Μπορεί ένα διήγημα του 1900 να μετατραπεί σε θεατρική παράσταση, που να αφορά τον σημερινό θεατή; Αυτή ήταν η τελευταία μου σκέψη λίγο πριν μπω στην κατάμεστη αίθουσα του θεάτρου Μικρό Γκλόρια.
Είναι η ιστορία ενός χωριού της Κρήτης, ας το ονομάσουμε Παραμυθία, κατά τη διάρκεια της τουρκικής κατοχής, λίγα χρόνια μετά την αποτυχημένη επανάσταση, η οποία και καταπνίγηκε, αφήνοντας πίσω της ανοιχτές πληγές και καμένη γη. Σε εκείνο το μικρό χωριό έχει επέλθει μια κατάσταση φαινομενικής ισορροπίας· ο τουρκικός μαχαλάς στη μια άκρη και ο κρητικός στην άλλη, τα λιόδεντρα δίνουν πάλι καρπό, ο κατακτητής χαλαρώνει τα δεσμά, ώσπου μια ερωτική ιστορία έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα. Η Ασήμω, μια ορφανή μαζώχτρα που ζει με τη γιαγιά της, και ο Πανάγος, γόνος πλούσιας οικογένειας, μετά από χρόνια κρυφών ματιών και ανομολόγητων πόθων, θα βρεθούν μόνοι τους σε ένα ειδυλλιακό βουκολικό τοπίο, έξω από το χωριό, κάτω από τον ίσκιο ενός δέντρου, εκείνος θα της προσφέρει ένα γλυκό τσαμπί σταφύλι και θα της ζητήσει να τον παντρευτεί, εκείνη θα γυρίσει στο σπίτι, θα πει τα ευχάριστα νέα στη γριά και τη γειτονιά και θα αρχίσει να φρεσκάρει τα προικιά της. Όμως, μετά και από πίεση του οικογενειακού περιβάλλοντος, ο Πανάγος θα πάρει τον λόγο του πίσω. Τότε η Ασήμω θα αποφασίσει να τον εκδικηθεί.
Είναι η ιστορία για το πώς μια κοινωνία αντιδρά σπασμωδικά, χωρίς να σκεφτεί τις αιτίες και τους υπαίτιους, τυφλά και κατά πάντων, μέχρι τελικής πτώσης, πώς ένα μικρό χαλίκι μπορεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό. "Πού καιρός και πού κεφάλι να στοχαστούνε." Είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που κάνει την παράσταση -και το διήγημα βέβαια- επίκαιρο στη σημερινή -και όχι μόνο- εποχή, είναι αυτό που διακρίνει και αναδεικνύει ο Εφταλιώτης. Ο σκηνοθέτης, Κώστας Παπακωνσταντίνου, επιτυγχάνει να αναδείξει αυτό το στοιχείο δίχως να καταφύγει σε αχρείαστες και εξυπνακίστικες σύγχρονες αναφορές στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα, αποφεύγοντας να μετατρέψει σε επιθεώρηση την παράσταση, όπως δυστυχώς συμβαίνει συχνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις, χωρίς να εκβιάζει το γέλιο ή τον παραβολικό χαρακτήρα της ιστορίας, διατηρώντας την ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία.
Με την αμέριστη υποστήριξη των τριών ηθοποιών, η θεατρική μεταφορά του διηγήματος γίνεται με έναν τρόπο φυσικό, με την εναλλαγή αφήγησης και διαλόγου να είναι επιτυχώς χωνεμένη, χωρίς να πετάει εκτός τον θεατή. Και η γλώσσα, πρωτοποριακή και ρηξικέλευθη για την εποχή της, δεν ξενίζει, αλλά υπηρετεί την παράσταση, αποτελώντας ταυτόχρονα και απόδειξη για τη δουλειά που έχει προηγηθεί στις πρόβες, στις οποίες οφείλεται και η χημεία μεταξύ των ηθοποιών επί σκηνής, με τον αυτοσχεδιασμό να μη λείπει. Οι ηθοποιοί εναλλάσσονται σε διάφορους δευτερεύοντες ρόλους, πέραν των βασικών, χωρίς να καταφεύγουν στην υπερβολή της καρικατούρας. Τέλος, η χρήση των μέσων είναι λειτουργική, το αφαιρετικό σκηνικό μεταμορφώνεται διαρκώς, η πρωτότυπη μουσική και τα φώτα συνεπικουρούν, ενώ και τα ευρήματα είναι έξυπνα και χρηστικά. Και η τελευταία σκηνή, ο κύκλος που κλείνει, προσδίδει άλλη μια διάσταση στην παράσταση, ανακόπτοντας την πορεία της σκέψης του θεατή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, βλέπετε, η διήγηση μιας ιστορίας, της όποιας ιστορίας, δεν παύει να είναι ακριβώς αυτό: μια διήγηση, και όχι η ακριβής ιστορία.
Ένα διήγημα, όπως αυτό του Εφταλιώτη, ως βάση για μια θεατρική παράσταση αποτελεί ευχή και κατάρα. Ευχή γιατί πρόκειται για ένα σπουδαίο κείμενο, όχι μόνο γλωσσικά, αλλά και τεχνικά. Και κατάρα για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Όμως, και εξαιτίας της σκληρής δουλειάς και του ταλέντου, της πίστης και της αγάπης των συντελεστών στην πρώτη ύλη, το αποτέλεσμα ικανοποιεί τον θεατή και απαντά στο βασικό -μου- ερώτημα: ναι, η θεατρική μεταφορά ενός διηγήματος του 1900 δύναται να αφορά τον σημερινό θεατή.
info: Μικρό Γκλόρια (Ιπποκράτους 7, Αθήνα), κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15, τηλέφωνο κρατήσεων: 210 3600832.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου