Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2024

Αμίαντος - Alberto Prunetti

Θα ήθελα αυτή η ιστορία να μην έχει συμβεί πραγματικά. Πώς το λένε; Να ήταν αποκύημα της φαντασίας του συγγραφέα. Όμως, η πραγματικότητα είναι αυτή που χτύπησε την πόρτα αυτών των σελίδων. Η φαντασία γέμισε τις τρύπες σαν φτηνιάρικος στόκος και ξανάπλασε μερικά επεισόδια, για να εξιστορήσει καλύτερα τις περιπέτειες μιας ζωής και ενός θανάτου. Μιας εργατικής βιογραφίας.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες, ο Αμίαντος συνέθεσε ένα διακειμενικό δίπολο με το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου του Εντουάρ Λουί, το πρώτο αφήγημά του που είχε τόσο έντονη την πολιτική διάσταση, πέρα από τους κοινούς πρωταγωνιστές των δύο ιστοριών. Έτυχε μάλιστα πρόσφατα, λίγο αφού είχα διαβάσει το βιβλίο του Προυνέτι να δω την ενδιαφέρουσα θεατρική μεταφορά του βιβλίου του Λουί και έτσι ο σύνδεσμος μεταξύ των δύο έγινε ακόμα πιο στενός. Αυτή είναι μια εργατική βιογραφία, η επιθυμία/ανάγκη του γιου να διηγηθεί την ιστορία του πατέρα του, που για χρόνια δούλευε στη βαριά ιταλική βιομηχανία, σε περιόδους που τα μέτρα προστασίας ήταν ακόμα πιο ανύπαρκτα, με αποτέλεσμα κάθε εργατοώρα να καρφωθεί στο κορμί του, οδηγώντας τον σε ένα πρόωρο και σκληρό θάνατο.

Ο πατέρας του Προυνέτι δεν είναι ένας γνώριμος λογοτεχνικός ήρωας. Υπήρξε ένας απλός, ανώνυμος άνθρωπος που προσπάθησε με τον μόχθο του να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της καθημερινότητας, να εξασφαλίσει για την οικογένειά του και για εκείνον ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης, προσπάθεια που τελικά τον έκανε να λυγίσει. Δεν είναι επίσης μια ιστορία γνώριμη σε μυθοπλαστικό επίπεδο και αυτό όχι γιατί είναι μια πραγματική και όχι συνολικά επινοημένη ιστορία, αλλά γιατί είναι αυτό που ο υπότιτλος λέει: μια εργατική ιστορία. Όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας, δυσκολεύτηκε αρκετά να βρει εκδοτικό οίκο, κανείς δεν έμοιαζε να πιστεύει πως μια εργατική ιστορία θα απασχολούσε το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό. Κάτι τέτοιο δεν κάνει και πολύ εντύπωση. Μοιάζει η εποχή του ρεαλισμού των φτωχών να ανήκει στο παρελθόν, παρότι ο πληθυσμός τους αυξάνεται και η κοινωνική ανισότητα ολοένα και εντείνεται, προσθέτοντας, σε χώρες όπως η Ιταλία, και τη συνθήκη της ανεργίας, καθώς η πλειοψηφία της βαριάς βιομηχανίας έχει μετατοπιστεί έξω από τα σύνορα του δυτικού κόσμου. Κάποτε ήταν οι συνθήκες εργασίας, τώρα η απουσία αυτής.

Επιστρέφοντας στον Λουί και το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου, είναι σημαντικό να υπενθυμίσει κανείς πως εκεί συμπρωταγωνιστούν πατέρας και γιος, η ιστορία του πατέρα έρχεται σε ευθεία αναλογία με την ενηλικίωση του συγγραφέα, η μεταξύ τους σχέση καταλαμβάνει μεγάλο μέρος του έργου, το οποίο χαρακτηρίζεται από μια μανιασμένη απόπειρα του Λουί να κατανοήσει και να δικαιολογήσει τον πατέρα του, να εντοπίσει και να αναδείξει ελαφρυντικά στοιχεία σ' αυτή την άτυπη και εκ των υστέρων δίκη, να κατανοήσει ο ίδιος τον εαυτό του καλύτερα, ο θάνατος στον οποίο αναφέρεται ο τίτλος δεν περιορίζεται στο βιολογικό τέλος, αλλά και σε εκείνον του χαρακτήρα του που προηγήθηκε, γεγονός που εν πολλοίς όρισε τη μεταξύ τους σχέση. Ο Προυνέτι, αντίθετα, κρατάει τον εαυτό του σχετικά έξω από την ιστορία αυτή, όσο βέβαια κάτι τέτοιο είναι, λόγω της έντασης του δεσμού, εφικτό. Επικεντρώνεται στη βιογράφηση του πατέρα του, αναζητά τα ίχνη του σε σελίδες επί σελίδων ένσημα, ακολουθεί την πορεία του ανά την ιταλική επικράτεια στο κυνήγι μιας επόμενης δουλειάς, καταγράφει τις δυσκολίες και την επικινδυνότητα, την καταστροφική επαφή με τον αμίαντο, την επιδείνωση της υγείας του.

Εκτός από τον εαυτό του, ο συγγραφέας αφήνει έξω, πάλι όσο είναι δυνατόν, την πολιτική στράτευση, την προφανή τουλάχιστον επισύναψή της σε μια ιστορία που είναι από μόνη της πολιτική και ταξική. Δεν περιορίζει το αφηγηματικό ύφος σε εκείνο του σκληρού ρεαλισμού, ύφος και περιεχόμενο στο οποίο η Ιταλία είχε, κατά το παρελθόν, μεγάλη παράδοση, τόσο στη λογοτεχνία, όσο και στον κινηματογράφο. Αφήνει στο συναίσθημα να εισχωρήσει, επιλογή απαραίτητη ώστε να μπορέσει να σταθεί σε ανθρώπινο επίπεδο η βιογραφία ενός πατέρα δια χειρός γιου. Πετυχαίνει έτσι να αποφύγει μια ψυχρή καταγραφή συμβάντων, μια ημερολογιακού χαρακτήρα αναβίωση της ζωής, αντίθετα με τη συμβατική βιογράφηση που, σε μια απόπειρα αντικειμενικοφάνειας, πέφτει συχνά.

Η έρευνα που ο Προυνέτι κάνει, έρχεται να συμπληρώσει όσα ως αυτόπτης μάρτυρας γνώριζε, από το κανάλι της μνήμης ή της αφήγησης. Γιατί, όσο και αν σε πρώτη ανάγνωση κάνει εντύπωση, οι γονείς είναι μια εν πολλοίς άγνωστη γη για τα παιδιά τους, άλλωστε, η συνθήκη πως γονείς και παιδιά μοιράζονται λεκτικά τις ιστορίες τους, και κυρίως αυτές που αφορούν το προ γονεϊκότητας παρελθόν, είναι σχετικά πρόσφατη, και μάλλον όχι τόσο διαδεδομένη όσο κάποιοι ίσως πιστεύουν. Στην άγνωστη ύλη, εκτός από τα διάφορα πραγματολογικά στοιχεία, περιλαμβάνεται επίσης και το συναίσθημα, ίσως και να καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση εντός αυτής. Το πώς ένιωθε ένας πατέρας που είχε πάρει επ' ώμου τον ρόλο του δυνατού προστάτη. Φοβόταν, έκλαιγε, ένιωθε, άραγε, μοναξιά; Ο Προυνέτι, όπως ήδη παραδέχεται από την πρώτη κιόλας παράγραφο, θα αναγκαστεί να συμπληρώσει διάφορα κομμάτια και να προβεί σε υποθέσεις. Αυτό, εκτός από απαραίτητο για την ολοκλήρωση της βιογραφίας, αναδεικνύει και τα κενά που η σχέση πατέρα γιου είχε, τις καταχωρήσεις εκείνες για τις οποίες ίσως ο συγγραφέας θα ήθελε να ρωτήσει ευθέως τον ίδιο.

Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα είχε τόση σημασία αν το κείμενο έπασχε από λογοτεχνικές αρετές, αν η αφηγηματική άνεση του Προυνέτι, αλλά και η διαχείριση του υλικού, δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις της κατασκευής ενός βιβλίου. Ο συγγραφέας, και αυτό είναι παράσημο, καταφέρνει να πατήσει με τα δύο πόδια σε δύο βάρκες. Δεν θυσιάζει την ιστορία για χάρη της λογοτεχνικής αρτιότητας, ούτε όμως και το αντίστροφο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ένα καλογραμμένο βιβλίο, που έχει επίγνωση των ορίων του και φανερώνει με σαφήνεια τις επιδιώξεις του δημιουργού, μια ιστορία η οποία από την αρχή ως το τέλος παραμένει στη σκιά του θα ήθελα να μην έχει συμβεί στην πραγματικότητα. Είναι εύκολος και κυρίως ανέξοδος ένας φθόνος απέναντι σε μια αυτοβιογραφική συνθήκη που διαθέτει υλικό για μια καλή αφήγηση, ο Προυνέτι, θέλω να πω, δεν ήταν τυχερός που είδε τον πατέρα του να πεθαίνει από την επαφή με τον αμίαντο γιατί έτσι μπόρεσε να γράψει ένα καλό βιβλίο, μια τέτοια προσέγγιση, που δυστυχώς γίνεται συχνά, είναι, εκτός των άλλων, απάνθρωπη.

Όσο και αν προκαλεί εντύπωση, και αντίθετα σε ένα βαθμό σε σχέση με το έργο του Λουί, ο Προυνέτι κρατάει σε χαμηλή στάθμη την επίκληση στο συναίσθημα, δεν επιθυμεί να γράψει έναν λίβελο για τους βιομηχανικούς πατρόνες, ούτε να επιμείνει στη σχέση του με τον πατέρα του, επιλέγοντας να απουσιάσει από την πρώτη γραμμή της ιστορίας αυτής, όπως δηλαδή συνέβαινε και στην πραγματικότητα, αφού ο πατέρας του περνούσε μεγάλα διαστήματα δουλεύοντας μακριά από το σπίτι. Στην ανάγκη για κατανόηση προστίθεται σίγουρα η επιθυμία να διασωθεί αυτή η ιστορία, που παρότι προσωπική και ξεχωριστή είναι οικεία και γνώριμη. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε.

Ο Αμίαντος υπερέβη κάθε αναγνωστικό προϋπολογισμό, που αποδείχτηκε επιρρεπής στην στερεοτυπία περί στρατευμένης λογοτεχνίας και λεηλασίας της προσωπικής ιστορίας προς τέρψη της συγγραφικής ματαιοδοξίας. Ο Προυνέτι παραδίδει ένα βιβλίο σημαντικό για την αλήθεια του, που αφορά ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, έστω και αν έχει πια μετασχηματιστεί ως προς τα χαρακτηριστικά του, για το οποίο η λογοτεχνία αποτελεί ενός είδους πολυτέλεια, τη στιγμή που και η ίδια η λογοτεχνία μοιάζει να αδιαφορεί γι' αυτό.

Ακόμα μια ευχάριστη έκπληξη από τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία.

υγ. Περισσότερα για το βιβλίο του Λουί θα βρείτε εδώ.
 
Μετάφραση Βαγγέλης Ζήκος
Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου