Οι προτάσεις ξενόγλωσσης λογοτεχνίας των εκδόσεων Loggia έχουν κερδίσει την εκτίμησή μου, γεγονός που μου γεννά προσδοκίες με κάθε νέα κυκλοφορία. Έτσι συνέβη και με το βιβλίο αυτό, με τον παράδοξο τίτλο Από το εργοστάσιο της ζάχαρης της γεννημένης το 1985 στην Ελβετία Ντοροτέε Έλμιγκερ. Στους μήνες που μεσολάβησαν μέχρι την ανάγνωσή μου, αρκετοί έπαινοι ακούστηκαν για το βιβλίο αυτό, με πιο προκλητικό εκείνον που το συνέδεε με το Περί φυσικής της μελαγχολίας του Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ. Με τον Γκοσποντίνοφ, κάνοντας μια παρέκβαση, η αναγνωστική μου σχέση είναι λίγο ιδιόρρυθμη, παρότι ξεκίνησε με άκρατο ενθουσιασμό, η συνέχεια δεν ήταν ανάλογη, αφού η οσμή προσωπικού στυλ υποχώρησε και στη θέση της ανέβλυσε εκείνη της μανιέρας, θέλω να πω πως κάθε ένα από τα επόμενα βιβλία του, μετά το Περί φυσικής της μελαγχολίας, μου άρεσε λιγότερο από το προηγούμενο.
Η παραπάνω σύνδεση με προϊδέασε ως προς τη μορφή που θα είχε το βιβλίο της Έλμιγκερ. Μια μεταμοντέρνα σύνθεση, με έντονο το προσωπικό στοιχείο, ανέμενα και αυτό συνάντησα. Αυτή η αναμονή δημιούργησε τον ορίζοντα προσδοκιών μου πριν την ανάγνωση, ενώ τοποθέτησε και κάποια σύννεφα επιφύλαξης. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για μυθιστορήματα όπως αυτό, κυρίως λόγω της έλλειψης μιας ευδιάκριτης πλοκής που υπό συνθήκες θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μια πύλη εισόδου σε ένα κείμενο παρουσίασης. Επίσης, σε βιβλία όπως αυτό, τα χαρακτηριστικά κατασκευής είναι εμφανή, με αποτέλεσμα η πλάστιγγα της δημιουργίας να γέρνει προς έναν χαρακτήρα μάλλον εγκεφαλικό, με ορατούς τους αρμούς, σαν το σεντόνι του ταχυδακτυλουργού να είναι διαφανές. Αλλά, ακόμα και αν ξεπεράσει κανείς αυτές τις δύο ιδιαιτερότητες, μια ακόμα εμφανίζεται και έχει να κάνει με την επίγευση στο πέρασμα των ημερών μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης. Τη στιγμή που συμβαίνει, η ανάγνωση διακατέχεται από έναν εντυπωσιασμό, η έμπνευση και η υλοποίηση, το κατακερματισμένο κείμενο, οι διακειμενικές αναφορές, οι παύσεις και οι επιταχύνσεις, τα νήματα της αφήγησης που μένουν μετέωρα για λιγότερο ή περισσότερο χρόνο, η οξυδέρκεια στην παρατήρηση, το αίσθημα μιας άναρχης γραφής που γοητεύει με την άνεση στη διαχείριση του πολυποίκιλου υλικού, ο φαινομενικά παροντικός και γραμμικός χρόνος της συγγραφής· όλα αυτά είναι στοιχεία που αγαπώ και αναζητώ. Πόσο όμως θα μπορούσε να αντέξει μια τέτοια κατασκευή στην αναγνωστική (μου) ανάμνηση;
Άφησα κάποιες μέρες να περάσουν μέχρι το κείμενο αυτό. Προβληματίστηκα, επίσης, αρκετά για το αν θα κατατάξω στα μυθιστορήματα το βιβλίο αυτό. Τελικώς αποφάσισα να το κάνω, παραμερίζοντας τις όποιες ενστάσεις, παρά τα δοκιμιακά και πειραματικά συστατικά που συμπορεύονται με τη μυθοπλασία. Αν ήθελε κανείς να είναι ακριβής, μάλλον θα αναφερόταν στο Από το εργοστάσιο της ζάχαρης ως μια προσεκτικά επιμελημένη συρραφή σημειώσεων για ένα ή περισσότερα πιθανά κείμενα, την οποία οδηγεί και καθορίζει η έρευνα της συγγραφέως (στον ρόλο της πρωτοπρόσωπης αφηγήτριας). Και πάλι όμως, ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν θα ήταν αρκετός για να περιγράψει με σαφήνεια τη σύνθεση ως όλον. Η διαδικασία της συγγραφής, η αποικιοκρατική ιστορία με κέντρο περιστροφής τη ζάχαρη, οι διακειμενικές αναφορές, μεταξύ των οποίων το φοβερό Μόντοκ του Μαξ Φρις, αλλά και μια ερωτική ιστορία αποτελούν τα κυρίως υλικά παρασκευής λογοτεχνίας εδώ. Παρότι υπάρχουν κάποια αμήχανα σημεία εναλλαγής, συνολικά το αφηγηματικό εύρημα της Έλμιγκερ λειτουργεί ικανοποιητικά και συντελεί καθοριστικά στην απόλαυση που κομίζει ο αναγνώστης.
