Ο Γκας Βαν Σαντ αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα δημιουργού με άνιση εργογραφία, γεγονός που, παρά τη μεγάλη αγάπη που τρέφω για κάποιες από τις ταινίες του, μου προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα και με εμποδίζει να τον κατατάξω χωρίς δεύτερη σκέψη ανάμεσα στους σπουδαίους σκηνοθέτες του καιρού μας. Μια περίοδο θεωρούσα μάλιστα δεδομένο πως γύριζε εμπορικές ταινίες, συμπαθητικές στην πλειοψηφία τους αλλά ως εκεί μάλλον, έτσι ώστε να βρίσκει την απαραίτητη χρηματοδότηση για τις πιο προσωπικές και ιδιαίτερες δημιουργίες του. Γιατί από τη μια υπάρχουν ταινίες όπως το Jerry, ο Ελέφαντας, το Paranoid park και κυρίως το Last days, στις οποίες από καιρό σε καιρό επιστρέφω, ενώ από την άλλη βρίσκονται οι πιο συμβατικές και αδιάφορες, όπως ο Ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ και το Milk, για παράδειγμα, αλλά κυρίως η αποτυχημένη μεταφορά του μυθιστορήματος του Ρόμπινς Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν, αν και στην αυστηρή κρίση μου αυτή οφείλει κανείς να συνυπολογίσει την αδυναμία μου για τα βιβλία του Ρόμπινς, καθώς και την πάντοτε προβληματική μετάβαση από τη σελίδα στην οθόνη. Βέβαια, οφείλει να παραδεχτεί κανείς πως ακόμα και οι εμπορικές εκφάνσεις του έργου του διέπονται από ποιότητα και ιδιαίτερη αισθητική, στις οποίες διαφαίνονται αρκετά στοιχεία από την ταυτότητα του σκηνοθέτη και δεν αποτελούν παραγωγή φασόν, κάτι το οποίο και αμελητέο δεν είναι αλλά και το εκτόπισμα του δημιουργού δείχνει.
Δεδομένης της άποψής μου αυτής σχετικά με τον σκηνοθέτη και θεωρώντας σίγουρο πως το Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια θα ανήκε στη δεύτερη κατηγορία ταινιών του, αλλά και της παρουσίας στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χοακίν Φίνιξ, που, παρά τις σταθερά υψηλού επιπέδου ερμηνείες του, μοιάζει να παίζει πάντοτε τον ίδιο ρόλο, αρχής γενομένης από το The Master του Πολ Τόμας Άντερσον, αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς πως δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες εκείνο το βροχερό απόγευμα. Και αυτό, το να προσέρχεται, δηλαδή, κανείς χωρίς προσδοκίες μπορεί να αποδειχτεί καθοριστικό, αν και αυτή τη φορά δεν συνέβη κάποια ανατροπή. Συνεχίζοντας λίγο ακόμα στο μονοπάτι αυτό της γκρίνιας, το γεγονός πως η ταινία στηρίζεται σε μια πραγματική ιστορία υπονόμευσε περαιτέρω την προδιάθεσή μου αυτή, παρότι με πρώτη ύλη την πραγματικότητα ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει παραδώσει κάποιες από τις σπουδαιότερες ταινίες του. Αλλά είπαμε, ο Γκας Βαν Σαντ είναι ένας σκηνοθέτης που ακολουθώ αρκετά πιστά σε κάθε του βήμα, θεωρώντας δεδομένο πως είναι μάλλον απίθανο να σκηνοθετήσει μια κακή, ή μάλλον ακριβέστερα, μια ενοχλητική ταινία.
Το Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια αποτελεί την κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου αυτοβιογραφικού βιβλίου του Τζον Κάλαχαν, που πέθανε το 2010, και υπήρξε ένας αρκετά επιδραστικός και αναγνωρίσιμος σκιτσογράφος. Αλκοολικός από νεαρή ηλικία είδε τη ζωή του να ανατρέπεται όταν ένα αυτοκινητικό ατύχημα τον καθήλωσε σε αναπηρικό καροτσάκι. Στην προσπάθειά του να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ ξεκίνησε να σκαρώνει κάποια χιουμοριστικά σκίτσα, τα οποία σιγά σιγά γνώρισαν επιτυχία καθώς άρχισαν να φιλοξενούνται σε ολοένα και μεγαλύτερης κυκλοφορίας έντυπα. Η ταινία -για το βιβλίο δεν έχω άποψη- επικεντρώνεται σ' αυτή τη διαδικασία απεξάρτησης του Κάλαχαν μέσα από μια ομάδα ανώνυμων αλκοολικών. Τα τεχνικά μέρη της ταινίας είναι άρτια όπως είθισται να συμβαίνει στη δυτική ακτή. Η απόφαση του Γκας Βαν Σαντ να διασπάσει χρονικά το σενάριο καταργώντας την όποια γραμμικότητα της αφήγησης, χρησιμοποιώντας τόσο συνεχείς αναλήψεις όσο και επαναλαμβανόμενα μοτίβα στα οποία ο Κάλαχαν αφηγείται την ιστορία του (η πρώτη φορά του Κάλαχαν στην ομάδα, η πρώτη του ομιλία ως "σπόνσορας" σε μια ομάδα αλκοολικών, αλλά και η ομιλία του ως σκιτσογράφος στην αίθουσα ενός θεάτρου), ξεκινώντας πάντα με την ίδια αναφορά στη μητέρα που ποτέ δεν γνώρισε για να φτάσει ως τη μέρα του ατυχήματος επιτρέπουν στον σκηνοθέτη να προσεγγίσει την ιστορία του με έναν γνώριμο γι' αυτόν τρόπο, με τη διαφορά πως εδώ δεν έχουμε την οπτική των διάφορων χαρακτήρων αλλά την εναλλαγή του τρόπου με τον οποίο ο πρωταγωνιστής στέκεται απέναντι στο παρελθόν του, και μέσω της οποίας αποτυπώνεται το ταξίδι του ήρωα.
Ως θέμα, ένας αλκοολικός που μένει ανάπηρος και παλεύει να νικήσει τους δαίμονες του παρελθόντος του, για να αποδειχτεί τελικά ένας ιδιαίτερα χαρισματικός δημιουργός, αποτελεί τον ορισμό του συναισθηματικού εκβιασμού και αυτό γιατί είναι δύσκολο για τον θεατή να τεθεί αντιμέτωπός του. Την ίδια στιγμή που η ταύτιση, με την προϋπόθεση της μη ύπαρξης αντίστοιχου βιώματος, αποκλείεται εκείνο που μένει να διερευνηθεί είναι το περιθώριο ύπαρξης ενός εμβαδού ενσυναίσθησης. Ο αλκοολισμός ως εξάρτηση, όπως και άλλες αντίστοιχες εξαρτήσεις, όπως η χαρτοπαιξία ή τα ναρκωτικά, διαθέτει ένα έντονο κοινωνικό στίγμα, για το οποίο οι περισσότεροι θεωρώ πως έχουμε ως αναμνηστικό βίωμα την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη της ατομικής ευθύνης, του λάθους μονοπατιού στο οποίο ο εθισμένος βάδισε για να οδηγηθεί στο κοινωνικό περιθώριο. Στον αλκοολικό ελάχιστες δικαιολογίες προσφέρονται, αποτελώντας παράδειγμα αποφυγής, συνοδευόμενο συχνά πυκνά από τη γονεϊκή απειλή πως αν δεν προσέξεις και δεν ακολουθήσεις τις οδηγίες τους τότε κινδυνεύεις να καταντήσεις έτσι. Η κατανόηση δεν μοιάζει να αποτελεί μέρος του κοινωνικού μενού. Ούτε οι σχετικές σπουδές, ούτε η επαγγελματική ενασχόληση αποτελούν εχέγγυο προς μια διαφορετική, πιο ανθρώπινη στάση, κάτι το οποίο φαίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζονται οι άνθρωποι αυτοί, με τον τρόπο που τους επιβάλλεται η σωτηρία. Έτσι, κατά ένα μεγάλο ποσοστό η απεξάρτηση και η επανένταξη στον κοινωνικό ιστό αποτελούν πρωτίστως προϊόν της θέλησης των ανθρώπων αυτών που κάποια στιγμή βρήκαν τοίχο, συνεπικουρούμενη από δομές στις οποίες συχνά εμπλέκονται, και διόλου τυχαία, άτομα που εξήλθαν από την ίδια κατάσταση, χωρίς να λείπει η έντονη θρησκευτική παρουσία.
Επιστρέφοντας στην ταινία, ο τρόπος με τον οποίο στήνεται η αφήγηση προσδίδει πολλούς πόντους σε μια ιστορία της οποίας την εξέλιξη και την τελική έκβαση ο θεατής εξ αρχής μοιάζει να γνωρίζει, ταινία η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην έκπληξη όσο στην ίδια την αφήγηση, στο ίδιο το ταξίδι του ήρωα. Στα συν της ταινίας αναμφίβολα περιλαμβάνεται η αποφυγή της διαρκούς επίκλησης στο συναίσθημα του θεατή, όσο, τέλος πάντων, κάτι τέτοιο με δεδομένη την ιστορία είναι εφικτό, και στο οποίο ο αυτοσαρκασμός του Κάλαχαν συμβάλλει καθοριστικά.
Το Μην ανησυχείς, δε θα φτάσει μακριά με τα πόδια είναι μια τίμια ταινία, την οποία ο Γκας Βαν Σαντ φέρνει αρκετά, και όσο η ιστορία του ίδιου του Κάλαχαν του επιτρέπει, στα μέτρα του, θυμίζοντας αρκετά το Milk, μην καταφέρνοντας ωστόσο να φτάσει στο ύψος των παλαιότερων, αγαπημένων ταινιών του δημιουργού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου