Ο Σούλστα, γνώριμος ήδη στο ελληνικό κοινό από το εξαιρετικό Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια, ορίζει την ποιητική και την παιγνιώδη διάθεση του νέου εγχειρήματός του, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό του, στην υποσημείωση μιας υποσημείωσης: «Το μυθιστόρημα αυτό, που είναι το σύνολο των υποσημειώσεων του αρχικού μυθιστορήματος, το οποίο αρχικό είναι αόρατο επειδή ο συγγραφέας αρνήθηκε να ασχοληθεί μαζί του και να το κάνει δικό του, έχει θέμα τον Άρμαντ Β., κι αυτό είναι αδιαμφισβήτητο». Το «αδιαμφισβήτητο» λειτουργεί εξόχως αντιστικτικά ως απόλυτη βεβαιότητα σ' ένα πλαίσιο εξαρχής αιρετικό και πειραματικό, που όμως σε καμία περίπτωση, και εδώ έγκειται η συγγραφική ευφυΐα, δεν αιωρείται ασαφές και εκτός ελέγχου. Κάθε αφηγηματικό εύρημα οφείλει αρχικά να δικαιολογεί την επιλογή του και ακολούθως τη χρησιμότητά του. Στην περίπτωσή μας, ο αφηγητής‒συγγραφέας γράφει ένα μυθιστόρημα υπό τη μορφή υποσημειώσεων ενός μυθιστορήματος που αρνήθηκε να γράψει ξέροντας πως δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει, όχι τουλάχιστον σύμφωνα με τις δικές του, αυστηρές προδιαγραφές, μη μπορώντας όμως ταυτόχρονα να απεγκλωβιστεί ούτε από την ιστορία του Άρμαντ, ούτε και από τις σκέψεις γύρω από το μέλλον του ίδιου ως συγγραφέα.
Το αφηγηματικό εύρημα επιτρέπει στο μυθιστόρημα να λειτουργήσει σε δύο επίπεδα. Από τη μία πρόκειται για την ιστορία του Άρμαντ, που στα νιάτα του υπήρξε ιδεολογικά στρατευμένος, ένας «άνθρωπος με χαλαρή εθνική συνείδηση» που βρέθηκε να υπηρετεί στο διπλωματικό σώμα, πετυχαίνοντας μια γρήγορη ανέλιξη. Ως διπλωμάτης έζησε για χρόνια μακριά από τη Νορβηγία, εκμεταλλευόμενος ωστόσο στο έπακρο τα προνόμια της θέσης του. Βαδίζοντας προς το τέλος της καριέρας του, μέσω της οποίας εν πολλοίς αυτοπροσδιορίζεται, έρχεται αντιμέτωπος με διάφορα επεισόδια του παρελθόντος, σχέσεις και αποφάσεις. Ο Άρμαντ που ‒θεωρούσε πως‒ ήταν και ο Άρμαντ που τώρα ‒θεωρεί πως‒ είναι. Αυτές οι «κρίσιμες στιγμές» είναι γνώριμες στο έργο του Σούλστα. Βρίσκουν τους ήρωές του συνήθως ενώ περπατούν, τη στιγμή που ετοιμάζονται να διασχίσουν μια διασταύρωση (για να θυμηθούμε τον καθηγητή Ελίας Ρούκλα ακινητοποιημένο σε μια κυκλική διάβαση στο Αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια) ή περνούν έξω από ένα μπαρ, σύνηθες σημείο συνάντησης των φοιτητικών τους χρόνων. Στο λογοτεχνικό σύμπαν του Σούλστα η υπαρξιακή αγωνία των ηρώων του συνδιαλέγεται με την εξέλιξη της νορβηγικής κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας. Η ατομική πορεία, γεμάτη από διαψεύσεις και υποχωρήσεις, λειτουργεί ως αντανάκλαση αλλά και ως επεξήγηση της αντίστοιχης συλλογικής, δίνοντας την απάντηση στο ερώτημα: πώς φτάσαμε εδώ· αναδεικνύοντας την εν γένει ανθρώπινη δυσκολία αναγνώρισης του ειδώλου στον καθρέφτη.
Όμως, ταυτόχρονα, το Άρμαντ Β. είναι και η ιστορία ενός συγγραφέα που ξέρει πια πως δεν μπορεί να γράψει ένα μυθιστόρημα όπως θα το ήθελε. Όπως εύστοχα επισημαίνει στην εμπνευσμένη εισαγωγή της έκδοσης ο Δημήτρης Καρακίτσος, ο αφηγητής‒συγγραφέας, alter ego του Σούλστα, μπροστά στην αδυναμία αυτή δεν βλέπει ένα γκρεμό αλλά ένα νέο δρόμο, τη δυνατότητα να γράψει με έναν άλλο τρόπο. Οι υποσημειώσεις του άγραφου μυθιστορήματος συνθέτουν ένα μυθιστόρημα που διαθέτει την απαραίτητη συνοχή χωρίς να θυσιάζεται ο αποσπασματικός χαρακτήρας της πρώτης ύλης. Μια ιδιότυπη συνομιλία του συγγραφέα με το υπερκείμενο αόρατο μυθιστόρημα, όπου, παράλληλα με την ιστορία του Άρμαντ, θα αποτυπωθεί μέρος της ποιητικής αλλά και των σκέψεων του Σούλστα σχετικά με τη συγγραφή. Ο συγγραφέας δίνει την ευκαιρία στον αναγνώστη να κοιτάξει στο εργαστήρι του· το σκαρίφημα ενός μυθιστορήματος, τον τρόπο με τον οποίο γνωρίζει καλύτερα τους ήρωές του, τα απαραίτητα εκείνα κομμάτια που, αν και δεν θα συμπεριληφθούν, πρέπει να γραφούν, τα διαρκή ερωτήματα που το μυθιστόρημα θέτει, με τρομακτικότερο όλων εκείνο του οριστικού τέλους.
Ο συγγραφέας πειραματίζεται πάνω σε κλασικές φόρμες, χωρίς να χάνει στιγμή τον έλεγχο του αφηγηματικού ευρήματος, πάνω στο οποίο οικοδομείται το Άρμαντ Β.. Όμως, υποσημειώσεις χωρίς μυθιστόρημα δεν νοούνται. Αυτό είναι το βασικό εμπόδιο που ο Σούλστα καταφέρνει να υπερκεράσει, καθώς πετυχαίνει να καταστήσει ορατό στα μάτια του αναγνώστη το μυθιστόρημα αυτό μέχρι την τελευταία του λεπτομέρεια, το μυθιστόρημα που με τόση επιμονή ο αφηγητής‒συγγραφέας διατυμπανίζει πως αδυνατεί να γράψει. Αυτό του επιτρέπει να μην εναντιωθεί στη φύση και τη λειτουργία των υποσημειώσεων, υπονομεύοντας, θαρρείς, το ίδιο του το εύρημα, καθώς οι υποσημειώσεις αποτελούν οργανικό μέρος του μυθιστορήματος με θέμα τον Άρμαντ Β., καίτοι αόρατου.
Ο Σούλστα εντυπωσιάζει τον αναγνώστη, χωρίς αυτό να αποτελεί αυτοσκοπό του, καθώς το Άρμαντ Β. είναι πολλά παραπάνω από ένα φανταχτερό και μεταμοντέρνο παιχνίδι μυθοπλασίας. Ο πειραματισμός του έχει στέρεες λογοτεχνικές βάσεις, ενώ επεκτείνεται και στη φιλοσοφική προσέγγιση του σύγχρονου κόσμου, που διακρίνεται για την ταχύτητα και την αποσπασματικότητά του, αναζητώντας τα όρια και τις δυνατότητες της λογοτεχνίας εντός του.
υγ. Για το αιδημοσύνη και αξιοπρέπεια και ‒κυρίως‒ για τον Γιόχαν Κορνέλιουσεν, έναν από τους πλέον σπουδαίους β' ανδρικούς ρόλους, μπορείτε να διαβάσετε εδώ.
υγ2 Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 22 Μαΐου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου