Βιβλία όπως Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ συνηθίζω να τα κρατάω κάβα περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. Η στιγμή εκείνη διακρίνεται συνήθως από μια ενοχλητική αναγνωστική αμφιθυμία· έντονη επιθυμία για διάβασμα και αδυναμία συγκέντρωσης, αυτά είναι τα χαρακτηριστικά της. Τότε είναι που βιβλία όπως αυτά που γράφει ο Ντικέρ χρησιμοποιούνται ως μια ιδιότυπη μορφή θεραπείας, καθώς διαθέτουν τα εξής απαραίτητα συστατικά: είναι πολυσέλιδα, γεγονός το οποίο κρίνεται ως υψίστης σημασίας στην ικανοποίηση της έντονης επιθυμίας για διάβασμα, καθώς η έκτασή τους λειτουργεί κατά αντιστοιχία με τις τηλεοπτικές σειρές, συντελώντας στο κτίσιμο μιας παράλληλης πραγματικότητας· η επίλυση του μυστηρίου και -κυρίως- ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας οδηγεί την πλοκή προς τα εκεί είναι στοιχεία ικανά να επιβάλλουν την αναγνωστική συγκέντρωση και να προσφέρουν τη ζητούμενη αποκοπή από την πραγματικότητα· η ποιότητα των ανατροπών και των ευρημάτων αποκαλύπτουν μια οργιώδη φαντασία, γεγονός αδιαμφισβήτητα θελκτικό.
Υπάρχει ένας παρεξηγημένος όρος σχετικά με τη λογοτεχνία, κυρίως την ευπώλητη, εκείνος που στα αγγλικά αποδίδεται ως page-turner και που συνήθως χρησιμοποιείται μάλλον υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει κάποιο βιβλίο. Δεν είναι όμως έτσι. Δεν είναι ούτε εύκολο ούτε απλό να γράψει κάποιος ένα βιβλίο το οποίο να καταφέρνει να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Τα περισσότερα βιβλία τα οποία χαρακτηρίζονται ως page-turner προσωπικά τα βρίσκω βαρετά και κακογραμμένα, γεγονός το οποίο κάθε άλλο παρά γρήγορα κάνει τις σελίδες τους να γυρίζουν. Ευκολοδιάβαστο δεν γίνεται ένα βιβλίο επειδή είναι γραμμένο σε απλή γλώσσα και με περίσσεια αποσιωπητικών, ούτε επειδή εκδίδεται με μεγάλη γραμματοσειρά, κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Ευκολοδιάβαστο είναι ένα βιβλίο όταν η ανάγνωσή του ρέει αβίαστα ενώ ταυτόχρονα επιτείνει διαρκώς την επιθυμία τού αναγνώστη να διαβάσει ακόμα μία σελίδα. Για να το θέσω και αλλιώς: το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο είναι ένα από τα πιο πορωτικά page-turner μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Ένα τέτοιο βιβλίο είχα ανάγκη: πολυσέλιδο, με αστυνομική πλοκή και οργιώδη φαντασία. Τέτοια βιβλία γράφει ο Ντικέρ. Έτσι, τράβηξα από το ράφι την Εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ.
Στις 30 Ιουλίου του 1994, η Όρφια, μια μικρή, παραθαλάσσια πόλη, συγκλονίζεται από ένα στυγερό έγκλημα. Ο δήμαρχος και η οικογένειά του δολοφονούνται στο σπίτι τους, όπως και μια γυναίκα που περνούσε τυχαία από εκεί τη στιγμή του εγκλήματος. Είναι η μέρα των εγκαινίων του πρώτου φεστιβάλ θεάτρου που διοργανώνεται στην πόλη. Την υπόθεση αναλαμβάνουν να διαλευκάνουν δύο νέοι και φιλόδοξοι αστυνομικοί, ο Τζέσσι Ρόζενμπεργκ και ο Ντέρεκ Σκοτ. Φέρνουν εις πέρας την αποστολή, η υπόθεση κλείνει και εκείνοι απολαμβάνουν τους επαίνους και τα παράσημα που αναλογούν στην επιτυχία τους. Είκοσι χρόνια αργότερα και ενώ στο αστυνομικό τμήμα που υπηρετεί ο Τζέσσι λαμβάνει χώρα η τελετή συνταξιοδότησής του, θα εμφανιστεί η δημοσιογράφος Στέφανι Μέιλερ για να του αποκαλύψει πως, σύμφωνα με τη δική της έρευνα, ο δράστης της δολοφονίας εκείνης ήταν άλλος. Ο Τζέσσι, αν και αρνείται να της παραδώσει τον φάκελο της υπόθεσης, μπαίνει σε σκέψεις. Όταν θα την αναζητήσει θα διαπιστώσει πως έχει εξαφανιστεί μυστηριωδώς.
Η σταδιακή αποκάλυψη των προ εικοσαετίας γεγονότων και η εν εξελίξει έρευνα με αφορμή την εξαφάνιση της Μέιλερ αποτελούν τις δύο βασικές ιστορίες, που, αν και συμπληρωματικές, λειτουργούν ως ένα βαθμό αυτόνομες. Ο Ντικέρ στήνει την αφήγησή του μαεστρικά, με διαρκή μπρος-πίσω στον χρόνο, δίνοντας τον ρόλο του πρωτοπρόσωπου αφηγητή στους βασικούς χαρακτήρες της πλοκής, με ευφάνταστα και -κυρίως- λειτουργικά ευρήματα και ανατροπές, οδηγώντας, έτσι, τον αναγνώστη προς τη λύση της υπόθεσης. Αυτό, όμως, που πετυχαίνει ο γεννημένος στην Ελβετία συγγραφέας, και το οποίο καθιστά τα βιβλία του ξεχωριστά για το είδος τους, είναι πως δεν περιορίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αποκλειστικά και μόνο στην επίλυση της υπόθεσης, την εύρεση, δηλαδή, του δολοφόνου στην προκειμένη περίπτωση. Έτσι, η αστυνομική πλοκή αποτελεί ταυτόχρονα πρόσχημα αλλά και ζητούμενο. Σε αυτό βοηθούν οι διάφορες υποϊστορίες και οι καλοσχηματισμένοι χαρακτήρες, για τους οποίους η γνώση και το ενδιαφέρον μας εκτείνονται αρκετά πέρα από την απλή σχέση τους με την κυρίως υπόθεση. Ο Ντικέρ πετυχαίνει να υπερβεί αρκετούς από τους περιορισμούς της αστυνομικής λογοτεχνίας, τη στιγμή που χρησιμοποιεί όλα τα χαρακτηριστικά της, μη διστάζοντας όμως την ίδια στιγμή να την υπονομεύσει.
Εκείνο που περισσότερο εντυπωσιάζει είναι η οργιώδης φαντασία του Ντικέρ, η οποία όμως δεν θα ήταν αρκετή αν δεν συνοδευόταν από μια ευφυή σύνδεση μεταξύ των ιστοριών και των ευρημάτων. Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνει και υποτάσσει τη φαντασία του, που διαρκώς μοιάζει να γεννά παρακλάδια, είναι αξιοθαύμαστος και ζηλευτός. Το δωμάτιο του συγγραφέα τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από το δωμάτιο της αστυνομικής έρευνας, έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται συνήθως, με τους τοίχους του γεμάτους από χαρτιά, φωτογραφίες και λοιπά αποδεικτικά στοιχεία. Τα περισσότερα αστυνομικά μυθιστορήματα διαθέτουν συνήθως μία βασική ανατροπή και έναν κύριο πρωταγωνιστή (συνήθως τον αστυνόμο-ντέτεκτιβ). Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ δεν είναι όμως ένα τυπικό αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι το οποίο ισχύει και για τα προηγούμενα βιβλία του Ντικέρ, τα οποία χαρακτηρίζονται από έναν πλουραλισμό, ο οποίος όμως λειτουργεί χωρίς να κουράζει τον αναγνώστη. Τα βιβλία του Ντικέρ διαθέτουν πάντοτε και μια βιβλιοφιλική διάσταση, έστω και κάπως ιδιότυπα λοξή, έτσι και εδώ, έχουμε έναν πρώην αστυνομικό διευθυντή που παρατά το σώμα και αφιερώνει τη ζωή του στη συγγραφή ενός θεατρικού έργου που θα είναι ό,τι σπουδαιότερο έχει ποτέ ανεβεί στη σκηνή, αλλά και έναν διάσημο κριτικό της Νέας Υόρκης, η παρουσία του οποίου δίνει στον συγγραφέα την ευκαιρία να μιλήσει για τον κόσμο της γραφής και των εκδόσεων. Οι δύο αυτές υποϊστορίες λειτουργούν αρκετά προβοκατόρικα.
Ένα ακόμα σημείο παρεξήγησης σχετικά -κυρίως- με την αστυνομική λογοτεχνία, στην οποία και ανήκουν τα βιβλία του Ντικέρ, είναι εκείνο της αληθοφάνειας και της σύγχυσης αυτής με την πραγματικότητα, όπως ο κάθε αναγνώστης τουλάχιστον την αντιλαμβάνεται και την ορίζει, αν δηλαδή οι ανατροπές και η τελική λύση της πλοκής είναι εφικτές ή όχι. Η υπερβολή είναι έννοια σύμφυτη με τη λογοτεχνία, αρκεί και μόνο να σκεφτεί κανείς τους μεγάλους λογοτεχνικούς έρωτες για παράδειγμα. Ο αναγνώστης αστυνομικής λογοτεχνίας αναζητά έναν καλό γρίφο, ξέρει, και αποδέχεται, πως ο συγγραφέας θα επιχειρήσει να τον ξεγελάσει και να τον παραπλανήσει, αυτή είναι η σύμβαση του είδους. Εδώ εντοπίζεται η παρεξήγηση κατά τη γνώμη μου, στον διαφορετικό για κάθε αναγνώστη βαθμό που πείθεται τόσο από τις ανατροπές όσο και -κυρίως- από την τελική λύση, κάτι το οποίο έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το κατά πόσο το μυθιστόρημα περιορίζεται και στήνεται αποκλειστικά γύρω από αυτές. Η περίπτωση του Ντικέρ είναι όμως διαφορετική ακριβώς γιατί, και παρότι επενδύει σε μια σύνθετη πλοκή, δεν περιορίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη στο ποιος το έκανε (και στις όσες ανατροπές προηγούνται αυτής της αποκάλυψης) αλλά, ακριβώς μέσω της σύνθετης αυτής πλοκής, καταφέρνει να διασπάσει το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Η εξαφάνιση της Στέφανι Μέιλερ ήταν ακριβώς το βιβλίο που χρειαζόμουν εκείνη τη δεδομένη στιγμή και η μετάφραση της Μυρτώς Καλοφωλιά συνετέλεσε καθοριστικά σε αυτό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου