Η ειλικρίνεια οφείλει να προηγηθεί από οτιδήποτε άλλο σ' αυτό το κείμενο· στη θέα της Ανησυχίας, ο ορίζοντας προσδοκιών χαράχτηκε μεμιάς: ένα ‒ακόμα‒ ντοκουμέντο για τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ιδιαιτέρως ευπρόσδεκτο. Επιπρόσθετο ενδιαφέρον σ' αυτό κόμιζε η υπογραφή της κόρης του, η αναπόφευκτα προσωπική ματιά του παιδιού που βιογραφεί τον πατέρα του και δη τον διάσημο πατέρα του, αλλά και η αναζήτηση απάντησης στο γιατί η Λιν Ούλμαν, στην προκειμένη περίπτωση, αποφάσισε να γράψει το βιβλίο αυτό. Ένα ενδεχόμενο κοίταγμα από την κλειδαρότρυπα έριχνε βαριά τη σκιά του, την ίδια στιγμή που το αποθεωτικό σχόλιο της συγγραφέως Ράσελ Κασκ έμοιαζε να κλείνει το μάτι πως ίσως η Ανησυχία δεν ήταν ‒μόνο‒ αυτό που νόμιζα. Και δεν ήταν!
Η Λιν Ούλμαν, κόρη της Λιβ Ούλμαν και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, γεννήθηκε στο Όσλο το 1966. Η γέννηση της Λιν συνέπεσε με το χτίσιμο του σπιτιού στο Χάμαρς του σουηδικού νησιού Φάρο. Ο Μπέργκμαν πρωτοεπισκέφθηκε τη βραχώδη αυτή ακτή το 1965, για τα γυρίσματα του Persona στην οποία πρωταγωνιστούσε η Λιβ Ούλμαν. Εκείνος ήταν τότε σαράντα επτά χρόνων, εκείνη είκοσι επτά. Οι δυο τους δεν παντρεύτηκαν ποτέ, χώρισαν το 1969 όταν η Ούλμαν έφυγε μαζί με τη μικρή Λιν από το σπίτι στο Χάμαρς. Ο Μπέργκμαν θα περνούσε εφεξής εκεί τα καλοκαίρια του, μακριά από τη Στοκχόλμη, πριν αποσυρθεί μόνιμα τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η Λιν επισκεπτόταν τον πατέρα της στις καλοκαιρινές διακοπές, τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσε με τη μητέρα της. Το 2005 γεννήθηκε η ιδέα για ένα βιβλίο για το πώς είναι να γερνάς. Πατέρας και κόρη μιλούσαν συχνά σχετικά με το βιβλίο αυτό επί δύο χρόνια. Εκείνη αγόρασε ένα μαγνητόφωνο τελευταίας τεχνολογίας για να καταγράψει τις συζητήσεις τους. Σχεδίαζαν, πρότειναν. Έψαχναν τον κατάλληλο τίτλο. Ο θάνατός του άφησε το σχέδιο λειψό, ήδη από την άνοιξη του 2007 ο Μπέργκμαν υπέφερε από αλλεπάλληλα μικρά εγκεφαλικά, η πραγματικότητα συχνά δεν ξεχώριζε πια από το όνειρο, ενώ όσο και αν έψαχνε συνήθως δεν έβρισκε την κατάλληλη λέξη. Το πένθος της απώλειας και οι απαιτήσεις της ζωής των ζωντανών άφησαν τις κασέτες αυτές στην άκρη. Όταν η Λιν Ούλμαν έπιασε να τις απομαγνητοφωνεί είχε την ηλικία του πατέρα της όταν γεννήθηκε εκείνη.
«Για να γράψεις για αληθινούς ανθρώπους ‒γονείς, παιδιά, εραστές, φίλους, εχθρούς, αδέλφια, θείους ή έναν τυχαίο περαστικό‒ είναι απαραίτητο να τους κάνεις μυθιστορηματικούς», ισχυρίζεται κάποια στιγμή η αφηγήτρια. Εκτός από μια σύνοψη της ποιητικής που ακολούθησε η Ούλμαν κατά τη συγγραφή της Ανησυχίας, το παραπάνω απόσπασμα λειτουργεί και ως μια βασική διακήρυξη της μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας (autofiction) εν γένει. Κάπως έτσι το σχόλιο της συγγραφέως Ράσελ Κασκ, της πλέον γνωστής εκπροσώπου του υποείδους, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα. Η Ούλμαν γράφει ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές τον πατέρα και τη μητέρα της, αλλά κυρίως την ίδια. Ένα μυθιστόρημα για το πώς είναι να γερνάς, για τις οικογενειακές σχέσεις, για τους έρωτες που δεν άντεξαν στην πρακτική πλευρά της ζωής, για την εξ αποστάσεως γονεϊκότητα, για την αντανάκλαση του παιδικού παρελθόντος στο ενήλικο μέλλον. Για να γράψεις για αληθινούς ανθρώπους, όπως ο εαυτός σου, είναι απαραίτητο να τους κάνεις μυθιστορηματικούς. Έτσι, το πρώτο πρόσωπο της αφήγησης δίνει συχνά πυκνά τη θέση του στην τριτοπρόσωπη αφήγηση, το εγώ γίνεται το κορίτσι εκείνο, το εγώ που ξέρει όσα είδε μετατρέπεται σε κάποιον που τα ξέρει όλα.
Ως παντογνώστης αφηγητής, η Ούλμαν μπορεί να υποθέσει και να φανταστεί συναισθήματα και αντιδράσεις, να δώσει εξηγήσεις και απαντήσεις, να συμπληρώσει τα κενά της δικής της ιστορίας. Δίνει την αίσθηση πως γράφει περισσότερο για να καταλάβει παρά για να αποκαλύψει. Μπορεί για εμάς να είναι ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και η Λιβ Ούλμαν, όμως για εκείνη είναι ο πατέρας και η μητέρα της. Το αφηγηματικό εύρημα λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα, με κυριότερο τον απεγκλωβισμό της Ανησυχίας από τα στενά τού ‒εκ φύσεως άνευρου ή επίπλαστα συναισθηματικού‒ ντοκουμέντου και την πλεύση της σε καθαρά λογοτεχνικά ύδατα. Σε κανένα σημείο ο αναγνώστης δεν νιώθει σίγουρος πως αυτό που διαβάζει είναι μια ακριβής βιογραφία ‒κυρίως του Μπέργκμαν και δευτερευόντως της Λιβ Ούλμαν‒ και όχι μια μυθοπλαστική παραμόρφωση, μια ψευδαίσθηση. Το συναίσθημα αυτό εντείνεται από την ορατότητα της κατασκευής, καθώς το πώς της γραφής διαρκώς επανέρχεται.
Ακόμα και αν τα πρόσωπα του βιβλίου δεν ήταν αυτά που είναι, η Ανησυχία θα παρέμενε ένα άρτιο δείγμα μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, ένα από τα καλύτερα του είδους. Έργο στο οποίο αποτυπώνεται η συγγραφική ικανότητα της Λιν Ούλμαν και γκρεμίζεται η όποια καχυποψία βαραίνει συνήθως τα παιδιά διάσημων γονιών. Η Ανησυχία δεν αφορά μόνο τους θαυμαστές του Μπέργκμαν και, πάρα τη δεδομένη αξία της ως ντοκουμέντου, είναι, πρώτα και κύρια, ένα απολαυστικό και βαθιά προσωπικό μυθιστόρημα.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 12 Ιουνίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου