Σε μια παρατεταμένα άνυδρη αναγνωστική περίοδο είναι σύνηθες να αναζητεί
κανείς καταφύγιο σε κάτι που ο ορίζοντας προσδοκιών του γι' αυτό
διαθέτει κάτι το οικείο. Οι προσδοκίες τρέφονται —και— από την οικειότητα. Το Όλα γίνονται θα ήταν το τρίτο βιβλίο της Ελίζαμπεθ Στράουτ που θα διάβαζα. Τα προηγούμενα δύο και ειδικά Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, με το οποίο το Όλα γίνονται συνθέτει μια διλογία, μου άρεσαν πάρα πολύ, γεγονός ικανό ώστε να ανυπομονώ αρκετά για την κυκλοφορία κάποιου επόμενου βιβλίου της Αμερικανίδας συγγραφέως στα ελληνικά. Να γιατί επέλεξα να διαβάσω τώρα το βιβλίο αυτό.
Αξίζει να ξεκαθαρίσει κανείς ήδη από την αρχή πως το Όλα γίνονται στέκει αυτόνομο, δεν απαιτείται, δηλαδή, να έχει προηγηθεί η ανάγνωση του Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, όχι όσον αφορά την κατανόηση τουλάχιστον. Στο δεύτερο αυτό μέρος της ιστορίας, η Στράουτ εγκαταλείπει την πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ένας παντογνώστης αφηγητής αναλαμβάνει δράση. Το αφηγηματικό εύρημα ωστόσο είναι εν πολλοίς κοινό. Στο Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον, που φαινομενικά τουλάχιστον ανήκει στο είδος της αυτομυθοπλασίας, η Λούσυ βρίσκεται στο κρεβάτι του νοσοκομείου όπου την επισκέπτεται η μητέρα της, πολλά χρόνια μετά την τελευταία φορά που ειδώθηκαν οι δυο τους, και η επίδοξη συγγραφέας τής ζητάει να της αφηγηθεί ιστορίες από την μικρή πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε, ένα περιβάλλον αποπνιχτικό από το οποίο κατάφερε να γλιτώσει εξαιτίας της υποτροφίας που έλαβε για να σπουδάσει. Από τότε μένει στη Νέα Υόρκη, και τώρα, χρόνια μετά, είναι μια αρκετά γνωστή συγγραφέας, που μόλις κυκλοφόρησε το τελευταίο της βιβλίο, στο οποίο πρωταγωνιστεί η μικρή εκείνη πόλη και οι κάτοικοί της.
Στο Όλα γίνονται, η Στράουτ, με το γνώριμο αφηγηματικό της στυλ, συνθέτει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αφηγούμενη τις ιστορίες των ανθρώπων εκείνων, χρόνια μετά την εποχή της νοσηλείας τής Λούσυ. Η σύνδεση μεταξύ των ιστοριών είναι αρκετά χαλαρή, το βιβλίο της Λούσυ Μπάρτον αποτελεί τον βασικό ιστό, παρότι ελάχιστα μαθαίνει κανείς για το ίδιο το βιβλίο, πέρα από την παρουσία του στο τοπικό βιβλιοπωλείο, βιβλίο το οποίο ο αναγνώστης υποθέτει πως είναι Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον. Ωστόσο, το εύρημα της Στράουτ εδώ είναι περισσότερο τεχνικό και λειτουργικό κυρίως ως προς τη συγγραφή και όχι τόσο ως προς την αναγνωστική απόλαυση. Η απουσία της αφηγήτριας-μητέρας και η σχέση μάνας και κόρης που υφαίνεται μέσα από αυτό το μάλλον αμήχανο αίτημα της Λούσυ για «κουτσομπολιό» ώστε να καλυφτεί το κενό που τα χρόνια της απουσίας έχουν επιφέρει στη σχέση τους εδώ δεν αναπληρώνεται παρά την τεχνική αρτιότητα που χαρακτηρίζει και αυτό το βιβλίο της Στράουτ. Όπως επίσης δεν υπάρχει ο ισχυρός παρότι απών χαρακτήρας της Όλιβ Κίττριτζ στο ομώνυμο μυθιστόρημα, η παρουσία απουσία της Λούσυ και του βιβλίου της δεν καταφέρνουν να καλύψουν το κενό αυτό, να γεμίσουν το δωμάτιο.
Εντούτοις, οι ιστορίες που αποτελούν το μυθιστόρημα διαθέτουν τη γοητεία που η κλασικότροπη γραφή της Στράουτ προσφέρει, μαζί με την ικανότητά της στο χτίσιμο των χαρακτήρων, αλλά και την αγάπη της για συγγραφείς όπως ο Κάρβερ ή η Μπερλίν, μια κάπως παράδοξη αγάπη στη μικρή φόρμα από μια συγγραφέα μυθιστορημάτων. Οι ιστορίες διαθέτουν αρκετό βάθος παρά τις λίγες σελίδες εντός των οποίων διαδραματίζονται, κάτι το οποίο σίγουρα αποτελεί συγγραφική επιτυχία, αλλά και περαιτέρω συνεκτικό ιστό στην ειδολογική κατάταξη του βιβλίου αυτού ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα. Η αμερικανική επαρχία και οι άνθρωποί της είναι οι πρωταγωνιστές εδώ, τα ασφυκτικά όρια παρά τις απέραντες εκτάσεις και τον ανοιχτό ορίζοντα, τα μυστικά και τα συμβάντα της ζωής, η φτώχεια και η συναισθηματική δυστυχία, η αποτυχία που βαραίνει τους ώμους των ανθρώπων, το παρελθόν από το οποίο κανείς δεν μπορεί να απαλλαγεί, ακόμα και αν ταξιδέψει χιλιόμετρα μακριά. Η απόσταση της Λούσυ που κατάφερε να ξεφύγει από τις συγκεκριμένες δυσκολίες, ίσως για να συναντήσει άλλες στη μεγάλη πόλη, δυσκολίες οι οποίες δεν αναφέρονται εδώ, τονίζει αυτή την αδυναμία απαλλαγής από το βίωμα, τη στιγμή που προσφέρει ένα αόρατο μα αισθητό σημείο παρατήρησης εκ του μακρόθεν, γεγονός το οποίο μετατρέπει σε λογοτεχνικό υλικό τις ιστορίες αυτές.
Το Όλα γίνονται είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο που καταφέρνει να διατηρήσει σε υψηλό βαθμό την αναγνωστική εγρήγορση, ένα βιβλίο βαθιά ανθρώπινο, που πετυχαίνει να υπερκεράσει τα γεωγραφικά όρια της βορειοαμερικανικής πραγματικότητας. Ωστόσο, σε σύγκριση με τα άλλα δύο βιβλία της Στράουτ, σύγκριση ίσως άδικη αλλά αναπόφευκτη, στέκει κάπως αδύναμο τουλάχιστον για τα δικά μου γούστα, παρότι τεχνικά διόλου δεν υστερεί. Η Στράουτ είναι μια γοητευτική συγγραφέας που αξίζει να γνωρίσει κανείς.
υγ. Περισσότερα για Το όνομά μου είναι Λούσυ Μπάρτον θα βρείτε εδώ, ενώ για το Όλιβ Κίττριτζ εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου