Ο μικρός Γκοντάρ, το πλέον πρόσφατο μυθιστόρημα της πολυγραφότατης Μαρίας Γαβαλά (Κορωπί, 1947), αποτελεί ταυτόχρονα έναν ύμνο και μια απόπειρα κατανόησης μιας εποχής που παρά τη σκοτεινότητά της επέτρεπε να ακουστεί ο αντίλαλος μιας ελπίδας ερχόμενης από το μέλλον.
Παρίσι, άνοιξη 1969. Η Λουκία Βακάρη αφήνει πίσω της μια χώρα στον γύψο για να σπουδάσει κινηματογράφο. Η μητέρα της έχει από χρόνια εγκαταλείψει τη συζυγική σκέπη για να ακολουθήσει τον Δανό εραστή της στη χώρα του. Ο πατέρας της, οδοντίατρος στο επάγγελμα, αμφιβάλλει διαρκώς για τη χρονική συγκυρία υπό την οποία η κόρη του βρέθηκε για σπουδές στο Παρίσι, έναν χρόνο μετά τα γεγονότα του Μάη. Η Λουκία θα γνωρίσει, και θα ερωτευτεί, τον σχεδόν συνομήλικό της Γκασπάρ Φρενέλ, αγνώστου πατρός, έναν ερασιτέχνη κινηματογραφιστή, που με μια 16άρα κάμερα στον ώμο τριγυρνάει και καταγράφει όσα συμβαίνουν γύρω του. Η αβεβαιότητα του έρωτα, με τις εξαφανίσεις τού Γκασπάρ και τα δυσερμήνευτα σημάδια, και η είδηση της φυλάκισης του θείου της από τη χούντα, δίδυμου αδερφού του πατέρα της, με τον οποίο διατηρούσε ανέκαθεν μια ιδιαίτερη σχέση, θα πυροδοτήσουν την ανάγκη της Λουκίας να κατανοήσει, θα γεννήσουν μέσα της συναισθήματα ακραία που δεν γνώριζε πως ήταν ικανή να βιώσει, θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κινηματογράφο, τη λειτουργία και τη δυναμική του.
Ο μικρός Γκοντάρ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με την οποία η Γαβαλά επιλέγει να αφηγηθεί αυτή την ιστορία, αποτυπώνει ευκρινώς τη στενωπό την οποία η Λουκία διέρχεται, οι εσκεμμένες επαναλήψεις και εμμονές σε συγκεκριμένα γεγονότα λειτουργούν και επιτείνουν την αληθοφάνεια της αφήγησης. Η συγγραφέας τοποθετεί σε πρώτο πλάνο την προσωπική αφήγηση της ιστορίας, το συναίσθημα και την υποκειμενικότητα της ματιάς στα πρόσωπα και τα γεγονότα, αφού επιθυμία της είναι η μυθοπλασία, και όχι το ιστορικό ντοκουμέντο ή το δοκίμιο γύρω από το σινεμά. Η κατασκευή της αφήγησης είναι τέτοια που λειτουργεί ως ένα κουκούλι του προσωπικού, είναι η ιστορία της Λουκίας αυτή με το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο να λειτουργεί ως τέτοιο, χωρίς να πρωταγωνιστεί περισσότερο απ' όσο του αναλογεί. Αυτή είναι η πλέον κομβική απόφαση που η συγγραφέας παίρνει, απόφαση που απαλλάσσει το μυθιστόρημα από την αναμάσηση γνώριμων κλισέ. Η Γαβαλά πετυχαίνει να ενσωματώσει την ιστορία στην εποχή της, αλλά και την εποχή στην ιστορία της.
Η Γαβαλά έχει μια ωραία ιστορία να αφηγηθεί και τα καταφέρνει περίφημα χωρίς να παρασύρεται από την εξωτικότητα της εποχής, ενώ αποτυπώνει αρκετά πειστικά τους παρισινούς δρόμους, αποφεύγοντας τις κακοτοπιές. Ο μικρός Γκοντάρ στον πυρήνα του φέρει ευκρινώς την αγάπη της συγγραφέως για τον κινηματογράφο, την πίστη της πως η μαρτυρία και η καταγραφή συμβάλλουν στην εξέλιξη της ιστορίας και στη διάσωση της συλλογικής μνήμης, της α-λήθειας. Η ιστορία αυτή δεν διέπεται μόνο από νοσταλγία, αλλά διαθέτει και κάτι το επίκαιρο. Και ο επίκαιρος αυτός χαρακτήρας της δεν έχει να κάνει μόνο με τις αναλογίες της ζωής κάθε νεαρής κοπέλας σε κάθε εποχή, αλλά με την αποστροφή της κάθε εξουσίας με την καταγραφή των πεπραγμένων της, τη λογοκρισία της μαρτυρίας.
υγ. Το παρόν κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο ένθετο Ανοιχτό Βιβλίο της Εφημερίδας των Συντακτών το Σάββατο 26 Μαρτίου. Ο σύνδεσμος για την ψηφιακή του εκδοχή βρίσκεται εδώ.
Εκδόσεις Πόλις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου