Πάει καιρός από την τελευταία φορά που ένιωσα την επιθυμία να γράψω για μια ταινία, ίσως γιατί πάει καιρός από την τελευταία φορά που είδα μια πραγματικά συγκλονιστική ταινία. Και τέτοια ταινία ήταν τα Παράσιτα του Νοτιοκορεάτη Joon ho Bong, που βγήκε αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες της Θεσσαλονίκης και θα βγει στις 17 του μήνα στην Αθήνα. Ταινία που στάθηκε πλήρως αντάξια της φήμης που κουβαλούσε μετά τη βράβευσή της με τον Χρυσό Φοίνικα και την περιοδεία της σε διάφορα φεστιβάλ ανά τον κόσμο, μεταξύ αυτών και στις πρόσφατες αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας. Για την ταινία μου μίλησαν διάφοροι, μεταξύ τους διαφορετικοί ως προς τα γούστα, και όμως όλοι, με τον ίδιο ενθουσιασμό στο βλέμμα, κατέληγαν στην ίδια προτροπή: να τη δεις. Και είναι αυτό το κριτήριο της οικουμενικής αποδοχής μιας ταινίας από ένα ετερόκλητο δείγμα κοινού ένα αξιόπιστο κριτήριο, γιατί πέρα από τις ειδικές προτιμήσεις του καθενός, τις προσλαμβάνουσες και τις συνθήκες της καθημερινότητάς του, μια καλή ταινία είναι πάντα μια καλή ταινία, όσο απλοϊκό και αν μοιάζει κάτι τέτοιο.
Μια τετραμελής οικογένεια ζει σε ένα ημιυπόγειο στην άκρη ενός απόμερου δρόμου, εκεί που οι μεθυσμένοι βρίσκουν μια γωνιά ν' ανακουφιστούν. Όταν ο Μιν, φίλος του γιου, θα του προτείνει να κάνει μάθημα αγγλικών στην κόρη μιας πλούσιας οικογένειας, προσποιούμενος πως έχει τα απαραίτητα προσόντα, μια χαραμάδα για ένα καλύτερο μέλλον θα διαφανεί στον ορίζοντα. Άλλωστε αυτό είναι που χρειάζονται, μια ζαριά, μια ελάχιστη ευκαιρία ν' αλλάξουν την τύχη τους, να βρουν μια δουλειά και να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές μέλλον. Δύο διαφορετικοί κόσμοι έρχονται σε επαφή, το φαίνεσθαι είναι πιο σημαντικό από το είναι, η ανάγκη για επιβίωση πιο δυνατή από την όποια ηθική.
Είχα επίσης καιρό να δω μια ταινία που να στηρίζεται σε τέτοιο βαθμό στο σενάριο της. Σενάριο καλοδουλεμένο ως προς την πλοκή, τις κορυφώσεις και τα λειτουργικά ευρήματα, με μια υπόγεια απειλή να κρατάει τον θεατή σε διαρκή εγρήγορση, απειλή που έφερνε στον νου τις ταινίες ενός άλλου Νοτιοκορεάτη, του Κιμ Κιμ Ντουκ, επίσης πολύ αγαπητού, κυρίως παλιότερα, των φεστιβάλ, αλλά και του σπουδαίου Χάνεκε. Δεν υπάρχει κάτι στο οποίο να υστερεί η ταινία αυτή. H στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία, οι αξιόλογες ερμηνείες και η αντιστικτική χρήση της μουσικής αναδεικνύουν το δυνατό αυτό σενάριο, αυτή την κεντρική ιδέα που ισορρόπησε με τόση μαεστρία μακριά από κινδύνους όπως ο λαϊκισμός, η επίκληση στο συναίσθημα και η άσκοπη βία. Ταινία που συγγενεύει θεματικά με την σχετικά πρόσφατη ιαπωνική ταινία Κλέφτες καταστημάτων, αλλά διαφέρει ως προς την ένταση της εκτέλεσης, δύο όψεις ενός παρόμοιου νομίσματος, δύο διαφορετικές σχολές κινηματογράφου εν τέλει.
Βγαίνοντας από την αίθουσα ένα αντιφατικό διπλό αίσθημα επικρατούσε· χαμηλά ένας κόμπος στο στομάχι, στο βλέμμα το δέος για αυτή τη σπουδαία ταινία. Μια ταινία που καταφέρνει χωρίς εκπτώσεις να απευθύνεται σε ένα μεγάλο μέρος του κοινού. Ανοιχτή σε αρκετές, αντίθετες μεταξύ τους, αναγνώσεις, ταινία βαθιά πολιτική, όχι όμως στρατευμένη, όχι φανερά τουλάχιστον, όχι καθοδηγητικά για να το θέσω έτσι. Έτσι και αλλιώς καθένας βλέπει εκείνο που θέλει να δει, καταλαβαίνει εκείνο που θέλει να καταλάβει και ούτω καθεξής. Τα Παράσιτα είναι από τις ταινίες εκείνες για τις οποίες χαίρεσαι να συζητάς μετά το τέλος της προβολής, πίνοντας ένα αναγκαίο ποτό πριν από την επιστροφή στο σπίτι, χαίρεσαι κυρίως για τις σιωπές ανάμεσα στα λόγια, τότε που σκηνές της ταινίας περνούν μπροστά από τα μάτια σου ξανά.
υγ. Ένιωσα την έντονη ανάγκη να δω ξανά το Old Boy, σε μεγάλη οθόνη με τέρμα τον ήχο.
Το ίδιο ένιωσα κι εγώ όταν την είδα και τη σύστησα με ενθουσιασμό στους φίλους μου! Αλλά στους περισσότερους δέν άρεσε καθόλου....
ΑπάντησηΔιαγραφήΦανή Ζιάκα
"Ξέρεις κανένα σχέδιο που δεν αποτυγχάνει ποτέ?"
ΑπάντησηΔιαγραφή...