Είχαν μαζευτεί σε μια ταράτσα, στο Νόξχερστ, να παρακολουθήσουν την έκρηξη. Ήταν η ταράτσα του Πλατ Χωλ, νομίζω, έντεκα ορόφους πάνω απ' το έδαφος: ξέρω τον εγωισμό του ‒ σίγουρα θα είχε διαλέξει το ψηλότερο σημείο που μπορούσε να βρει. Έχω πολλές φορές προσπαθήσει να φανταστώ πώς ένιωθαν όσο περίμεναν. Έμεναν έξι λεπτά. Το λοξό φως του δειλινού έκανε τους παλιούς πυργίσκους του πανεπιστημίου και τις δίρριχτες στέγες της πόλης ολόγυρα να παίρνουν ένα κοκκινωπό χρώμα. Σε κλίμα εορταστικό, έβαλαν κρασί σε μεγάλα ποτήρια. Γελούσαν, τα χέρια τους έτρεμαν. Εκείνη καθόταν παράμερα, σταυροπόδι, στη δυτική προεξοχή της στέγης, σε απόσταση απ' την εύθυμη διάθεση της υπόλοιπης ομάδας. Έμεναν τρία λεπτά, δύο, ένα. Το κτίριο της κλινικής Φιπς σωριάστηκε.
Ο Γουίλ βρέθηκε στο Νόξχερστ για να σπουδάσει στο πανεπιστήμιο Έντουαρντς. Απέκρυψε το παρελθόν του, επινόησε μια άλλη ζωή προς αφήγηση, εκεί που ο πατέρας του ποτέ δεν εγκατέλειψε εκείνον και τη μητέρα του, αναγκάζοντάς τον να δουλεύει σερβιτόρος στην άλλη άκρη της πόλης. Τότε ήταν που έχασε πλήρως την πίστη του στον Θεό, τότε που τον χρειάστηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στο Νόξχερστ θα γνωρίσει και θα ερωτευτεί τη Φοίβη, που κάποτε ήταν ένα μεγάλο ταλέντο στο πιάνο και τα παράτησε όλα όταν συνειδητοποίησε πως δεν της αρκούσε να είναι απλώς καλή αν δεν μπορούσε να γίνει η καλύτερη, αν δεν μπορούσε να ξεπεράσει τα ινδάλματά της. Γεννήθηκε στην Κορέα, η μητέρα της, μετά τον γάμο γνώρισε την κόλαση από τον σύζυγο και την οικογένειά του, κατάφερε να δραπετεύσει στην Αμερική, να κάνει μια νέα αρχή. Ο Τζον Λιλ, παλιός φοιτητής στο Έντουαρντς, εγκατέλειψε τις σπουδές για να βρεθεί στην Κίνα, κοντά στα σύνορα με τη Βόρεια Κορέα, μέλος μιας ομάδας που βοηθούσε όσους επιχειρούσαν να αυτομολήσουν. Συνελήφθη και φυλακίστηκε, βασανίστηκε αρκετά πριν εγκαταλειφθεί να επιστρέψει στην Κίνα και από εκεί στην Αμερική. Γύρισε στο Νόξχερστ όπου δημιούργησε μια θρησκευτική οργάνωση που μαχόταν, μεταξύ άλλων, ενάντια στις αμβλώσεις. Η κλινική Φιπς δεν άργησε να βρεθεί στο στόχαστρο της ομάδας.
Η Κουόν γεννήθηκε στη Νότιο Κορέα και μετακόμισε στην Αμερική με την οικογένειά της όταν ήταν τριών ετών. Μεγάλωσε σ' ένα έντονα θρησκευτικό περιβάλλον, όπως ο Γουίλ, έτσι κι εκείνη απόλεσε την πίστη της στα δεκαεπτά της χρόνια. Οι εμπρηστές είναι το πρωτόλειο μυθιστόρημά της. Χωρισμένο σε κεφάλαια σχετικά μικρής έκτασης, η συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των τριών νεαρών, με τον θρησκευτικό φανατισμό να βρίσκεται στο επίκεντρο. Η ιστορία έχει αρκετές αρετές, η πρόζα της Κουόν επίσης. Εκεί που το μυθιστόρημα χωλαίνει είναι στην αφηγηματική συνάρμοση, στον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο η Κουόν επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία αυτή. Αν και η αρχή είναι αρκετά υποσχόμενη, εκκινώντας από το τέλος, με την έκρηξη και την κατάρρευση της κλινικής αμβλώσεων, και τον Γουίλ να προσπαθεί να κατανοήσει την αντίδραση της Φοίβη μετά από την ενέργεια αυτή, πιάνοντας το νήμα των γεγονότων από την αρχή, σύντομα η συσκότιση και το πέπλο μυστηρίου αποδεικνύονται μια μάλλον επιτηδευμένη απόπειρα δημιουργίας ατμόσφαιρας. Αφηγητής της ιστορίας είναι ο Γουίλ, που δεν είναι ένας παντογνώστης αφηγητής. Τα γεγονότα στα οποία δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας τα υποθέτει, όπως υποθέτει και τις σκέψεις και τα συναισθήματα του Λιλ και κυρίως της Φοίβη. Η χρήση του πλάγιου λόγου είναι χρηστική και ομαλά χωνεμένη, ενώ και η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διαθέτει την αρετή του αυθεντικού συναισθήματος, την πάντοτε απαραίτητη υποκειμενικότητα εκείνου που επιθυμεί διακαώς να αφηγηθεί τη δική του ιστορία.
Οι εμπρηστές διαθέτουν τον ενθουσιασμό αλλά και τις αδυναμίες ενός πρωτόλειου μυθιστορήματος. Το θέμα που αποτελεί τον πυρήνα της ιστορίας, ο θρησκευτικός φανατισμός, δηλαδή, είναι αρκετά δυνατό και επίκαιρο ‒όχι μόνο‒ στην Αμερική, ενώ και το δικαίωμα στην άμβλωση βρίσκεται υπό διαρκή απειλή. Η Κουόν, ενώ επενδύει ορθά σε μια αφήγηση αρκετά ελλειπτική, παρασύρεται και βαραίνει την ιστορία της επιχειρώντας να θίξει διάφορα θέματα κάτι που τελικώς αποπροσανατολίζει καθώς δεν υπάρχει ο απαραίτητος χώρος ώστε αυτά να αναπτυχθούν επαρκώς και να σταθούν ακολούθως ως πυλώνες απαραίτητοι για την πλοκή, μένοντας έτσι στην επιφάνεια των πραγμάτων, με την προσχηματικότητα να κυριαρχεί, ενώ το φάντασμα του Τσαρλς Μάνσον πλανάται διαρκώς. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς, τα παιδικά χρόνια, οι οικογενειακές σχέσεις, η επινόηση ενός εναλλακτικού παρελθόντος, οι σχέσεις εξουσίας στον εργασιακό στίβο και η ανάγκη για καταφυγή στην πίστη, μεταξύ άλλων, μοιάζει να υπάρχουν για να δικαιολογήσουν τις πράξεις και τα συναισθήματα των χαρακτήρων. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει, δυστυχώς. Οι χαρακτήρες δεν είναι πειστικοί, ούτε ως εκ φύσεως προβληματικοί. Και είναι κρίμα γιατί πραγματικά η πρόζα της Κουόν έχει αρετές, υπάρχουν σημεία απολαυστικά, σημεία στα οποία αποκαλύπτονται οι δυνατότητες και οι αρετές που αυτό το βιβλίο θα μπορούσε να έχει.
Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν η Ταρτ είναι μία από τις επιρροές της Κουόν, και Οι εμπρηστές είναι μια καλή απάντηση σε όσους, ελαφρά την καρδία, κατηγορούν την Ταρτ για αχρείαστη πολυλογία. Σε κινηματογραφική αναλογία, η αίσθηση που μου άφησε το μυθιστόρημα αυτό ήταν παρόμοια με την ταινία Night moves της Κέλυ Ράινχαρντ. Οι εμπρηστές είναι από τα βιβλία εκείνα για τα οποία οι προσδοκίες και οι επιφυλάξεις συναγωνίζονται να επικρατήσουν πριν από την ανάγνωση, που αποτελούν εκ προοιμίου ένα στοίχημα υψηλού ρίσκου, ένα από τα πολλά μυθιστορήματα που φτάνουν με περγαμηνές από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού κυρίως, εκεί που τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής ευδοκιμούν. Προφανώς και Οι εμπρηστές δεν είναι ένα κακό βιβλίο, απλώς είναι ένα μάλλον αδιάφορο βιβλίο, κάτι που ίσως να είναι χειρότερο τελικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου