Σαντορίνη, Ιούλιος 1965. Ένα συνεργείο εργατών πραγματοποιεί χωματουργικές εργασίες στο Ημεροβίγλι όταν ανακαλύπτει μια αρχαία επιτύμβια στήλη. Ο Σαράντης Καγιαλής, μέλος του συνεργείου, αρνείται να την εγκαταλείψει βορά στους αρχαιοκάπηλους και μένει να τη φυλάξει έως ότου έρθει η αρχαιολογική υπηρεσία. Όμως η μοίρα τού παίζει άσχημο παιχνίδι· γλιστρά στη σκαμμένη τρύπα και πέφτει προς τα πίσω με το κεφάλι μένοντας στον τόπο. Ο θάνατός του βυθίζει στο πένθος δύο οικογένειες. Την ίδια στιγμή στην Αθήνα γράφονται μερικές από τις πλέον μελανές σελίδες της ελληνικής ιστορίας, που θα οδηγήσουν στη δικτατορία των συνταγματαρχών. Η Μαριλένα Παπαϊωάννου (Αθήνα, 1982), στο τρίτο της συγγραφικό βήμα, χρησιμοποιεί και εδώ ως φόντο μια ταραγμένη πολιτικά περίοδο και αφηγείται την ιστορία τεσσάρων γυναικών ‒της γυναίκας του Σαράντη, της μητέρας του, της αδερφής του και μιας πρώην πόρνης‒, που για να αντιμετωπίσουν τη θλίψη που τους προκάλεσε ο χαμός του, θα βρεθούν να γυρεύουν με επιμονή μια δεύτερη αρχαία στήλη, κρυμμένη στο νησί από την εποχή της γερμανικής κατοχής, σε μια προσπάθεια να δικαιώσουν τον θάνατό του.
Λίγο πριν από την εισβολή των ναζιστικών στρατευμάτων στη χώρα, δόθηκε εντολή να μεταφερθούν τα εκθέματα από μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους και να θαφτούν με σκοπό να προφυλαχθούν. Αυτό συνέβη και στη Σαντορίνη. Όμως, τα περισσότερα από τα αρχεία που περιελάμβαναν τις κρυψώνες αυτές καταστράφηκαν ή έπεσαν σε λάθος χέρια, με αποτέλεσμα πλήθος αρχαίων αντικειμένων να καταστεί προϊόν αρχαιοκαπηλίας ή να παραμένει ως σήμερα στα έγκατα της κυκλαδικής γης. Με αυτή την όχι και τόσο γνωστή πτυχή της ιστορίας στο επίκεντρο, η Παπαϊωάννου προσαρμόζει τα πραγματολογικά στοιχεία στις μυθοπλαστικές ανάγκες της ανθρωποκεντρικής αφήγησής της, που διαδραματίζεται σε μια Σαντορίνη σχεδόν εξωτική σε σύγκριση τουλάχιστον με τη σημερινή άκρως τουριστικοποιημένη εκδοχή της. Το εύρημα της αρχαιοκαπηλίας προσδίδει μια αστυνομικού χαρακτήρα διάσταση στο μυθιστόρημα και λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη στην εξέλιξη της πλοκής, που βοηθά να σκιαγραφηθούν οι χαρακτήρες με λεπτομέρεια και να αναδειχτούν οι αντιμαχόμενες πλευρές της ιστορίας.
Η δικαίωση του νεκρού Σαράντη και ο αγώνας να μην πέσει η στήλη σε βρόμικα χέρια· αυτή θα μπορούσε να είναι η σύνοψη του Ένα πιάτο λιγότερο. Άνθρωποι απλοί, καθένας με το δικό του παρελθόν, με υψηλό κώδικα αξιών, γεμάτοι από πάθος, αρνούμενοι να υποκύψουν στα σχέδια ισχυρών και σκοτεινών δυνάμεων, διεκδικούν το δίκαιο και την αλήθεια. Εδώ εδράζεται ο διάλογος με τα Ιουλιανά, ο οποίος και λειτουργεί περίφημα ως παραβολή της πραγματικής και της μυθοπλαστικής ιστορίας, με τις ομοιότητες και τις μεταξύ τους αναλογίες. Η δολοφονία του Πέτρουλα, οι αλλεπάλληλες διαδηλώσεις, το ύποπτο πολιτικό παιχνίδι στα παρασκήνια, οι λογαριασμοί του εμφυλίου που δεν έχουν τακτοποιηθεί, το όραμα για ένα καλύτερο αύριο, η σιωπηλή πλειοψηφία. Η αρχαία στήλη, και ο αγώνας γύρω από αυτή, σ' άλλο δεν αναλογεί παρά στη δοκιμαζόμενη δημοκρατία και στον κίνδυνο μιας ακόμα εκτροπής. Τοποθετώντας την κυρίως πλοκή της ιστορίας της στη Σαντορίνη, η Παπαϊωάννου πετυχαίνει, εκτός όλων των άλλων, να προσδώσει στις κυρίαρχες πολιτικές εξελίξεις μια ενδιαφέρουσα αίσθηση απόηχου, έτσι όπως οι ειδήσεις φτάνουν στο νησί με χρονική καθυστέρηση και εν μέσω φημών και δημοσιευμάτων. Με τον τρόπο αυτό προσθέτει την απαραίτητη βαρύτητα και αυτονομία στην ιστορία που αφηγείται, χωρίς όμως να την εξοβελίζει από το κυρίως κοινωνικοπολιτικό κάδρο.
Με αφηγηματική άνεση και πλήρη έλεγχο του υλικού της, η Παπαϊωάννου ξεδιπλώνει την ιστορία της, πορευόμενη μέχρι τέλους στο πλευρό των χαρακτήρων της, επιτρέποντας στον παντογνώστη αφηγητή να αποκαλύψει σταδιακά τα φύλλα του, διατηρώντας αμείωτο το αναγνωστικό ενδιαφέρον, για να οδηγηθεί στο φινάλε με έναν τρόπο φυσικό και αβίαστο, χωρίς να στηρίζεται εξ ολοκλήρου στα λειτουργικά ευρήματα και τις απαραίτητες για την εξέλιξη της πλοκής ανατροπές. Δεν παρασύρεται από τις σειρήνες της ντοπιολαλιάς, αποφεύγει, έτσι, την
επιτήδευση και καρπώνεται το φυσικό γλωσσικό αποτέλεσμα. Εκμεταλλεύεται στο έπακρο τα πραγματολογικά στοιχεία της έρευνάς της και τις ιδιαιτερότητες του τόπου, απαλείφοντας οποιαδήποτε μομφή περί τυχαιότητας στην επιλογή του τόπου και του χρόνου. Χρησιμοποιεί χρηστικά την ημερολογιακή καταγραφή, γεγονός που, εκτός από τις αναλογίες με τις πολιτικές εξελίξεις, συνεισφέρει και στην επίτευξη συνοχής. Ο τρόπος με τον οποίο η Παπαϊωάννου προσεγγίζει και διαχειρίζεται το πένθος είναι βαθιά ανθρώπινος. Χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, δίνει τον απόλυτα προσωπικό και διακριτό χαρακτήρα του βιώματος της απώλειας, της συναισθηματικής στάσης απέναντι στον οικείο θάνατο, της μελωδίας και του ρυθμού του θρήνου.
Στο Ένα πιάτο λιγότερο η Παπαϊωάννου κάνει ένα ευδιάκριτο βήμα προόδου. Παρά τις όποιες επιρροές από τη γυναικεία και πολιτική εγχώρια λογοτεχνία μπορεί κανείς να διακρίνει, αυτές είναι χωνεμένες καλά, επιτρέποντας στην προσωπική φωνή της συγγραφέως να ακουστεί με ευκρίνεια. Ο τρόπος με τον οποίο αναμειγνύει το πολιτικό ντοκουμέντο με τη μυθοπλασία λειτουργεί περίφημα και εδώ, χωρίς να μετατρέπεται σε ένα κενά επαναλαμβανόμενο μοτίβο, σε μια κακώς εννοούμενη αφηγηματική μανιέρα. Η Παπαϊωάννου πετυχαίνει κάτι πραγματικά σπουδαίο· φτιάχνει λογοτεχνία που απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό χωρίς να κάνει εκπτώσεις.
υγ. Μέρος του κειμένου αυτού πρωτοδημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των
Συντακτών, το Σάββατο 13 Μαρτίου, το λινκ για την ψηφιακή του εκδοχή εδώ.
Εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου