αφού το ξέρεις, δε μεγάλωσα σε ορφανοτροφείο ούτε δούλευα από μικρός, δε χρειάστηκε, οι γονείς μου τίποτα το εξτρίμ, ούτε φυλακή είχε κάνει ο πατέρας μου, ούτε πρώην ποδοσφαιριστής ήτανε να 'χω να λέω στους φίλους μου, ούτε ηθοποιός να το πω στα κορίτσια και να σκιρτήσει το μέσα τους, ούτε βία ενδοοικογενειακή να βλέπουν οι άλλοι τη μάνα μου μπαούλο απ' το ξύλο και να με λυπούνται, τίποτα, έτσι κι εγώ αναγκάστηκα να σκαρώνω ιστορίες ψεύτικεςΗ σύμβαση δίνεται από την αρχή, για την ακρίβεια η αμφιβολία, τι απ' όλα όσα διηγείται ο αφηγητής είναι αλήθεια και τι όχι, και όμως, γρήγορα αυτή η αίσθηση απομακρύνεται, ο αναγνώστης παρασύρεται από την παραληρηματική εναλλαγή των λέξεων, χωρίς τελείες να οριοθετούν τις προτάσεις, μόνο κόμματα και ερωτηματικά, για την αναπνοή και την πάσα στην ακροάτρια, αυτό το βουβό πρόσωπο απεύθυνσης στο δωμάτιο του νοσοκομείου, για να επανέλθει ανά διαστήματα η αμφιβολία από τον ίδιο τον αφηγητή, να αναιρεί όσα προηγουμένως είπε, για να αναιρέσει την αναίρεση, για να εντείνει την αμφιβολία, για να δοκιμάσει τα όρια και τις δυνάμεις του στην αλήθεια του, να σιγουρευτεί πως δεν του χρειάζεται κάποιο ψέμα, για ν' αποκτήσει βάρος η αφήγηση του προσωπικού, τώρα που το τέλος πλησιάζει.
Το ζητούμενο, θεωρώ, σε κάθε αντίστοιχη παραληρηματικής μορφής αφήγηση, αφήγηση που δεν διαθέτει εξωτερικούς περιορισμούς, καθώς υπακούει σε μία διαισθητική ορμή μόνο, και κινδυνεύει, εξαιτίας της πλήρους ελευθερίας, να περιπέσει σε αδιέξοδα μονοπάτια επίδειξης, είναι η αγωνία του συγγραφέα να πει την ιστορία του, αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο, και ύστερα ακολουθεί η αλήθεια του, που στην προκειμένη περίπτωση τίθεται εξ αρχής εν αμφιβόλω από τον ίδιο τον αφηγητή, και αυτό εντείνει το αίσθημα αγωνίας εκ μέρους του να καταθέσει την ιστορία του. Και είναι αυτή η αγωνία του αφηγητή που προστατεύει το τελικό αποτέλεσμα, που αναδεικνύει την παραληρηματική αφήγηση, την έντονης ορμής παραληρηματική αφήγηση, αυτή την αίσθηση λήθαργου-εγρήγορσης, ζωής-θανάτου, του χρόνου που μετρά αντίστροφα, και τελικά δικαιώνει, πρώτα την αφηγηματική επιλογή του Βεργέτη, και εν συνεχεία το τελικό αποτέλεσμα, παρά τις όποιες ενστάσεις, ενστάσεις που με τη σειρά τους πηγάζουν από την πλήρη ελευθερία της διαισθητικής γραφής, ελευθερία που προσφέρει στον αναγνώστη μία ιδιαίτερης φύσης ταύτιση με τον αφηγητή, το θάρρος να εκφράσει γνώμη για την τροπή ή το ύφος, καθώς νιώθει άνετα, αν και ίσως υποσυνείδητα, να αναλάβει ανά πάσα στιγμή εκείνος τα ηνία της αφήγησης.
Είναι πιθανόν, ακόμα και ο ίδιος αναγνώστης, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν μέσα ή γύρω του, να διαβάσει κάθε φορά ένα διαφορετικό βιβλίο, να εκφράσει διαφορετική άποψη, να βιώσει διαφορετική απόλαυση -ή ακόμα και ενόχληση. Και αν αυτή, θα μπορούσε κάποιος να πει, είναι μια γενικότερη αλήθεια, τότε σε βιβλία όπως το χόλι μάουντεν είναι μάλλον απόλυτη και καθοριστική. Και αυτό είναι ένα ρίσκο που δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να αποτρέψει τον συγγραφέα, καθώς η παρόρμηση για την αφήγηση πηγάζει από την αγωνία του αφηγητή του να εκβιάσει συναισθηματικά -στη συγκεκριμένη περίπτωση με θετικό πρόσημο η έκφραση αυτή- την ακροάτρια που ο ίδιος έχει επιλέξει, όπως αντίστοιχα επέλεγε τον έναν ή τον άλλο συμμαθητή του για να του πει το ένα ή τ' άλλο ψέμα, ώστε να ψηλώσει στα μάτια του, και να πέσει λίγο αργότερα με την αποκάλυψη της αλήθειας.
Και αφού ο Βεργέτης έχει επιτύχει στο στοίχημα της δικαιολόγησης της επιλογής της παραληρηματικής αφήγησης, μένει να απαντηθεί το ερώτημα αν καταφέρνει να παρασύρει τον αναγνώστη, με τους περιορισμούς που ανέλυσα παραπάνω. Κατά την προσωπική μου άποψη τα καταφέρνει. Το χόλι μάουντεν είναι ένα βιβλίο που διαβάζεται με ορμή αντίστοιχη της αφήγησης, και ίσως, αν πετύχει τον αναγνώστη σε κατάλληλη συνθήκη, να τον παρασύρει μαζί του σε μία ανάγνωση μοναδική.
Εκδόσεις Κέλευθος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου