Στη Ν.
Το πάθος, με το οποίο μια κοπέλα σου μιλάει πολύ καιρό για ένα βιβλίο που διάβασε, συχνά δεν είναι αρκετό για να ενεργοποιήσει αυτόματα τη διαδικασία που μοιάζει πια μηχανική: ντύσιμο, κλειδιά, λεωφορείο, βιβλιοπωλείο, ταμείο, λεωφορείο, κλειδιά, καναπές. Χρειάζεται, καμιά φορά, η κοπέλα αυτή να σου χαρίσει το βιβλίο αυτό για το οποίο σου μιλούσε πολύ καιρό με τέτοιο πάθος, πάθος όχι σπάνιο αλλά σε καμία περίπτωση εύκολο για εκείνη. Και τότε, νιώθοντας κάπως αμήχανα η αλήθεια είναι, διαβάζεις το βιβλίο αυτό.
Στις 18 Αυγούστου του 1933 ο θυρωρός του νοσοκομείου στο Στάιρ ανακάλυψε ένα κοιμισμένο μωρό. Δίπλα στο τυλιγμένο με κουρέλια νεογέννητο υπήρχε ένα κομμάτι χαρτί, στο οποίο ήταν γραμμένο με αδέξια γράμματα: "Το όνομά μου είναι Ζιντονί Άντλερσμπουργκ και γεννήθηκα στον δρόμο προς το Άλταϊμ. Παρακαλώ για γονείς".
Η ιστορία της Ζιντονί είναι κάτι παραπάνω από μία ακόμα ιστορία της περιόδου της ναζιστικής Αυστρίας. Είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται, μεταμορφωμένη συχνά, ως τις μέρες μας, είναι μια ιστορία που θα συνεχίσει να επαναλαμβάνεται. Γιατί το λάθος, που γίνεται ολοένα και πιο συχνά, είναι να ισχυρίζεται κανείς πως εκείνες οι μαύρες μέρες τελείωσαν, πέρασαν ανεπιστρεπτί, πως τώρα όλα είναι καλώς καμωμένα. Και ίσως κάτι τέτοιο να ισχύει αν είσαι άντρας, λευκός, παντρεμένος με παιδιά και ευκατάστατος. Τότε, ναι, ίσως. Ακόμα και εκείνες οι μαύρες μέρες δεν ήταν και τόσο άσχημες τελικά. Για σένα ο ήλιος πάντοτε θα λάμπει και ο Θεός θα 'ναι μεγάλος.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης βιβλίων όπως αυτό, δύο πράγματα συμβαίνουν συνήθως. Πρώτα, ένα αίσθημα επιβεβαιωτικό, ακόμα μια σελίδα φρίκης, ακόμα μια σκληρή ιστορία, που χαλυβδώνει το μένος σου για όλους εκείνους που συμμετείχαν σ' αυτά τα εγκλήματα, κυρίως όμως για εκείνους που σώπαιναν όταν τα τρένα διέσχιζαν τις πόλεις τους αργά τη νύχτα. Και εδώ έρχεται το αίσθημα της αντιστοιχίας με το σήμερα, είναι το σημείο που οι αναλογίες ξεκαθαρίζουν, η στιγμή που σηκώνεις το βλέμμα από τις σελίδες και αντικρίζεις τον κόσμο τριγύρω, και ακούς "ανθρώπους" να λένε πως δεν είναι ρατσιστές, αλλά δεν μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να μείνουν μαζί μας, που κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια, καθώς εκείνοι τα έκαναν όλα σωστά στη ζωή τους και τους αξίζουν όλα όσα έχουν, που νοσταλγούν εποχές που κοιμόντουσαν με τις πόρτες ανοιχτές.
Όμως η ανάγνωση του βιβλίου αυτού δεν αρκείται στον προφανή συσχετισμό των θυμάτων του ολοκαυτώματος με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες. Το λέει πολύ ωραία και η Τζέννυ Έρπενμπεκ στους Περαστικούς για τους δικούς της πρόσφυγες: "Μόνο αν επιβίωναν τώρα στη Γερμανία, είχε χάσει πράγματι τον πόλεμο ο Χίτλερ"(σελ75). Η μικρή Ζιντονί, παιδί τσιγγάνων που υιοθετήθηκε από μια οικογένεια Αυστριακών, που τόσο ήθελαν ένα ακόμα παιδί, που τόσο την αγάπησαν και αδιαφόρησαν τόσο για τα σχόλια των γειτόνων, της δασκάλας, όλων, που προσπάθησαν με όσα μέσα διέθεταν να γλιτώσουν το παιδί από τα χέρια του ναζιστικού καθεστώτος. Στο πρόσωπο της Ζιντονί συναντώνται όλες και όλοι οι διαφορετικοί, με βάση το κριτήριο της υφιστάμενης κανονικότητας: χρώμα, φύλο, θρησκεία, καταγωγή, τάξη, σωματική διάπλαση, ψυχική υγεία, δυσκολίες μάθησης, σεξουαλική προτίμηση και τόσα άλλα.
Ανάμεσα σε τόσα ζητήματα, που εγείρονται άμεσα ή έμμεσα στο συγκεκριμένο βιβλίο, και η απέχθεια της κοινής γνώμης απέναντι στην υιοθεσία, μια απέχθεια διαχρονική που πηγάζει από την απαξίωση των ανίκανων για αναπαραγωγή, από την υπεροχή των καρπερών. Πώς μπορείς να αγαπήσεις ένα παιδί που δεν είναι δικό σου αναρωτιούνται εκείνοι που με την πρώτη ευκαιρία θα θυμίσουν στο παιδί τους πόσες θυσίες έκαναν για εκείνο, που θα αποφασίσουν για εκείνο, που θα απαιτήσουν να τους κάνει υπερήφανους στο σόι και την κοινωνία. Και δεν αναφέρομαι καν σε εκείνους που έχουν τη μισανθρωπία να υιοθετήσουν κάποιο παιδί μη ελληνοφανές.
Είναι κάποια βιβλία τα οποία ξέρεις από πριν πως θα σε ζορίσουν συναισθηματικά, θα σε κάνουν να κλάψεις από οργή, που θα δυναμώσουν το θυμό για την περιβόητη κανονικότητα, που όμως ταυτόχρονα θα σε πεισμώσουν. Το Αναζητώντας τη Ζιντονί είναι τέτοιο βιβλίο.
Τώρα πια καταλαβαίνω τα συναισθήματα εκείνης της κοπέλας, συμμερίζομαι κι εγώ το πάθος της, την ευγνωμονώ για την επιμονή της, και δεν είναι η πρώτη φορά.
Μετάφραση Νάντη Φίλια
Εκδόσεις Φίλντισι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου