Σάββατο 9 Μαΐου 2020

American Honey (2016)




Όταν βγήκαμε απ' το Ιντεάλ, ο Α. κι εγώ, νιώθαμε τις προσδοκίες μας υπερκαλυμμένες, και παρά την σκληρότητα της ταινίας, απολαμβάναμε και οι δύο αυτό το γνώριμο συναίσθημα που προσφέρει το περπάτημα μετά το σινεμά. Δεν θυμάμαι πια ποιανού πρόταση ήταν να δούμε το Red road της πρωτοεμφανιζόμενης τότε Andrea Arnold, για το οποίο αποτελούσε εχέγγυο η εμπλοκή του Lars von Trier στην παραγωγή, σε μια εποχή που ο Δανός σκηνοθέτης ήταν στα πάνω του -άσχετα αν η φλόγα με τα χρόνια έχασε κάτι από τη λάμψη της. Δεν θυμάμαι ποιανού ιδέα ήταν αλλά μικρή σημασία έχει, και όχι μόνο επειδή πέρασαν δεκατρία χρόνια από τότε. Λίγα πράγματα θυμάμαι από εκείνη την ταινία, και η σκοτεινή της ατμόσφαιρα είναι ένα από αυτά. Μου είχε κάνει εντύπωση πάντως το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Arnold. Η πρόθεση να δω και τις υπόλοιπες ταινίες τής Βρετανής σκηνοθέτριας δεν ήταν, προφανώς, το μόνο σχέδιο που ανέβαλλα στη ζωή μου ως τώρα, και σίγουρα όχι το πιο μεγαλόπνοο και επιτακτικό. Διάβαζα πρόσφατα μια λίστα του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου στο Luben για τις ταινίες εκείνες που δεν έλαβαν την προσοχή που τους άρμοζε στη δεκαετία που μας πέρασε, ανάμεσα σε εκείνες και το American Honey της Arnold.  

Όταν η δεκαοχτάχρονη Star αντικρίζει τον Jake και τους άλλους μέσα στο mini bus, ενώ εκείνη παλεύει να πετύχει ένα οτοστόπ για να επιστρέψει σπίτι, νιώθει κάτι να σκιρτά μέσα της, την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, για ένα πιο όμορφο αύριο -ας ξεκινήσουμε απ' αυτό. Θα τους ακολουθήσει στο σούπερ μάρκετ, θα τους δει να παίζουν σαν μικρά παιδιά, θα φλερτάρει με τον Jake. Την επόμενη το πρωί θα είναι εκεί που της είπε να είναι για να τους ακολουθήσει στην επόμενη στάση τους στο Κάνσας. Μια ομάδα νεαρών που δουλεύουν για την Krystal γυρίζοντας από σπίτι σε σπίτι και προσπαθώντας να πουλήσουν συνδρομές σε περιοδικά, κάνοντας χρήση της οποιασδήποτε ιστορίας μπορούν να σκαρφιστούν, έτσι ώστε να προκαλέσουν τον οίκτο του υποψήφιου συνδρομητή και να πετύχουν την πώληση. Παρά το χαλαρό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στα μέλη της ομάδας, που περισσότερο θυμίζει σχολική εκδρομή παρά δουλειά, οι κανόνες είναι αυστηροί και οι συνθήκες εργασίας κακές.

Η Star ήθελε να ξεφύγει, να βρεθεί κάπου πιο όμορφα, κάπου πιο κατάλληλα για την ηλικία της, εκεί που θα υπήρχε χώρος και για ανεμελιά εκτός από υποχρεώσεις, κάπου που θα μπορούσε να κυνηγήσει το όνειρό της. Δεν είχε κάτι να χάσει, θα σκεφτεί κάποιος κάπως απλοϊκά ίσως, απλοϊκά γιατί πάντα κάποιος έχει κάτι να χάσει. Το δραματικό στοιχείο εδώ είναι πως η Star δεν έχει εναλλακτική, δεν μπορεί απλώς να σταματήσει, να πει: ως εδώ. Και αυτό δεν ισχύει μόνο για τις εργασιακές συνθήκες αλλά και για τις συναισθηματικές, δεν έχει άλλη επιλογή από το να κάνει υπομονή και να μη χάνει την ελπίδα της, η ηλικία της την βοηθά να παίρνει κάποια πράγματα πιο αψήφιστα, ενώ και τα βιώματά της την έχουν κάνει αρκετά σκληρή. Η σκοτεινή, πίσω πλευρά του αμερικάνικου ονείρου, κάπου στα μεσοδυτικά. Η Sasha Lane στον ρόλο της Star είναι φοβερή, τυχερή βέβαια που κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν χαρακτήρα τόσο καλά δοσμένο σεναριακά, έναν χαρακτήρα που χτίζεται καθ' όλη τη διάρκεια της ταινίας. Γιατί, παρά τη σχεδόν τρίωρη διάρκειά της, η ταινία δεν κάνει τη λεγόμενη κοιλιά, καθώς τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική δράση είναι έντονη, ενώ και η κινηματογράφηση είναι τέτοια που υποβάλλει τον θεατή. Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς τα δύο αυτά παράλληλα ταξίδια, από τη μία το εξωτερικό, ένα road movie που ακολουθεί την ομάδα αυτή καθώς πηγαίνει από πόλη σε πόλη, και από την άλλη το εσωτερικό ταξίδι της Star. Η Arnold σκηνοθετεί υπέροχα αυτό το παράλληλο ταξίδι, επιβραδύνοντας και επιταχύνοντας την εξέλιξη, πετυχαίνοντας να αναδείξει το σενάριο της, κάνοντας εκτεταμένη χρήση της κάμερας στο χέρι, αποφεύγοντας τα σταθερά πλάνα, επιδιώκοντας μια όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστική αποτύπωση.

Παρότι η ιστορία διαδραματίζεται στο τώρα -η αναφορά στον Τραμπ πιστοποιεί κάτι τέτοιο- υπάρχει μια αίσθηση από τα παλιά, είναι βέβαια το κινηματογραφικό είδος του road movie εκείνο που φέρνει στο νου παλαιότερες κινηματογραφικές δεκαετίες, με τα παρακμιακά μοτέλ στις άκρες των πόλεων, αλλά και με τη διάχυτη αίσθηση ελευθερίας που δίνει ο ανοιχτός αμερικανικός ορίζοντας. Αναρωτιόμουν αν το λεωφορείο αυτών των νέων θα μπορούσε να είναι βγαλμένο από μια άλλη εποχή, την εποχή των Μπίτνικς για παράδειγμα, αν κάποιος από αυτούς θα γυρνούσε πίσω στο σπίτι που μένει η μητέρα του για να γράψει όσα έζησε στον δρόμο. Και αν η παρουσία της Star τραβάει το βλέμμα και το ενδιαφέρον του θεατή σε αυτό το συναισθηματικό ταξίδι ενηλικίωσης, η ταινία πρέπει να προσεγγιστεί και με κοινωνικοπολιτικούς όρους, άλλωστε και η Star αποτέλεσμα αυτών είναι. Είναι επίκαιρο, θαρρείς, να αναφερόμαστε στους αόρατους του καπιταλισμού, που εν μέσω καραντίνας κράτησαν στη ζωή ένα σύστημα που τους σπρώχνει διαρκώς προς τα έξω. Και ονομάζοντας αόρατους αυτούς, αναρωτιέμαι πώς θα αποκαλούσε κάποιος τους ακόμα πιο αόρατους, όσους ζουν στο όριο, από κάθε άποψη. Φοβάμαι πως ξέρω ήδη αρκετές από τις πιθανές απαντήσεις. Η ταινία, χωρίς να πολιτικολογεί και να επιθυμεί να υποδείξει, αναδεικνύει τις πλευρές της αμερικανικής κοινωνίας, χωρίς να αγιοποιεί (αλλά ούτε και να δαιμονοποιεί) καμιά από αυτές, καθώς την Arnold δεν μοιάζει να την ενδιαφέρει η τελειότητα -κάτι που φαίνεται και από τον τρόπο που σκηνοθετεί άλλωστε-, αλλά οι ανθρώπινες αδυναμίες και αρετές, ιδωμένες υπό το παραμορφωτικό πρίσμα του ισχύοντος κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος. 

Καλός αμερικάνικος, ανεξάρτητος κινηματογράφος. Μια πολύ ωραία και δυνατή ταινία.

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου