Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016
Μικρή ιστορία αποχαιρετισμού
Ας πάρουμε το λεωφορείο των επτά και δώδεκα, είπα. Δεν περίμενα κάτι διαφορετικό από σένα, είπε προσπαθώντας να χαμογελάσει· όσο νωρίτερα τόσο καλύτερα, συμπλήρωσε με έναν σβηστό ερωτηματικό τόνο. Βγήκαμε στη στάση στις επτά, αφού πρώτα είχαμε ελέγξει, ξανά και ξανά, πως δεν είχε αφήσει τίποτα πίσω της. Εγώ θα έφευγα την επομένη. Έκανε κρύο. Ακόμα ένας λόγος να κατηγορήσει τη μανία μου να είμαι έγκαιρα -έτσι όπως εγώ το ορίζω- σε κάποιο μέρος. Στο δρόμο για τη στάση δεν είπαμε τίποτα. Το λεωφορείο ήρθε στις επτά και δώδεκα. Ανεβήκαμε και καθίσαμε αφού πρώτα τακτοποιήσαμε τη βαλίτσα. Τότε ξεκίνησε ο οδηγός. Θυμάμαι, της είπα, τη σκηνή από ένα βιβλίο - πάντα είναι η σκηνή από ένα βιβλίο, φάνηκε να σκέφτηκε, όμως δεν μίλησε παρά γύρισε νωχελικά και με ελαφριά κλίση προς τα κάτω το πρόσωπό της προς εμένα- ο άντρας, συνέχισα, πρόκειται να φύγει για μια αποστολή σε κάποιον άλλον πλανήτη. Στο αυτοκίνητο, που οδηγεί η σύντροφός του, καθώς κατευθύνονται προς τον διαστημικό σταθμό, μένουν αμίλητοι σχεδόν σε όλη τη διαδρομή, δεν έχουν τι να πουν. Αργότερα θα το μετανιώσουν, αλλά θα είναι αργά. Με κοίταξε και δεν είπε τίποτα. Ούτε την ελάχιστη υπόθεση δεν μπόρεσα να κάνω για τις σκέψεις και τα συναισθήματά της πίσω από εκείνο το βλέμμα. Γύρισα προς το παράθυρο. Λίγο μετά είπα: θυμήθηκα και τον τίτλο του βιβλίου: Το βιβλίο των παράξενων νέων πραγμάτων.
Είχαμε ήδη διακρίνει το αεροδρόμιο πριν μας ενημερώσει σχετικά το μαγνητοφωνημένο μήνυμα, μοιάζοντας να γνωρίζει κάτι: τέλος διαδρομής, παρακαλούνται οι επιβάτες να αποβιβαστούν. Είχαμε φτάσει νωρίς και εκείνη είχε ήδη κάνει το τσεκ ιν από την προηγούμενη μέρα. Παρέδωσε τη βαλίτσα της. Πήγαμε στο μπαρ, παραγγείλαμε δυο καφέδες. Επέμεινε να πληρώσει εκείνη. Έξω στο κρύο σκεφτόμουν πως ίσως δεν ήταν καλή ιδέα να φτάσω μέχρι εκεί, ίσως το ίδιο να σκεφτόταν και εκείνη. Ηλιθιωδώς και από αμηχανία δεν σταμάτησα να κοιτάζω το κινητό τηλέφωνο που εδώ και χρόνια έχει αντικαταστήσει το ρολόι. Βρήκα τη στιγμή να κάνω χιούμορ: τουλάχιστον γλιτώσαμε απ' το σημάδι του μη μαυρίσματος το καλοκαίρι στον καρπό. Σαν να βιαζόμουν ο χρόνος να κυλήσει, σαν να ήλπιζα στο τέλος, έτσι έδειχνα, το σκεφτόμουνα μετά όταν πια δεν ήταν καθόλου επίκαιρο. Ρώτησα ξανά πράγματα που ήξερα: τι ώρα προσγειώνεσαι, θα προλάβεις το τελευταίο λεωφορείο; Ρώτησε ξανά πράγματα όπως: τι θα φας, θα πας για μπύρα, τι ώρα δουλεύεις αύριο;
Φτάσαμε παρέα μέχρι τον έλεγχο. Αγκαλιαστήκαμε, μου χάιδεψε το πρόσωπο, φιληθήκαμε. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω της. Έμεινα ακίνητος μέχρι που χάθηκε στο τέλος του διαδρόμου. Το λεωφορείο περίμενε στη στάση και εγώ είχα προνοήσει να πάρω εισιτήριο μετ' επιστροφής. Κοίταζα έξω από το παράθυρο τα σπίτια να πυκνώνουνε και να ψηλώνουν, καθώς πλησιάζαμε στο κέντρο της πόλης. Σκεφτόμουν τότε που ήμουνα μικρός, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη -πόλη τη λέγαμε εμείς, χωριό ήταν στην πραγματικότητα, απλώς το μεγαλύτερο σε ακτίνα κάποιων χιλιομέτρων- σκεφτόμουν τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου, εκεί μετά της Παναγίας, που οι καλοκαιρινοί μας φίλοι -οι Αθηναίοι όπως τους λέγαμε- έφευγαν ο ένας μετά τον άλλον, ένιωθα εκείνη τη θλίψη της καθημερινότητας που αδειάζει, το επόμενο καλοκαίρι έμοιαζε τόσο μακρινό και αβέβαιο, οι υποσχέσεις για διατήρηση επαφής αβέβαιες. Τα σχολεία σε λίγο θα άνοιγαν και οι θερινές ιστορίες θα εξαντλούνταν γρήγορα στα πρώτα θέματα έκθεσης. Αυτό θα ήθελα να της το πω, σκέφτομαι τώρα, και θα διευκρίνιζα: δεν το έχω διαβάσει σε κάποιο βιβλίο αυτό.
Την επόμενη μέρα πέταξα κι εγώ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου