Είχα καιρό να διαβάσω κάτι ιαπωνικό. Θυμήθηκα τη Γιοσιμότο. Μία φίλη παλιά μου είχε μιλήσει για εκείνη, με λόγια γλυκά, όχι διθυραμβικά, κι εγώ με τον καιρό κατάφερα να εντοπίσω διάφορα βιβλία της, κυρίως σε παλαιοβιβλιοπωλεία. Και τώρα, που θέλησα να διαβάσω κάτι ιαπωνικό, σύγχρονο, κάτι στο στυλ των Μουρακάμι -του Χαρούκι ή του Ριού-, ένιωσα πως ήταν η στιγμή να διαβάσω ένα βιβλίο της Γιοσιμότο, το Kitchen συγκεκριμένα, βιβλίο στο οποίο περιλαμβάνονται οι πρώτες τρεις νουβέλες που εξέδωσε η Γιαπωνέζα συγγραφέας, αρκετά έργα της οποίας κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη πριν από χρόνια. Συγγραφέας συνεπής, η οποία όμως εδώ και χρόνια δεν μεταφράζεται πια στα ελληνικά.
Η παρούσα έκδοση αποτελείται από τρεις νουβέλες, με τις δύο πρώτες (Kitchen, Kitchen 2) να συνδέονται, ενώ η τρίτη (Moonlight Shadow) είναι αυτόνομη, αν και συγγενής ως προς το ύφος και τη θεματική. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση ανήκει σε δύο κοπέλες στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους, ζωής στιγματισμένης από την απώλεια και την επακόλουθη απόλυτη μοναξιά. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο αναζητούν τη λύτρωση, τον τρόπο να συνεχίσουν να ζουν, την αίσθηση σταθερότητας στο βάδισμα. Ταλαιπωρούνται από αϋπνίες, νιώθουν σεβασμό για τα μέρη εκείνα που τους εξασφαλίζουν έναν ήσυχο και βαθύ ύπνο, αφήνουν τη ζωή να τις οδηγήσει, τη ζωή που συνεχίζει να κυλά, λίγο από αδυναμία αντίδρασης και λίγο από μία πίστη διαισθητική, προσπαθούν να κρατήσουν τα μάτια ανοιχτά απέναντι στο θαύμα, σε μία συνάντηση ονειρική, σε μία γνωριμία καρμική. Οι ηρωίδες της Γιοσιμότο δεν φωνάζουν και δεν επιζητούν τη λύπηση, γι' αυτό και επιτυγχάνουν να συγκινήσουν. Πορεύονται με τον δικό τους τρόπο, που παρότι κάποιες φορές μοιάζει κάπως αφελής, εντούτοις δεν ξενίζει.
Δεν υπάρχει μέρος στον κόσμο που να τ' αγαπάω περισσότερο απ' ό,τι την κουζίνα. Δεν έχει σημασία πού βρίσκεται, πώς είναι φτιαγμένη· αρκεί να είναι μια κουζίνα, ένα μέρος που ετοιμάζει κανείς φαγητό, κι είμαι μια χαρά. Αν είναι δυνατόν, την προτιμώ λειτουργική και όχι πολύ καινούρια. Ακόμα καλύτερα αν έχει ένα σωρό πετσέτες στεγνές και καθαρές και πλακάκια άσπρα που να λαμποκοπάνε. Αλλά και οι απίστευτα βρώμικες κουζίνες μ' αρέσουν μέχρι θανάτου.
Γραφή απλή, χωρίς αχρείαστα φτιασίδια, γραφή τρυφερή και γυναικεία, που χωρίς τυμπανοκρουσίες καταφέρνει να φτάσει αρκετά βαθιά στην ψυχή των ηρώων, σκιαγραφώντας τους χαρακτήρες χωρίς να καταναλώσει λεπτομέρειες, αποδίδοντας με συναισθηματική ειλικρίνεια την αίσθηση της απώλειας, περιγράφοντας τα πρώτα βήματα μετά το σημείο μηδέν, το σκληρό παζάρι με τη μνήμη, το διπλό πρόσωπο της λήθης. Η Γιοσιμότο, μέσα από τις δύο ηρωίδες της, επιτυγχάνει να ενσωματώσει στις ιστορίες της την ιαπωνική κουλτούρα, που ισορροπεί ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, την τεχνολογία και την πίστη στο άγνωστο, τις πολύβουες πόλεις με τις νησίδες απομόνωσης, την υπερβολική ταχύτητα του εξωτερικού κόσμου και τη βραδυπορεία του εσωτερικού.
Οι αναγνωστικές προσδοκίες υπερκαλύφθηκαν.
Μετάφραση Άμπυ Ραΐκου
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου