Είχαν προηγηθεί αναγνώσματα υψηλών απαιτήσεων που γύρευαν την αμέριστη προσοχή και τις ιδανικές συνθήκες για να προσφέρουν απόλαυση. Το τελευταίο κορίτσι, το αστυνομικό μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθόπουλου, είχε από καιρό πάρει τη θέση του στο ράφι με τα προσεχώς προσμένοντας ταπεινά την ευκαιρία του. Εκείνο το πρωινό υποσχόταν μια ανάγνωση χωρίς περισπασμούς, έμοιαζε ιδανικό για μια ανάγνωση μια και έξω και εγώ χρειαζόμουν ένα βιβλίο όπως αυτό. Ήταν η κατάλληλη στιγμή ή τουλάχιστον τέτοια φάνταζε. Ο ορίζοντας προσδοκιών για την επικείμενη ανάγνωση συμπεριλάμβανε μια προσχηματική αστυνομική πλοκή, μια εσάνς road novel, έναν αντιήρωα, στο όριο του αντισυμβατικού, αστυνόμο για πρωταγωνιστή και μια ματιά στη, διαχρονικά ζοφερή, ελληνική επαρχία της δεκαετίας του '80.
Φθινόπωρο 1986. Ο Διονύσης Έξαρχος, που πρόσφατα προάχθηκε σε υπαστυνόμο Α, ζητά και λαμβάνει μια δεκαήμερη άδεια σε μια εποχή που η καθημερινότητα επανακάμπτει από τη θερινή της ραστώνη. Εργένης, χωρίς υποχρεώσεις ταυτισμένες με τα όρια της σχολικής χρονιάς, ονειρεύεται ελεύθερη κατασκήνωση σε ερημικές παραλίες, μια ευκαιρία για ξεκούραση και ησυχία μακριά από το χάος και την παράνοια της επαγγελματικής ρουτίνας. Κατευθύνεται με τη μηχανή του προς τη νότια Πελοπόννησο. Φτάνει στο χωριό Συράγγελο της Μάνης. Ένα σκασμένο λάστιχο αρκεί για να ανατρέψει τα όποια πλάνα και να πυροδοτήσει την πλοκή της ιστορίας αυτής. Χωρίς μηχανή, αναγκάζεται να μείνει για κάποιες μέρες στο άδειο ξενοδοχείο του χωριού. Η ανακάλυψη ενός πτώματος διεγείρει το αστυνομικό του ένστικτο. Δεν πείθεται με την εξήγηση πως πρόκειται για αυτοκτονία. Ζητάει από τον προϊστάμενό του την άδεια να συμμετέχει στην έρευνα. Κάτι του βρωμάει εδώ.
Με μια ασφαλή τριτοπρόσωπη αφήγηση και με γλώσσα απλή, ο Ξανθόπουλος απλώνει την ιστορία αυτή χωρίς να την τεντώνει, μη χάνοντας στιγμή τον έλεγχο και διατηρώντας το σασπένς χωρίς υπερβολικές ανατροπές, υπακούοντας στους κανόνες που το ίδιο το είδος απαιτεί. Συμπληρώνει με υπομονή τα κομμάτια του παζλ, με τη σιγουριά κάποιου που γνωρίζει πως έχει μια καλή ιστορία να αφηγηθεί, χωρίς να γυρεύει τον στείρο εντυπωσιασμό, εκείνον τον εξυπνακίστικο που θα ενοχλούσε τον αναγνώστη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα καλογραμμένο κλασικότροπο αστυνομικό «ποιος το έκανε» μυθιστόρημα, που, χρησιμοποιώντας ως αφορμή μια σειρά εγκλημάτων, στρέφει το βλέμμα στην τοπική κοινωνία, επισημαίνοντας τις ιδιαιτερότητές της, χωρίς ωστόσο να παρεκκλίνει από τον δρόμο της αστυνομικής πλοκής, χωρίς να δελεάζεται, θέλω να πω, από σειρήνες ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές. Χτίζει έναν στέρεο και πειστικό κεντρικό χαρακτήρα, που διαθέτει μια παράδοξη γοητεία, απόρροια της ηθικής στάσης του απέναντι στα πράγματα, χρησιμοποιεί με σύνεση τη στερεοτυπία στη σύνθεση των δευτερευόντων προσώπων, γνωρίζοντας τη σημασία τους για τη συνολική κατασκευή, δημιουργεί τον απαραίτητο χώρο για να αναδυθεί αβίαστα η Σοφία, η κόρη του δολοφονημένου άντρα, που ζει εγκλωβισμένη σε ένα χωριό ανδρικής κυριαρχίας που ολοένα και φυλλορροεί.
Άκρως λειτουργικός και έξυπνος είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας, δια μέσου ενός παντογνώστη αφηγητή, εισάγει τον Έξαρχο στην τοπική κοινωνία και παρεπόμενα στην πλοκή, εκμεταλλευόμενος πλήρως την επαγγελματική του ταυτότητα, που εγείρει αντιφατικά συναισθήματα, τόσο από την πλευρά του ήρωα και των ντόπιων, όσο και από την πλευρά του αναγνώστη. Η ομαλή αυτή ένταξη επιτρέπει τη δημιουργία βεβαιοτήτων και υποθέσεων σχετικά με την ταυτότητα του δολοφόνου, γεγονός απαραίτητο για την ανάγνωση. Ο Ξανθόπουλος εκμεταλλεύεται σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά του τόπου και κυρίως τη σκιά που το φυσικό κάλλος κατά τους ζεστούς μήνες της τουριστικής περιόδου δημιουργεί, όταν και οι τελευταίοι επισκέπτες αποχωρούν και ο χειμώνας στρώνει το χαλί της ασφυκτικής τοπικής κοινωνίας, με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της, όσα ο περαστικός ταξιδιώτης αδυνατεί να διακρίνει, ωραιοποιώντας τη ζωή στο χωριό, παρότι δεν του είναι ανοίκεια όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτά στο πλευρό του Έξαρχου. Δεν είναι τυχαία η επιλογή αυτή, κάθε άλλο μάλιστα. Ο τόπος και οι ιδιαιτερότητές του προσφέρουν επιπλέον εμβαδό συμμετοχής για τον Έλληνα αναγνώστη, κάτι που λειτουργεί καθοριστικά στην αναγνωστική πρόσληψη σ' ένα είδος που εν πολλοίς έχει ταυτιστεί με μέρη μακρινά και ελάχιστα οικεία, με καθοριστική συμμετοχή στην πλοκή. Ο συγγραφέας εδώ δεν ποντάρει στον εξωτισμό αλλά στην εγγύτητα του σκηνικού. Ο Ξανθόπουλος δεν υποκύπτει στη σαγήνη της υπερβολής εις βάρος της αληθοφάνειας και του ρεαλισμού, γεγονός που ωστόσο εγείρει διαφορετικού τύπου πραγματολογικές απαιτήσεις, στις οποίες ο συγγραφέας ανταποκρίνεται επιτυχώς. Καθοριστικό κατασκευαστικά αποδεικνύεται επίσης και το γεγονός πως ο συγγραφέας μοιάζει να γνωρίζει ήδη από την αρχή της αφήγησης το πώς αυτή θα ολοκληρωθεί, πού θα μπει η λέξη τέλος, χωρίς να αρκείται στη διαλεύκανση της υπόθεσης, υπενθυμίζοντας πως το αστυνομικό σκέλος υπήρξε εξ αρχής η αφορμή.
Το τελευταίο κορίτσι είναι ένα καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, που διαθέτει αρκετές από τις αρετές του είδους καταφέρνοντας παράλληλα να ξεπεράσει με σχετική ευκολία αρκετούς από τους περιορισμούς και τις δυσκολίες του. Προσδοκίες υπερκαλυμμένες.
Εκδόσεις Τόπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου