Η σοβαροφάνεια –και όχι η σοβαρότητα– με ενοχλεί, το παιγνιώδες –και όχι το παιχνιδιάρικο– με έλκει, ναι, και στη λογοτεχνία. Η περίπτωση του Σταύρου Κρητιώτη –και του πλήθους των ετερωνύμων του– είναι εξόχως ιδιαίτερη για τα ελληνικά δεδομένα. Πρόχειρα, μπορώ να ανακαλέσω τον πολυσχιδή Τζέημς Μήτσαμ, αλλά και τον Κωστή Μαλούτα στο πρώτο του βιβλίο, ως αντίστοιχες περιπτώσεις παιγνιώδους γραφής.
Όλα ξεκίνησαν με Το μηνολόγιο ενός απόντος, οχτώ χρόνια πριν, ένα από τα καλύτερα ελληνικά βιβλία που έχω απολαύσει, μια εκπληκτικής έμπνευσης και εκτέλεσης μεταμοντέρνα κατασκευή. Όταν, αργότερα, στο εσωτερικό των βιβλίων που κυκλοφόρησε ως Σταύρος Κρητιώτης, συμπεριέλαβε και την υπόλοιπη εκτενή βιβλιογραφία, τα κομμάτια μπήκαν σιγά σιγά στη θέση τους, αν και το κεντρικό ερώτημα παρέμεινε: ποιος είναι ο Σταύρος Κρητιώτης; Το καλοκαίρι που μας πέρασε κυκλοφόρησε Ο χειραγωγός, άργησα, αλλά το διάβασα, πώς αλλιώς;
Δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς στην πλοκή με τρόπο κατανοητό και ξεκάθαρο, δεν είναι γενικότερα εύκολο να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο όπως αυτό. Ας προσπαθήσω. Ο Καινός, που αρχικά ονομαζόταν Κενός, κατάφερε να πείσει τον Αγό, ηγέτη της Αυταρχίας που κυβερνά μια ανώνυμη χώρα που γειτονεύει με την Ιταλία, να τον χρίσει πρύτανη σε ένα περιφερειακό πανεπιστήμιο. Σύντομα, ο Καινός έθεσε ως στόχο την κατάληψη της εξουσίας, να πάρει τη θέση του ηγέτη. Για τον λόγο αυτό καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια· μεταξύ άλλων: χειραγώγηση, ελιγμοί και έλεγχος. Ωστόσο, συχνά, η πραγματικότητα αντιγράφει την τέχνη. Μια νεανική φιλοδοξία, η συγγραφή ενός μυθιστορήματος, το οποίο φρόντισε να αποστείλει σε όλους τους καταξιωμένους κριτικούς, προλόγιζε με ακρίβεια όσα έμελλε να συμβούν. Όταν θα βάλει αγγελία για να ανακτήσει και να καταστρέψει το σύνολο των αντιτύπων, ένας δημοσιογράφος θα θυμηθεί πως ο τίτλος του βιβλίου κάτι του θυμίζει, ψάχνοντας θα βρει το αδιάβαστο εκείνο αντίτυπο, διαβάζοντάς το, έκπληκτος, θα διαπιστώσει πως το μυθιστόρημα μιλούσε με ακρίβεια για γεγονότα σύγχρονα, ικανά να αναταράξουν τα νερά και να προκαλέσουν αλυσιδωτές πολιτικές αντιδράσεις. Η ύπαρξη ενός σωσία του Καινού θα πυροδοτήσει απρόσμενα την απόπειρά του να επιβιώσει.
Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα στη μεταμοντέρνα αυτή σύνθεση, στην οποία καμία σύμβαση δεν τηρείται, καμία αξιοπιστία δεν απαντάται. Ας παραθέσω, ωστόσο, και ένα απόσπασμα από το ίδιο το βιβλίο:
Το αυθιστόρημά μου, όπως και κάθε άλλο σπονδυλωτό μυθιστόρημα, θα υπονομεύει την αρραγή αφήγηση και θα επενδύει στην αποσπασματικότητα, την ασυνέχεια και τη σύζευξη ετερόκλητων νημάτων. Ο αναγνώστης θα καλείται να συνδυάσει και να συνδέσει τις διάσπαρτες ιστορίες, ώστε να νοηματοδοτήσει τη συνολική κατασκευή. Οι ιστορίες αυτές θα είναι ρεύματα· θα διανοίγουν χώρο για τον εαυτό τους μέσα στη θάλασσα των στοχασμών που απαρτίζουν το υπόλοιπο κείμενο. Θα γεννούν διαρκώς αψιμαχίες ανάμεσα στην ασυνέχεια και τη συνεκτικότητα, αφού κάθε αυτοτελής ιστορία θα παραμείνει μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μέσα στο οποίο αποκτά άλλη δομική υπόσταση.
Προχωρώ έχοντας –έστω αποπειραθεί να– ξεμπερδέψει με την πλοκή. Η μορφή, αναπόφευκτα, υποτάσσεται στη συγγραφική σύλληψη· σημειώσεις, απόπειρες, εγκιβωτισμός παραθεμάτων και εκτενής διακειμενικότητα, διαγραμμένα μέρη, εναλλαγή φωνών, κατασκευαστικές σημειώσεις και οδηγίες, δυσδιάκριτα όρια μυθοπλασίας και μυθοπλαστικής πραγματικότητας συνυπάρχουν, ακολουθούν και καθορίζουν την προώθηση της πλοκής. Ένας ευρύχωρος λαβύρινθος απλώνεται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη καθώς οι σελίδες γυρίζουν η μια μετά την άλλη, με το σήμα γεωγραφικού εντοπισμού να χάνεται συχνά και να οδηγεί σε επανυπολογισμό της πορείας με την παραίτηση και την παράδοση στο ρεύμα της πλοκής να κρίνεται μάλλον απαραίτητη. Τα ερωτήματα είναι πολλά, κάποια παραμένουν αναπάντητα ή ρητορικά, αυτό ίσως εκνευρίσει τον αναγνώστη εκείνο που γυρεύει και ικανοποιείται από τις απαντήσεις, αλλά θα ενθουσιάσει εκείνον που γοητεύεται από αυτά. Μια εγκεφαλική κατασκευή, εκ φύσεως, διαθέτει τέτοια χαρακτηριστικά. Εδώ, το παιγνιώδες επιβάλλεται του σοβαροφανούς.
Αυτό είναι ένα φιλόδοξο βιβλίο, ίσως το πλέον φιλόδοξο εγχείρημα του Κρητιώτη, που εδώ και χρόνια χαράζει το δικό του συγγραφικό μονοπάτι, ιδιαίτερο και απευθυνόμενο σε μια μάλλον μικρή μερίδα του αναγνωστικού κοινού. Δεν αποφεύγει τις δυσκολίες, τις εργαλειοποιεί, τις καθιστά βασικό συστατικό των βιβλίων του, οι αναγνώστες που τον ακολουθούν τις επιζητούν. Το συναίσθημα που περιλαμβάνει αυτή η εγκεφαλική κατασκευή είναι υπαρκτό και απόλυτα συνδεδεμένο με τη σύσταση των σκιωδών προσώπων του έργου. Διόλου αναπάντεχα μια από τις βασικές επιρροές στον Χειραγωγό είναι ο προφήτης Μακιαβέλι. Ο συγγραφέας περνά γενεές δεκατέσσερις την πανεπιστημιακή πραγματικότητα, την παρακμή στην οποία τσαλαβουτούν αναγκαστικά όσοι εμπλέκονται με αυτό, τον τρόπο με τον οποίο το κράτος επιχειρεί να το προσαρμόσει στις επιδιώξεις του, καθιστώντας το μέρος της νεοφιλελεύθερης πραγματικότητας, ως μια μονάδα παραγωγής κέρδους και ανάπτυξης. Το κομμάτι της πολιτικής δυστοπίας, αν και απαραίτητο για τη στατικότητα, δεν είναι ιδεολογικά σημαντικό, δεν αποτελεί το κέντρο αναφοράς της πλοκής. Θα ήταν ελλιπές και άτυχο να περιορίσει ειδολογικά κανείς το βιβλίο αυτό στην κατηγορία της πολιτικής δυστοπίας, ακόμα και σε μια μεταμοντέρνα εκδοχή αυτής, πιο ακριβής θα ήταν ο χαρακτηρισμός ως campus novel, με τον τρόπο τού Κρητιώτη πάντα.
Το βιβλίο, θεωρώ, πρέπει να κριθεί με βάση τη φιλοδοξία του, το πού έθεσε τον πήχη ο Κρητιώτης, και να επαινεθεί ασχέτως αν δεν τον ξεπέρασε ξεκάθαρα τον πήχη αυτό. Το αποκαλώ φιλόδοξο ακριβώς γιατί επιχειρεί να συγκεράσει δύο μάλλον ετερόκλητα στοιχεία, εκείνα της απορίας και της απόλαυσης, μένοντας αυστηρά πιστός στις αρχές του, χωρίς να επιχειρεί να νερώσει το διάλυμα, να το κάνει πιο εύπεπτο, λιγότερο ενοχλητικό. Ο αναγνώστης δεν αφήνεται να χαλαρώσει, διαρκώς γυρεύει σημάδια και απαντήσεις σε μια απόπειρα να χαρτογραφήσει με ευκρίνεια το μονοπάτι που ακολουθεί, ταυτόχρονα όμως, αυτό είναι και αναπόσπαστο μέρος της αναγνωστικής απόλαυσης, η εγρήγορση και η ικανοποίηση όταν κάποια νήματα συναντώνται και ενώνονται, έστω και για μια στιγμή, έστω και αν χωριστούν την επόμενη και το κενό επανέλθει ακόμα πιο σκοτεινό.
Το ερώτημα που κατά τη γνώμη μου οφείλει να απαντηθεί είναι αν όλα αυτά τα λογοτεχνικά τερτίπια και καμώματα εξυπηρετούν τον σκοπό τους ή αν απλώς αποτελούν μια απόπειρα συγγραφικής αυτοϊκανοποίησης. Και εδώ η απάντηση είναι ξεκάθαρη: τα τερτίπια και τα καμώματα καθίστανται λειτουργικά και απαραίτητα για τη σύνθεση αυτή, το προγραμματικό παιγνιώδες εκπληρώνεται, μαζί με αυτό και οι αναγνωστικές –μου– προσδοκίες, για ακόμα μια φορά.
υγ. Για τα προηγούμενα έργα του Κρητιώτη: Το μηνολόγιο ενός απόντος (εδώ), Δολοφόνος ο κύριος Ροΐδης (εδώ), Η κατασκευή μιας υστεροφημίας (εδώ), ως Αρίστη Προυσσιώτη Το θρόισμα των εκδοχών (εδώ). Για τα βιβλία του Τζέημς Μήτσαμ: Πολπόταμος (εδώ), Καραντίνα στο Νησί του Διαβόλου (εδώ), Ο Kενοειδής (εδώ). Για το πρωτόλειο του Μαλούτα Μια φορά (και ίσως και άλλη μια (εδώ).
Εκδόσεις Μελάνι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου