου, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια.
Η ικανότητα για αυτοεξορία από το βασίλειο του χρόνου, η παράλληλη πορεία με το ηρακλείτειο ποτάμι, η αποκοπή από την πραγματικότητα και η δημιουργία, η αίσθηση αυτή, που ως παρατηρητής αποκομίζω, μου ασκεί μια καταλυτική επίδραση, σχεδόν μεταφυσική, αντίστοιχη, εάν όχι ισχυρότερη, του ίδιου του έργου. Προκαλεί τη φαντασία να δημιουργήσει ένα ιδιότυπο making of. Ο δημιουργός στο εργαστήρι του και ο κόσμος να γυρίζει, η ασκητική ζωή και οι σειρήνες, η ματαιότητα και η ανάγκη, εκείνος και εγώ.
Προσοχή, δε μιλώ για αποκοπή του δημιουργού από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, είναι η σχέση με το χρόνο αυτή που με ενδιαφέρει.
Επιχειρώ παραδείγματα, δύο, ένα μουσικό και ένα λογοτεχνικό. Εκεί, ανάμεσα σε συναυλίες και αναγνώσεις, καταστάλαξε μέσα μου η έννοια της αποκοπής.
α) Στη Μαίρη, τραγούδι από τον τελευταίο δίσκο του Παυλίδη, υπάρχει ο παρακάτω στίχος.
"Κι έτσι πια θα ζήσουμε και εμείς το ρίσκο μας
στην Πατησίων και στο San Francisco μας
γράφουν police και ΄δω τα περιπολικά."
στην Πατησίων και στο San Francisco μας
γράφουν police και ΄δω τα περιπολικά."
Από την πρώτη κιόλας ακρόαση μου έκανε τρομερή εντύπωση η φράση: "γράφουν και εδώ police τα περιπολικά". Πίσω της διακρίνω τον Παυλίδη να περπατά βράδυ στην Πατησίων, τη σιωπή της νύχτας παρενοχλεί επανειλημμένως η σειρήνα κάποιου περιπολικού, η δική μου ενόχληση είναι για εκείνον μια σκηνή κινηματογραφική, τον εμπνέει και τον ακολουθεί μέχρι το στούντιο, ταιριάζει με την ιστορία της Μαίρης που της αρέσει να πηγαίνει σινεμά. Ίσως η πραγματικότητα να υπήρξε διαφορετική, μικρή σημασία όμως έχει.
Οι συναυλίες και η μέθη τους, οι στιγμές κατά τις οποίες όλα φαντάζουν δυνατά να περιγραφούν, το μυαλό γονιμοποιείται, έστω και στιγμιαία, κατακλύζεται από εικόνες και ιδέες, που πάντα ήταν εκεί, τώρα απλώς ανεβαίνουν στην επιφάνεια παραμερίζοντας το βάρος της μέρας. Και οι μουσικοί επί σκηνής, τι ώρα δείχνουν άραγε οι δικοί τους δείκτες;
β) "Longtemps, je me suis couché de bonne heure." Αυτό αναλογίζεται ο Προυστ κινώντας για την αναζήτηση του χαμένου χρόνου, φράση που τον απομακρύνει από το εδώ και το τώρα, τον μεταφέρει πίσω στο χρόνο, τότε που πήγαινει για ύπνο νωρίς, παρά τη θέλησή του. Ζει ξανά εκείνα τα βράδια· οι ομιλίες από τους καλεσμένους στο σαλόνι να τον ξεσηκώνουν, ο ύπνος να μην έρχεται και εκείνος να στριφογυρίζει. Χρόνια μετά, επιστρέφει στα περασμένα, η ζωή προχωρά μα εκείνος της ξεφεύγει για να κοιτάξει πίσω, τα διαστήματα όλο και μεγαλώνουν, στο τέλος, ούτε οι σημειώσεις του είναι απαραίτητες, λέξη προς λέξη η ιστορία είναι εκεί, η αποκοπή πλήρης.
"Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς." Ο Παύλος Ζάννας βρίσκεται στη φυλακή, σε ένα από τα πρώτα επισκεπτήρια, ο Τσίρκας του στέλνει το Αναζητώντας το χαμένο χρόνο με την "εντολή" να μεταφράσει, την εναρκτήρια φράση την έχει κιόλας μεταφέρει στα ελληνικά ο Γιώργος Σεφέρης, για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Αποκοπή από την σκληρή καθημερινότητα της φυλακής, ταξίδι στη μνήμη, δίχως λεξικά και βοηθήματα, εκείνος και το κείμενο.
Πίσω από την ιστορία, η πράξη της συγγραφής (μεταφράσεις όπως αυτή του Ζάννα αποτελούν, το δίχως άλλο, ξεκάθαρη πράξη συγγραφής), εμπειρία κοινή των βιβλίων που με γοήτευσαν, συνδυασμός της απόλαυσης και της έμπνευσης, (ψευδ)αίσθηση οικειοποίησης και παντοδυναμίας.
Συνειδητοποιώ πως η κατάσταση που επιχειρώ να περιγράψω συγγενεύει με καταστάσεις θρησκευτικής προσήλωσης, μια προσευχή με το κομποσχοίνι ανά χείρας ή η νιρβάνα των βουδιστών για παράδειγμα. Δε μου κάνει εντύπωση.
Εμένα, που ο νους μου φτερουγίζει διαρκώς, με κάνει σχεδόν να πονώ η αδυναμία αποκοπής, χώρα έμπνευσης και συνθήκη απαραίτητη για την επαναφορά στην πραγματικότητα.
όμως....
ΑπάντησηΔιαγραφή