Το κυρίως συγγραφικό παράσημο έγκειται στη φαινομενική χρονική αλληλουχία της γραφής. Η Έλμιγκερ πετυχαίνει να προσδώσει γραμμικότητα στον αφηγηματικό χρόνο, να πείσει τον αναγνώστη πως κάθε επόμενη πέτρα, στην οποία καταφεύγει, εμφανίστηκε ελάχιστα πριν εκείνη πραγματοποιήσει το επόμενο βήμα, χωρίς να γνωρίζει με σαφήνεια από πριν πού θα την οδηγήσει τελικά, παρότι κάτι τέτοιο με μια λογική προσέγγιση μοιάζει μάλλον απίθανο να συνέβη κατά αυτόν τον τρόπο και όχι ως αποτέλεσμα μιας καλά σχεδιασμένης εκ των υστέρων σύνθεσης του υλικού και με αρκετά ξεκάθαρη ιδέα για το σημείο άφιξης. Ο τρόπος με τον οποίο γράφεται το κείμενο επιτρέπει, επίσης, στον αναγνώστη να βιώσει την αίσθηση του κοιτάγματος από την κλειδαρότρυπα στο γραφείο εργασίας της συγγραφέως, παρότι κάτι τέτοιο μάλλον για ψευδαίσθηση πρόκειται ή αλλιώς για μια εικόνα όχι ακριβή. Γι' αυτό διέκρινα παραπάνω την επίγευση από τη γεύση της ανάγνωσης, τον συναισθηματικά σύγχρονο αναγνωστικό χρόνο από τη λογική της εκ των υστέρων επιστροφής στο μυθιστόρημα. Δεν είναι ωστόσο απλό ένας συγγραφέας να καταφέρει να οδηγήσει τον αναγνώστη σε συναισθηματικά εδάφη κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης και να τον απομακρύνει από μια διαρκή λογική αναρώτηση σχετικά με την κατασκευή, παρότι τα υλικά της σύνθεσης βρίσκονται διαρκώς εκεί μπροστά του, η μαγεία παραμένει.
Τα λογικά αυτά ερωτήματα έχουν έναν πιο γενικό, ειδολογικό μάλλον, χαρακτήρα, έχοντας να κάνουν με τη σύνθεση θραυσμάτων ως αφηγηματική τεχνική. Η Έλμιγκερ δεν τα καταφέρνει άσχημα, το αντίθετο. Η γοητεία της γραφής της είναι διαρκώς παρούσα ωθώντας τον αναγνώστη σε μια καταιγιστική ανάγνωση, που χαρακτηρίζεται από τον εντυπωσιασμό που προκαλεί το κάθε, λιγότερο ή περισσότερο, αναπάντεχο επόμενο βήμα. Επιπλέον, η αναφορά στις πηγές της, στα βιβλία εκείνα τα οποία συντρόφευαν και καθοδηγούσαν τη συγγραφή του μυθιστορήματος, προσδίδει μια ειλικρίνεια στη γραφή, επιτείνοντας την αίσθηση του ημερολογιακού χαρακτήρα της. Η συγγραφέας δεν προσπαθεί να συσκοτίσει τις ρίζες της έμπνευσής της, αλλά να τις φανερώσει, να τις τοποθετήσει σε ένα ράφι που θα τους χαρίζει τη μεγαλύτερη προβολή, αποτίοντας τον δικό της ιδιαίτερο φόρο τιμής στην προσωπική και δημιουργική διαμόρφωση μέσα από την ανάγνωση. Είμαι αυτά που διαβάζω, μοιάζει να λέει.
Προείπα πως ανάμεσα στις διακειμενικές αναφορές, σημαίνοντα ρόλο παίζει το Μόντοκ του Μαξ Φρις, βιβλίο που στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο Μακρύ σαββατοκύριακο στο Λονγκ Άιλαντ, επιλογή που όπως επισημαίνεται στην έκδοση έγινε για να μην μπερδευτεί το ελληνικό κοινό, καθώς θεωρήθηκε πως το αμερικάνικο τοπωνύμιο δεν θα ήταν ιδιαιτέρως γνωστό. Μεγάλο μέρος της ερωτικής ιστορίας διαθέτει ευθείες αναλογίες με το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα, γεγονός που με ώθησε να το τραβήξω από τη βιβλιοθήκη για μια νέα, χρόνια μετά από την τελευταία, ανάγνωση. Έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στα βιβλία εκείνα που με γενναιοδωρία προσφέρουν αναγνωστικά νήματα. Αυτό το νήμα ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους, παρά τις όποιες ενστάσεις εξέφρασα παραπάνω, απόλαυσα ιδιαίτερα το βιβλίο αυτό, αφού το βιβλίο του Φρις λειτούργησε ως ένα κοινό αναγνωστικό έδαφος, γεγονός που οδήγησε στην ανάσυρση μιας παλιάς αναγνωστικής μνήμης με όλα τα απροσδόκητα παραφερνάλια που μια ανάμνηση σέρνει ξοπίσω της. Νήμα με το (αναγνωστικό μου) παρελθόν που κυριάρχησε εν τέλει στην επίγευση που το Από το εργοστάσιο της ζάχαρης μου άφησε, μαζί με τη γοητεία της σύνθεσης κατά την ανάγνωση. Τελικά, η λογική υπέστη κατάφωρο πλήγμα, το αναγνωστικό συναίσθημα επικράτησε. Θα ήθελα ωστόσο να διαβάσω και άλλα βιβλία της Έλμιγκερ, ελπίζοντας πως οι επιφυλάξεις που με τη λογική νιώθω να καταπέσουν με κρότο.
υγ. Για το Περί φυσικής της μελαγχολίας περισσότερα θα βρείτε εδώ, για το Μόντοκ του Φρις εν καιρώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου