Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016

Για την πρώτη μέρα του χρόνου





Ό,τι κάνεις σήμερα, λέει η μάνα μου, θα το κάνεις όλο τον χρόνο. Υπενθύμιση που, με το βάρος της επανάληψης χρόνων, προσθέτει αναπόφευκτα ένα άγχος, κάποιες φορές μικρό και αδιόρατο. Ξύπνησα νωρίς, ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα. Έμεινα στο κρεβάτι να διαβάσω. Να κάτι που θα ήθελα να κάνω όλο τον χρόνο, σκέφτηκα. Τις τελευταίες μέρες η καθημερινότητα είχε επιταχυνθεί, είναι οι γιορτές των Χριστουγέννων μια ευκαιρία, η μόνη σταθερή του χρόνου πια, να συναντήσεις φίλους που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, εγκατέλειψαν κάποια στιγμή την πόλη ή τη χώρα, να μάθεις τα νέα τους και να πεις τα δικά σου, κάνοντας έτσι, έστω και έμμεσα, έναν απολογισμό του έτους, νιώθοντας, έστω και την τελευταία στιγμή, πως δεν έμεινες στάσιμος -αν ήσουν τυχερός δηλαδή. Να κάτι που θα ήθελα να κάνω όλο τον χρόνο, σκέφτηκα, μα αναπόφευκτα, στη στιγμιαία ικανοποίηση προστέθηκε το ρεαλιστικό ερώτημα: τι άλλο θα ήθελα κάνω; Και εκεί άρχισαν οι δυσκολίες.

Να φύγει το δεκαπέντε και να μην ξαναγυρίσει. Η βουή των τελευταίων ημερών, η μόνιμη επωδός κάθε αντίστοιχης περιόδου. Να φύγει και να μην ξαναγυρίσει. Λες και θα υπήρχε τέτοια περίπτωση. Απαξίωση. Θλίψη. Να μην αφήσει τίποτα, ούτε ένα μάθημα, ούτε ένα ενθύμιο, τίποτα. Να φύγει και να μην ξαναγυρίσει.

Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι. Ο δυνατός αέρας έδινε την ελπίδα μια ηλιόλουστης μέρας. Άνοιξα το ιστορικό του ιστολογίου, συνειδητοποίησα πως είναι κάτι που κάνω κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Είναι ένα από τα δύο ημερολόγια που κρατώ, το δημόσιο, στο οποίο μπλέκεται και το ιδιωτικό, με έναν τρόπο συχνά κεκαλυμμένο, μα κάποιες φορές φανερό. Το επιφώνημα έκπληξης -π.χ. α, διάβασα και αυτό το βιβλίο- συνοδεύεται από τις μικρές εκείνες παρατηρήσεις, τις στιγμιαίες σκέψεις και αποκαλύψεις, εκείνες τουλάχιστον που βρήκαν τη θέση τους στην καταγραφή της εμπειρίας. Η διαπλάτυνση του Εγώ, η εμμονική επανάληψη μοτίβων που σκιαγραφούν συνοπτικά και με ακρίβεια την κάθε υποπερίοδο. Και εκείνα τα σημεία, αόριστα τότε, ενστικτώδη και ακατανόητα, προϊόντα ακαθόριστης έμπνευσης όπως πίστευα, αποκτούν το νόημα τους, παίρνουν τη θέση τους στον καμβά. Ο σημαντικότερος λόγος για τον οποίο συντηρώ τον ψηφιακό αυτό τόπο.

Η μνήμη, ανεξάρτητη και ιδιότροπη, η ανάγκη για μνήμη, τα ενδιαφέροντα παιχνίδια της, η εκ νέου επινόηση του παρελθόντος, η μεταβλητότητα του τετελεσμένου στην επέλασή της, η σωτήρια συνεισφορά της στο παρόν, στην ικανότητα βάδισης. Ένα από τα μοτίβα.

Η υποκρισία των ανθρώπων, η τάση τους να σχολιάζουν πίσω από γυρισμένες πλάτες, η αποκάλυψη και η αποκαθήλωση. Η ενηλικίωση, όπως θα έλεγε κανείς. Η αναπόφευκτη ποσόστωση της μάζας, ακόμα και με βάση την ενασχόληση με κάτι τόσο υψηλό όπως η τέχνη. Ένας στους εκατό αξίζει, είπα σε έναν φίλο. Αισιόδοξο σε βρίσκω, μου απάντησε. Ακόμα ένα μοτίβο.

Ακολούθησε η ανάγνωση, διαγώνια και επιλεκτική -πώς αλλιώς- του άλλου ημερολογίου, του προσωπικού, πιο επιγραμματικό αυτό και πιο θερμό, μια συνεχής εναλλαγή ακραίων συναισθημάτων, το αδιάφορο και το καθημερινό δεν είχαν θέση εκεί.

Προς στιγμή σκέφτηκα να κάνω μία λίστα με τα αγαπημένα της χρονιάς, βιβλία, συναυλίες, παραστάσεις, ταινίες, έφτασα μέχρι τα τέλη Γενάρη και τα παράτησα. Η ματαιότητα χτύπησε με αναίδεια την πόρτα. Βγήκα από το δωμάτιο.

Το τέλος της ημέρας με βρήκε στον άδειο δρόμο. Βαρύ και σχεδόν βουρκωμένο. Η απόσταση και η σισύφεια απόπειρα κάλυψής της. Αυτό και αν είναι μοτίβο. 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου