Όταν διάβασα πρώτη φορά Τοκάρτσουκ, εκείνη δεν είχε πάρει ακόμα το Νόμπελ λογοτεχνίας. Θέλω να πω πως οι προσδοκίες ήταν σίγουρα διαφορετικής στάθμης. Το αρχέγονο και άλλοι καιροί ήταν ένα ακόμα βιβλίο της σειράς Συγγραφείς απ' όλον τον κόσμο των εκδόσεων Καστανιώτη, που στο πέρασμα των χρόνων έχουν συστήσει στο ελληνικό κοινό πολλά σημαντικά έργα και συγγραφείς, κάποιοι εκ των οποίων, κάποια χρόνια αργότερα, τιμήθηκαν με σπουδαία βραβεία, όπως συνέβη και στην περίπτωση της Πολωνής συγγραφέως. Δεν ήταν ένα βιβλίο μιας νομπελίστριας. Ένα μεγάλο μέρος της επιλογής ενός βιβλίου, αλλά και της ίδιας της ανάγνωσής του, έχει να κάνει με τις προσδοκίες του υποκειμένου, με τον, συχνά αυθαίρετο, ορίζοντα προσδοκιών που σπεύδει να σκιαγραφήσει, με τις –μάλλον αόριστες– απαιτήσεις προς ικανοποίηση που εγείρει, και ένα βραβείο, ή το γενικότερο hype, συχνά αποδεικνύονται τροχοπέδη για την πρόσληψη και την απόλαυση ενός βιβλίου, που υπό άλλες συνθήκες θα διατηρούσε το πλεονέκτημα της έκπληξης, της περιδιάβασης μιας άγνωστης γης.
Ήδη από Το αρχέγονο και άλλοι καιροί, παρότι το μυθιστόρημα αυτό δεν συγκαταλέγεται στα αριστουργήματά της, ήταν ήδη εμφανής η φιλοδοξία της Τοκάρτσουκ, η διακριτή και δυνατή φωνή ως μέρος της μεγάλης ροής της λογοτεχνίας, η πιθανότητα να λάβει κάποια στιγμή θέση ανάμεσα στους σπουδαίους συγγραφείς της παγκόσμιας γραμματείας και όχι μόνο στους σύγχρονους και εν καιρώ πιθανά λησμονημένους. Τι και αν ο χρόνος είναι πάντοτε ο τελικός κριτής, εκείνος που θα καταξιώσει ή θα παρακάμψει έναν δημιουργό και το έργο του, η ανάγνωση εκείνη ήταν αρκετή για να δημιουργήσει μια βεβαιότητα σχετικά με το εύρος των δυνατοτήτων της συγγραφέως. Τα βιβλία του Ιακώβ, το φερόμενο ως το μεγάλο, προς ώρας, μυθιστόρημά της, έφερε, πρόσθετα των άλλων, και το βάρος της τελικής επιβεβαίωσης μιας υποψίας. Μια ανάγνωση που θα λειτουργούσε ως ένα πιο ασφαλές κριτήριο κατάταξης, ως δικαίωση ή μη μιας προσδοκίας.
Προσπάθησα να δημιουργήσω τις κατάλληλες συνθήκες για την ανάγνωση αυτή. Για την ακρίβεια η στάση μου ήταν πιο παθητική, περίμενα τις συνθήκες να φαντάζουν κατάλληλες για την ανάγνωση αυτή, περίμενα να νιώσω πως μπορώ να αφιερωθώ με το μέγιστο των δυνάμεών μου στο μυθιστόρημα αυτό, λαμβάνοντας υπόψη, πέραν των προσδοκιών, και το τεράστιο μέγεθός του. Δεν είναι όλες οι περίοδοι κατάλληλες για να αναμετρηθεί κανείς με ένα φερόμενο ως αριστούργημα της λογοτεχνίας. Ωστόσο, για πολλοστή φορά, αποδείχθηκε πως υπάρχουν κάποια βιβλία, όπως αυτό, τα οποία δύνανται να αδιαφορήσουν για τις εξωτερικές συνθήκες, που καταφέρνουν να φέρουν την πραγματικότητα στα μέτρα τους, να δημιουργήσουν ένα διακριτό πλαίσιο ανάγνωσης, να υψώσουν τείχη απέναντι στις προκλήσεις της καθημερινότητας, να δαμάσουν και τον χρόνο ακόμα. Για τέτοιο βιβλίο θα σας μιλήσω σήμερα.
Πριν όμως το κάνω, θα αναφερθώ στην καχυποψία με την οποία αντιμετώπισα την αρίθμηση των σελίδων με σειρά αντίστροφη, καθώς το βιβλίο ξεκινάει από τη σελίδα 858 για να καταλήξει στη σελίδα ένα του οπισθόφυλλου. Τα ευρήματα εκείνα που γυρεύουν την πρωτοτυπία και τον στείρο εντυπωσιασμό, που μυρίζουν δηθενιά, καθόλου δεν είναι του γούστου μου, ενώ συχνά είναι ικανά να αλλοιώσουν την τελική γεύση της ανάγνωσης. Η καχυποψία αυτή με κράτησε σε απόσταση από το βιβλίο για κάτι παραπάνω από πενήντα σελίδες, καθώς περισσότερο είχα το μυαλό μου στο να δώσω μια ερμηνεία στην απόφαση αυτή, παρά στο ίδιο το κείμενο, δεν μπορούσα να αφεθώ, η λογική στεκόταν αυστηρά στην είσοδο και γύρευε απαντήσεις. Προσδοκίες και καχυποψία συνέθεταν ένα δίδυμο αποτρεπτικό της απόλαυσης, ενώ αν προστεθεί σε αυτά και το γεγονός πως τα ιστορικά μυθιστορήματα δεν είναι το αγαπημένο μου φλιτζάνι τσαγιού, αντιλαμβάνεστε πως οι αναγνωστικοί οιωνοί ήταν μάλλον δυσοίωνοι. Ωστόσο λίγο πριν τις εκατό σελίδες είχα κιόλας παραδοθεί στην αφήγηση της Τοκάρτσουκ.
Στα Βιβλία του Ιακώβ, η Τοκάρτσουκ φτάνει στα όρια του την έννοια του ιστορικού μυθιστορήματος, σε τέτοιο σημείο που να γίνεται παρακινδυνευμένο να αναφερθεί κάποιος σε αυτό ως τέτοιο, καθώς είναι έντονες οι μυθοπλαστικές αρετές αλλά και το μεταφυσικό στοιχείο. Και όμως, με μια αυστηρή ειδολογική κατάταξη, ανήκει εκεί. Είναι η ιστορία του Ιακώβ Λεϊμπόβιτς Φρανκ, ενός μυστηριώδους προσώπου, που φτάνει το 1752 στην Πολωνία από τη Σμύρνη, διακηρύσσοντας ιδέες που σύντομα προκαλούν αναστάτωση στην τοπική κοινότητα των Εβραίων. Κάποιοι τον θεωρούν αιρετικό, κάποιοι άλλοι σωτήρα. Σύντομα, γύρω του αναπτύσσεται ένας κύκλος μαθητών και ακολούθων, το όνομά του συζητείται ολοένα και περισσότερο. Η Τοκάρτσουκ εντάσσει περίτεχνα την ιστορία αυτή στο γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής και του τόπου, σε μια Ευρώπη που τα σύνορά της είναι ρευστά και υπό διαμόρφωση, το τέλος μιας περιόδου και ο προπομπός της έλευσης μιας νέας. Όπως επισημαίνει και η ίδια στις ευχαριστίες του τέλους, το γεγονός πως πρόκειται για μυθιστόρημα την απαλλάσσει από την υποχρέωση της αναλυτικής και λεπτομερούς βιβλιογραφίας, ωστόσο δίνει κάποια ενδεικτικά έργα στα οποία κυρίως βασίστηκε η ενδελεχής έρευνά της.
Ο παντογνώστης αφηγητής συναντάται με το πνεύμα μιας ετοιμοθάνατης ηλικιωμένης γυναίκας που αφήνεται στο βάθος μιας σπηλιάς υπό τον φόβο να πεθάνει πριν ολοκληρωθεί η γαμήλια τελετή, που φέρνει στο Ροχάτιν του Ποντόλ μεγάλο μέρος των προσώπων της ιστορίας, και από ψηλά παρατηρεί τα πεπραγμένα επί γης. Ο λόγος συχνά πυκνά δίνεται και στα πρόσωπα της πλοκής, η Τοκάρτσουκ πετυχαίνει να αποδώσει διακριτά της διάφορες φωνές, αλλά και να διατηρήσει σταθερή και αναλλοίωτη την αφηγηματική χροιά του παντογνώστη αφηγητή, χροιά που προσδίδει την αίσθηση ενός ιδιότυπου παραμυθιού στην αφήγηση. Και είναι αυτή η κύρια φωνή που εν πολλοίς συνέχει την πληθωρική αυτή κατασκευή, ή καλύτερα ειπωμένο, η κύρια φωνή αποτελεί την πλέον ορατή συνεκτική ουσία του μυθιστορήματος αυτού. Η συγγραφική φιλοδοξία, στην οποία ήδη έγινε παραπάνω αναφορά, εδώ αγγίζει νέες, υψηλές κορυφές, κάτι το οποίο είναι εμφανές από τις πρώτες κιόλας σελίδες, φιλοδοξία η οποία καθιστά Τα βιβλία του Ιακώβ ένα έργο ξεχωριστό παρότι πατά γερά σε μια μακρά μυθιστορηματική παράδοση.
Μίλησα ήδη, επίσης, για τον τρόπο με τον οποίο η αφήγηση της ιστορίας αυτής δημιουργεί τον απαραίτητο αναγνωστικό χώρο. Τα βιβλία του Ιακώβ είναι ένα από εκείνα τα σπουδαία μυθιστορήματα τα οποία καλωσορίζουν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού, προσφέροντας περισσότερα από όσα απαιτούν αναγνωστικά, χωρίς ωστόσο να προβαίνουν σε εκπτώσεις και διευκολύνσεις ως προς την ποιότητα και το συγγραφικό όραμα. Είναι ένα βιβλίο που, παρά το μέγεθός του, τόσο σε αξία όσο και σε αριθμό σελίδων, διαβάζεται απολαυστικά, κάτι το οποίο οφείλουμε να πιστώσουμε στην ικανότητα και το όραμα της Τοκάρτσουκ, η οποία κατασκευάζει, –ή μήπως αποτυπώνει;– μαεστρικά τον κόσμο εντός του οποίου διαδραματίζεται η ιστορία, πετυχαίνοντας να μικρύνει την χρονική απόσταση που χωρίζει τον σημερινό αναγνώστη από την μακρινή πια εποχή εκείνη. Με τον τρόπο της, η Τοκάρτσουκ αφηγείται μια ιστορία διαχρονική, ακόμα και σε έναν κόσμο με ολοένα μειούμενη ανάγκη καταφυγής στο πνευματικό, όπως είναι ο σημερινός, ιστορία που πολλές φορές μου έφερε στον νου εικόνες από σύγχρονους αυτοαποκαλούμενες σωτήρες που πετυχαίνουν να προσελκύσουν έναν αριθμό πιστών, μιλώντας για την τελική κρίση που είναι προ των πυλών. Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της ιστορίας, παρότι έντονος και πανταχού παρών, αποτελεί στον πυρήνα του μια αφορμή για την Τοκάρτσουκ ώστε να μας μιλήσει για τα ανθρώπινα ερωτήματα, για την ανάγκη απαντήσεων που πατούν πάνω σε μια αγωνία θα λέγαμε υπαρξιακή.
Πολυφορεμένη και κλισέ η διαπίστωση πως σημασία έχει περισσότερο ο τρόπος παρά το περιεχόμενο μιας ιστορίας, και όμως στην περίπτωση αυτού του βιβλίου μοιάζει με δρόμο αυστηρά μονής κατεύθυνσης. Η Τοκάρτσουκ απομακρύνεται από το σύγχρονο όχι μόνο για να αναδείξει τους δρόμους που οδήγησαν σε αυτό αλλά και για να αποκτήσει πιο καθαρή ματιά απέναντί του. Για να χρησιμοποιήσω έναν θρησκευτικό όρο, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως Τα βιβλία του Ιακώβ είναι μια λοξή παραβολή. Μια απόπειρα συγχρονίας από μεγάλη χρονική απόσταση. Η αφήγηση εκτός από συνεκτική είναι και ιδιαιτέρως απολαυστική, καταφέρνοντας να μετουσιώσει σε λέξεις τον –και εδώ παρόντα– μεταφυσικό χαρακτήρα της ιστορίας, αυτόν τον ιδιότυπο κεντροευρωπαϊκό μαγικό ρεαλισμό, που ωστόσο περισσότερο με έναν γνώριμο Βαλκάνιο ομοιάζει, με τον κόσμο του Πάβιτς για να δώσω ένα ενδεικτικό παράδειγμα.
Ο χρόνος αποτελεί έναν ακόμα άξονα περιστροφής στο μυθιστόρημα αυτό. Σε αντίστιξη με τον σύγχρονο δρομέα που επιδιώκει τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα, σ' έναν κόσμο που μοιάζει διαρκώς να αλλάζει κάνοντας άλματα, η Τοκάρτσουκ αντιπαραβάλει έναν κόσμο αργών, παρότι τιτάνιων, μετατοπίσεων. Αλλά δεν είναι μόνο οι δύο κόσμοι οι οποίοι υπόκεινται στον χρόνο, είναι και η ίδια η ανάγνωση. Απόρροια του τρόπου με τον οποίο διάγει τον καθημερινό του βίο ο αναγνώστης και του πλήθους των πληροφοριών με τον οποίο έρχεται διαρκώς αντιμέτωπος, εδώ βρίσκεται αντιμέτωπος με την απαίτηση του βιβλίου για μια περιδιάβαση πιο αργή, πιο αναλυτική που δεν εξοβελίζει τις λεπτομέρειες ως κάτι το περιττό. Το βιβλίο αυτό, θέλω να πω, μοιάζει να ανήκει σε μια πρότερη εποχή, όχι τόσο εξαιτίας του περιεχομένου και του τρόπου αφήγησης, όσο εξαιτίας του αναγνωστικού βηματισμού που με τον τρόπο του επιβάλλει.
Τα βιβλία του Ιακώβ είναι από εκείνα τα μυθιστορήματα που αποδεικνύονται καθοριστικά για την αναγνωστική μας ταυτότητα, επαναπροσδιορίζοντας τα χαρακτηριστικά της υψηλής λογοτεχνίας και βαθαίνοντας τις ρίζες της ανάγνωσης μέσα μας, υπενθυμίζοντας πως η λογοτεχνία είναι μια διαδικασία αργής καύσης και όχι ένας αγώνας ταχύτητας, αλλά και πως η συγγραφική φιλοδοξία έχει υποτιμηθεί και περιπέσει σε στόχους πιο εφήμερους και όρους μάλλον κατανάλωσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου