Δεν υπάρχει ικανότερος συγγραφέας από τον Ταμπούκι για να αποτυπώσει την αποπνικτική αίσθηση ενός ζεστού μεσημεριού, όταν η ατμόσφαιρα χάνει τη συνοχή της, ο ορίζοντας θολώνει και ο χρόνος λιώνει και απλώνεται, της είπα. Όταν ένας ξένος περπατάει μόνος του, στη Λισαβώνα συνήθως, ενώ οι δρόμοι είναι άδειοι, και ο ιδρώτας ξεπηδά αδιάκοπα σε σταγόνες χοντρές από κάθε πόρο του σώματος, τότε οι διαστάσεις μπλέκονται, και η πραγματικότητα γίνεται ακόμα πιο σχετική, μορφές γνώριμες και λησμονημένες εμφανίζονται, η μνήμη νιώθει την οικειότητα εκείνη που γεννά τη διάθεση για παιχνίδια. Έτσι της είπα, αφού πρώτα τη ρώτησα: θες να πάμε ένα ταξίδι στη Λισαβώνα κάποτε; Ύστερα της μίλησα για τον Πεσσόα, και τους ετερώνυμούς του, το άγαλμά του σε κάποια πλατεία του Μπάριο Άλτο, με ένα ποτήρι μπύρα στο χέρι, να παρατηρεί τον κόσμο. Για τον Μολίνα και τον Χειμώνα στη Λισαβώνα, εκείνο το γράμμα με τον χάρτη της πόλης και ένα όνομα: Μπούρμα. Έγιναν και άλλα, όμως, η πρωινή επέλαση του φωτός τα παρέσυρε. Όνειρα.
Και τότε σκέφτηκε πως υπάρχει μια τάξη πραγμάτων και πως τίποτα δεν συμβαίνει τυχαία, και η περίπτωση ήταν ακριβώς αυτή: η αδυναμία μας να καταλάβουμε την πραγματική σχέση των πραγμάτων, και ένιωσε τη χυδαιότητα και την αλαζονεία με την οποία συσχετίζουμε τα πράγματα που μας περιβάλλουν.Εκεί είχα σταματήσει το προηγούμενο βράδυ. Στη χυδαιότητα και την αλαζονεία με την οποία συσχετίζουμε τα πράγματα που μας περιβάλλουν. Στην αδυναμία μας να ομολογήσουμε: δεν ξέρω. Ή να παραδεχτούμε: δεν καταλαβαίνω. Στην εποχή της εξειδίκευσης άπαντες γνωμοδοτούν για το σύνολο των πάντων, ορατών τε και αοράτων, οικείων και αλλότριων, μικρών και μεγάλων. Ο βαρετός βίος ενός παντογνώστη θεού, δίχως πάθη και δίψα, με κοντή μνήμη και έτοιμη την ατάκα, που διόλου δεν συνάδει με την περίφημη ανωτερότητά του: σ' τα 'λεγα εγώ.
"Μα δεν μπορούμε να αδιαφορούμε όταν κάποιος πεθαίνει", είπε ο Σπίνο, "είναι σαν να πεθαίνει δύο φορές".Η γραμμή του ορίζοντα είναι η ιστορία μιας αναζήτησης, η αστυνομική πλοκή αποτελεί την αφορμή, ή αν θέλετε, το μέσο. Ο Σπίνο, με το παράξενο όνομα που παραπέμπει στον Σπινόζα, ένας κατά συνθήκη ντετέκτιβ και ωθούμενος από κίνητρα προσωπικά και ασαφή, περιδιαβαίνει την ανώνυμη πόλη, που μοιάζει με την Τζένοβα, αναζητώντας την ταυτότητα του νεκρού, μακριά από οποιαδήποτε συνηθισμένη μέθοδο έρευνας.
Για να ανοίξεις τα συρτάρια πρέπει να στρέψεις το χερούλι, και ταυτόχρονα να το πιέσεις. Τότε το ελατήριο απαγκιστρώνεται, ο μηχανισμός απελευθερώνεται με ένα ελαφρύ μεταλλικό κλικ, και μπαίνουν αυτόματα σε κίνηση οι σφαιρικοί τριβείς· κι επειδή τα συρτάρια είναι ελαφρώς σε κλίση, κυλάνε μόνα τους στις μικρές σιδηροτροχιές. Πρώτα κάνουν την εμφάνισή του τα πόδια, ύστερα η κοιλιά, ύστερα ο θώρακας, ύστερα το κεφάλι του πτώματος.Στο συνοδευτικό επίμετρο ο συγγραφέας αναφέρεται σε έναν δύσκολο χειμώνα που γέννησε τη γραμμή του ορίζοντα, που αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα της δεύτερης συγγραφικής φάσης του, φωνή που ωρίμαζε στα χρόνια της μαθητείας και της μελέτης του έργου του Φερνάντο Πεσσόα, για να αποκτήσει το δικό της ηχόχρωμα και χαρακτήρα.
Μετάφραση Ανταίος Χρυσοστομίδης
Εκδόσεις Άγρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου