Η μικρή φόρμα δεν είναι ιδιαιτέρως του γούστου μου. Προφανώς και υπάρχουν εξαιρέσεις μέσα σε όλα αυτά τα αναγνωστικά χρόνια. Αυτές, άλλωστε, είναι που αραιά και πού με οδηγούν να τραβήξω μια ακόμα συλλογή διηγημάτων από το ράφι. Στην προκειμένη περίπτωση, αντίβαρο στη χλιαρή σχέση μου με το διήγημα στάθηκαν τρία στοιχεία ταυτότητας της συλλογής αυτής. Πρώτο, η καταγωγή της συγγραφέως από τη Βολιβία, μια από τις φτωχότερες, αν όχι τη φτωχότερη, χώρα της Λατινικής Αμερικής, και η «περιέργειά» μου για τη σύγχρονη ισπανόφωνη λογοτεχνία εν γένει και δη τη γυναικεία. Δεύτερο, η ειδολογική ένταξη της συλλογής στη λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας. Κάπου μέσα μου μια σύνδεση με την αξεπέραστη Ούρσουλα Λε Γκεν αναδύθηκε φέροντας τον μανδύα της προσδοκίας, αλλά και γιατί με αφορμή την ειδολογική κατάταξη η λιγότερο προνομιούχα λογοτεχνία πολλές φορές πετυχαίνει να θίξει πλήθος ζητημάτων χωρίς να εγκλωβίζεται σ' αυτά, αλλά και στην αυτοαναφορικότητά της. Τρίτο, οι ολοένα και πιο ενδιαφέρουσες επιλογές των εκδόσεων Δώμα, σε συνδυασμό με το όνομα της Αγγελικής Βασιλάκου στη μετάφραση. Έτσι μπήκα στην ανάγνωση αυτή.
Οι συλλογές διηγημάτων δημιουργούν ένα βασικό μεταναγνωστικό πρόβλημα, κατά την απόπειρα γραφής ενός σχετικού με αυτές κειμένου, όταν ο συντάκτης, εγώ στην προκειμένη περίπτωση, βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα δίλημμα για τον τρόπο με τον οποίο θα διαχειριστεί ενδοκειμενικά την υπόθεση των διηγημάτων. Παρότι θεωρητικά διαθέτω την ξεκάθαρη απάντηση σε αυτό το δίλημμα, δηλαδή τη μη αναφορά στην πλοκή, εκτός και αν κάποιο διήγημα προσφέρει την ευκαιρία για την εξαγωγή γενικότερων συμπερασμάτων επί της συλλογής, το δίλημμα δεν παύει να υπάρχει, η ευκολία στην προσθήκη λέξεων σχετικά με την υπόθεση καθενός από τα διηγήματα ηχεί γλυκά. Ωστόσο, τίποτα πιο βαρετό και ελάχιστα δημιουργικό δεν βρίσκω στην περίληψη, δεν νιώθω την απαραίτητη νοηματοδότηση, το γαργάλημα στην άκρη των δακτύλων. Επίσης, θεωρώ μια τέτοια απόφαση παραβιαστική ως προς τον υποψήφιο αναγνώστη. Αυτό, σε συνδυασμό και με την εν γένει σχέση μου με τη μικρή φόρμα, με οδηγεί συχνά πυκνά στην απόφαση να μη γράψω κάποιο κείμενο, εκτός και αν, όπως στην προκειμένη περίπτωση, θεωρήσω το βιβλίο αυτό ξεχωριστό.
Το Λάμπετε στο σκοτάδι είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο ανταποκρίθηκε στο μεγαλύτερο μέρος των προσδοκιών που είχα πριν την ανάγνωσή του και απάλυνε το συναίσθημα της ανικανοποίητης, λόγω μεγέθους, εμπειρίας, αυτό το θα ήθελα λίγες σελίδες ακόμα. Αυτή είναι η τέταρτη συλλογή διηγημάτων της Κολάνσι, με το πολύ ενδιαφέρον βιογραφικό, εκ του οποίου ωστόσο προκύπτουν μια σειρά από προνόμια, που καλό είναι να τα έχει κανείς στο πίσω μέρος του μυαλού του. Συγγραφέας μικρής φόρμας, που διαθέτει πλέον την αναγκαία εμπειρία στις απαιτήσεις του είδους, αλλά και την εμφανή κλίση στη διαχείριση των ιδιαιτεροτήτων που πηγάζουν από το συγκεκριμένο φορμάτ. Βασική πρόκληση εδώ είναι η οικονομία του λόγου, αυτό το τόσο όσο, που δεν πλατιάζει και δεν προκαλεί δυσφορία στον αναγνώστη με τη συνύπαρξη χαρακτηριστικών της μεγάλης φόρμας σε στενό σώμα. Η συγγραφέας, παρότι δεν επιδιώκει μια στυλιζαρισμένη γραφή ή τον πειραματισμό στα αφηγηματικά μέσα που χρησιμοποιεί, το πετυχαίνει. Η Κολάνσι, επίσης, δεν εγκλωβίζεται στην αρχική της ιδέα εκ της οποίας πιθανά πηγάζει το κάθε διήγημα, αλλά επενδύει χρόνο και κόπο στο χτίσιμο της κάθε ιστορίας, στην προσθήκη αρκετών επιπέδων, λιγότερο ή περισσότερο εμφανών. Ένα διήγημα οφείλει να είναι πολλά περισσότερα από μια, έστω και ενδιαφέρουσα ή πρωτότυπη, πρώτη ιδέα.
Με τον τρόπο αυτό, η Κολάνσι πετυχαίνει να δικαιολογήσει την επιλογή της, αλλά και να την υπερασπιστεί απέναντι στην αντανακλαστική κατηγορία της ευκολίας. Δεν είναι πιο εύκολο να γράψει κανείς ένα καλό διήγημα σε σχέση με το να γράψει ένα καλό μυθιστόρημα, η επιλογή δεν μπορεί να έχει να κάνει με μια τέτοια σκέψη/πρόθεση, που αυτόματα θα έσπρωχνε την απόπειρα προς την πλευρά της κακής/αδιάφορης λογοτεχνίας. Το αντίθετο, μάλλον, συμβαίνει. Όσο η φόρμα μικραίνει τόσο οι δυσκολίες της επιλογής της μεγαλώνουν, αφού απέναντι σε ένα διήγημα ο αναγνώστης νιώθει να έχει την πλήρη επάρκεια, που του επιτρέπει να είναι ιδιαίτερα πιο αυστηρός σε σχέση με ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα στο οποίο κάποιες αμήχανες/κακές/αχρείαστες σελίδες ή κομμάτια είναι πιο εύκολο να παραπέσουν της προσοχής του μέσα στο σύνολο του βιβλίου. Εδώ, κάθε ραφή, κάθε απόφαση είναι ορατή και υπό κρίση. Και οι αποφάσεις της συγγραφέως είναι λειτουργικές, χωρίς να επιδιώκουν απλώς τον εντυπωσιασμό, κενό και ανώφελο, αλλά ως στόχο έχουν την υπηρέτηση του κάθε διηγήματος.
Σημαντικό επίσης σε μια συλλογή διηγημάτων θεωρώ την ύπαρξη ενός νήματος που να ενώνει τα μέρη της, που να την καθιστά αυτό που υπόσχεται πως είναι, μια συλλογή διηγημάτων δηλαδή, και όχι σκόρπια κείμενα που συγκεντρώθηκαν για χάρη της έκδοσης. Το νήμα εδώ δεν είναι απλώς και μόνο ειδολογικό, δεν είναι η ομπρέλα της επιστημονικής φαντασίας που σκεπάζει το σύνολο των διηγημάτων και τα συνέχει, αλλά σε αυτή έρχονται να προστεθούν το αφηγηματικό στυλ, η παλέτα των θεμάτων που απασχολούν τη συγγραφέα, η χρήση του είδους ως αφορμή για να διαπραγματευτεί ζητήματα που φαινομενικά θα ανήκαν σε μια γραφή πιο ρεαλιστική, πιο βιωματική. Η Κολάνσι παίρνει απόσταση από το εδώ και το τώρα για να το κοιτάξει υπό ένα διαφορετικό πρίσμα άχρονο και άτοπο. Η απόφαση αυτή αποδεικνύεται ευφυής και εξυπηρετεί επίσης και τη λογοτεχνικότητα των διηγημάτων, με αυτή την αίσθηση του ανοίκειου πλην όμως γνώριμου περιβάλλοντος εντός του οποίου οι ιστορίες αυτές διαδραματίζονται, περιβάλλον απαραίτητο ώστε ο αναγνώστης να αισθανθεί πως αυτό είναι λογοτεχνία και όχι μια σειρά από κείμενα της επικαιρότητας, περιβάλλον στο οποίο η συγγραφέας μπορεί με άνεση να βρει την κατάλληλη κρυψώνα για το προσωπικό. Ωστόσο ταυτόχρονα, κάθε καλή ιστορία του φανταστικού ή της επιστημονικής φαντασίας, εκτός των άλλων, κρίνεται και για την ικανότητά της να λειτουργήσει ιδιότυπα παραβολικά ως προς τον γνωστό μας κόσμο. Τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία παραπάνω αναφέρθηκα. Επιπλέον, η απόφαση αυτή, απαλλάσσει τα διηγήματα από τον εξωτισμό, απομακρύνοντας τον αναγνώστη από τα στενά όρια του βολιβιανού κράτους, επιτρέποντάς τους να λειτουργήσουν πιο οικουμενικά, χωρίς ωστόσο η συλλογή αυτή να φέρει τις παθογένειες μιας λογοτεχνίας στρατευμένης, χωρίς επίσης να θυσιάζεται η ανάγκη της συγγραφής προς χάρη μιας πρόθεσης λογοτεχνικού μεγαλείου.
Με αυτό το τελευταίο θέλω να πω πως η Κολάνσι, απόρροια των σπουδών και του ταλέντου της, μοιάζει να έχει επαρκή εποπτεία της παγκόσμιας λογοτεχνίας στο σύνολό της, και επίσης μοιάζει να ξέρει καλά πως αυτά τα διηγήματα δεν θα αλλάξουν το ρου της λογοτεχνικής ροής. Όμως, αλίμονο αν αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος συγγραφής, η κατάκτηση της υψηλότερης κορυφής δηλαδή. Προφανώς και αν συγκρίνει κανείς τα διηγήματα της συλλογής αυτής με αντίστοιχα κορυφαίων συγγραφέων μικρής φόρμας, όπως η Λε Γκεν για παράδειγμα, θα εντοπίσει αδυναμίες και προβλήματα. Όμως, δεν διαβάζουμε και δεν κρίνουμε έχοντας διαρκώς στο μυαλό μας τέτοιου είδους συγκρίσεις ή, αν αναπόφευκτα αυτό αποτελεί μέρος της φύσης μας, τότε αποφεύγουμε να ασχολούμαστε με το σύνολο της λογοτεχνίας, ακόμα ακόμα και με την καλή λογοτεχνία, και επικεντρωνόμαστε μόνο στην υψηλή γραμματεία. Απόφαση σεβαστή, προφανώς, αλλά μάλλον προβληματική ως βάση κριτικής.
Το Λάμπετε στο σκοτάδι είναι μια αρκετά καλή συλλογή διηγημάτων, ικανή να προσφέρει απόλαυση αλλά και ψυχαγωγία στον αναγνώστη, ακόμα και αν, όπως στην περίπτωσή μου, δεν είναι ο μεγαλύτερος οπαδός της μικρής φόρμας. Και αυτό διόλου λίγο δεν είναι σε μια πραγματικότητα υπερπροσφοράς λογοτεχνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου