Δεκατέσσερα, λοιπόν, τα χρόνια του ιστολογίου αυτού, που μοιάζουν πολλά περισσότερα, σαν από πάντα να είχα αυτή τη διαδικτυακή γωνιά, αυτό το ψηφιακό αποθετήριο για ό,τι είδα, διάβασα και άκουσα, και έκτοτε συνέβησαν τόσα που ούτε που θα μπορούσα έστω να τα φανταστώ όταν δημοσίευα εκείνη την πρώτη ανάρτηση με το ποίημα Βιογραφία του Λειβαδίτη. Πάνω από χίλια πεντακόσια κείμενα, μια επίμονη αφοσίωση παρά τις όποιες εξωτερικές συνθήκες, δύο με τρία κείμενα την εβδομάδα, κυρίως για βιβλία που διάβασα και θέλησα κάτι να σημειώσω, ένα ημερολόγιο σε κοινή θέα.
Συνηθίζω κάθε χρόνο να ανεβάζω ένα κείμενο επετειακό, γενέθλιο, λιγότερο ή περισσότερο εορταστικό, με κοινή συνισταμένη το ερώτημα: πότε πέρασαν τόσα χρόνια; Δεκατέσσερα, λοιπόν, τα χρόνια του ιστολογίου αυτού, και φέτος, με αφορμή την επέτειο αυτή, θέλω να πω δυο λόγια για την ανάγνωση. Καθόλου πρωτότυπο, θα σκεφτείτε και με το δίκιο σας, γι' αυτή κυρίως γράφω εδώ, άλλωστε.
Η ανάγνωση, παρά την επικρατούσα άποψη, είναι μια πράξη ενεργητική ή ως τέτοια, τέλος πάντων, θα έπρεπε να εκλαμβάνεται και να βιώνεται. Ένα μονοπάτι που χαράσσεται σελίδα τη σελίδα, βιβλίο το βιβλίο, βήμα το βήμα. Κάποτε έγραφα: δεν ξεπέρασα ποτέ το γεγονός πως κάποια στιγμή σταμάτησαν να μου διαβάζουν ιστορίες και τότε κάτι έπρεπε να κάνω γι' αυτό. Η ανάγκη μας για ιστορίες φέρνει το βιβλίο στα χέρια μας. Το ίδιο συμβαίνει και με τις άλλες αφηγηματικές τέχνες, άλλωστε. Η ανάγνωση φέρει ένα βαρύ φορτίο. Στα ελληνικά, πλούσια γλώσσα κατά τα λοιπά, χρησιμοποιούμε για όλες τις εκφάνσεις το ρήμα διαβάζω. Διαβάζω λογοτεχνία, διαβάζω μαθηματικά, διαβάζω τα ζώδια, διαβάζω έναν χάρτη, διαβάζω την παλάμη, διαβάζω κυρίως για εξετάσεις, από υποχρέωση και χωρίς ιδιαίτερη ευχαρίστηση. Αλλά και πιο συγκεκριμένα, διαβάζω λογοτεχνία και διαβάζω για τη λογοτεχνία. Ποιος λέει μελετώ, ποιος λέει αναγιγνώσκω; Κανείς, θα έλεγα.
Μια ενοχή υπερίπταται. Δεν διαβάζω. Μυριάδες δικαιολογίες ακολουθούν. Φταίει το ένα και φταίει το άλλο. Η ψυχαγωγία και η απόλαυση παραμερίζονται χωρίς δεύτερη σκέψη, σαν να μην περνάνε καν ως ενδεχόμενο από τον νου, η ιδία βούληση απουσιάζει. Δεν χρειάζεται να αναφερθώ στην παρεξηγημένη έννοια του να αναφέρεται κανείς στο αποτέλεσμα και την εμπειρία της ανάγνωσης. Το ουσιαστικό αναγνώστης δεν αρκεί, το κριτικός φέρει ένα ιδιαίτερα βαρύ βάρος, συνυφασμένο με την παρατήρηση, τη διόρθωση, την επίπληξη, αλλά και τη δυσκοιλιότητα, θα πρόσθετα. Ακόμα δεν έχω μια ξεκάθαρη απάντηση όταν με ρωτάνε πώς να με προσδιορίσουν, τι να προσθέσουν δίπλα από το όνομά μου, τι είναι ακριβώς αυτό που κάνω, δεν τολμώ να πω: ψηφιακό ημερολόγιο ανάγνωσης, μεταξύ άλλων. Δεν νιώθω κριτικός, αλλά ούτε και το επαγγελματίας αναγνώστης με ικανοποιεί.
Ζούμε, εδώ και χρόνια, σε μια εποχή άποψης. Ο καθένας την εκφράζει με όρους απόλυτους, μου άρεσε δεν μου άρεσε. Έχει απενοχοποιηθεί ακόμα και η προϋπόθεση της επαφής με το υπό κρίση καλλιτεχνικό παράγωγο, δεν έχω διαβάσει, δει, ακούσει, αλλά έχω να πω πως. Συμβαίνει όλο και πιο συχνά, έτσι όπως η ταχύτητα αυξάνει διαρκώς, έτσι όπως μοιάζει με υποχρέωση κάθε ψηφιακού λογαριασμού να αποφανθεί οριστικά και τελεσίδικα. Μια από τις πιο αναληθείς απόψεις σχετικά με τούτο το μπλογκ, αλλά και σε μένα προσωπικά, είναι πως μόνο καλά πράγματα γράφω. Δεν θα είχε νόημα μια λίστα με κείμενα για βιβλία που δεν μου άρεσαν. Δεν θα είχε επίσης νόημα μια ένσταση περί διαβάθμισης μεταξύ μου άρεσε και μου άρεσε, ο ενθουσιασμός, βλέπετε, είναι συχνά δύσκολος στην αναγνώριση. Δεν θα είχε επίσης νόημα μια λίστα με βιβλία που παράτησα αργά ή γρήγορα καθώς η λοξή ματιά στη στοίβα με τα προσεχώς με δελέασε, ο χρόνος δεν είναι αρκετός, ποτέ δεν θα είναι αρκετός για όλα όσα θέλει κανείς να γνωρίσει.
Αυτό είναι, αναπόφευκτα, ένα κείμενο περιαυτολογίας, περισσότερο από κάθε άλλο μέσα στην κάθε χρονιά. Γιατί δίνεις εξηγήσεις, θα αναρωτηθεί κανείς. Γιατί αυτό είναι μέρος ενός συστήματος μπούνκερ απέναντι στην πραγματικότητα, μια υπό διαρκή κατασκευή άρθρωση από στοές και αίθουσες, ένα καταφύγιο αποσύνδεσης και ανάπαυσης, και θέλω να το υπερασπιστώ, είναι ζήτημα ζωτικής σημασίας για μένα. Αν θα έπρεπε με μία και μόνη λέξη να απαντήσω στην ερώτηση τι είναι για μένα η ανάγνωση θα έλεγα: μπούνκερ· και δεν θα χρειαζόμουν να συμπληρώσω κάτι.
Έλεγα όμως πως η ανάγνωση είναι πράξη ενεργητική, ένα απέραντο λιβάδι με λογιών λογιών φυτά, πολύχρωμα λουλούδια, βότανα και βάτα. Κάθε αναγνώστης χαράζει το δικό του μονοπάτι, επιλέγοντας να σταθεί ή να προσπεράσει, να μυρίσει ή να φτύσει. Η ανάγνωση, επίσης, είναι παράλληλη της ζήσης, οι εξωτερικές συνθήκες την επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό. Είναι ένα μονοπάτι αυτογνωσίας, η ανακάλυψη του ίδιου μας του εαυτού, τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει, τι μας συγκινεί και τι μας θλίβει ή μας εξοργίζει, τι έχουμε ανάγκη τη δεδομένη στιγμή, με ποιους μοιραζόμαστε το ταξίδι αυτό και με ποιους όχι. Η ανάγνωση δεν περιορίζεται στη φιλολογία, αλίμονο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Πόσο βαρετή θα ήταν τότε η ζωή ολάκερη; Τι φρίκη!
Προφανώς η ανάγνωση διαθέτει χαρακτήρα ιδιαιτέρως υποκειμενικό, ενώ κατά περίπτωση διέπεται από διαφορετικές αφετηρίες και προσωπικές αναζητήσεις. Δεν διαβάζουμε όλοι οι άνθρωποι για τους ίδιους λόγους. Η απόπειρα ακριβούς χαρτογράφησης και αυστηρής θεωρητικοποίησης περισσότερο συνάδει με καμπύλες κατανάλωσης, παρά με μια πράξη, όπως προείπα, ενεργητικού και υποκειμενικού χαρακτήρα. Να το θέσω απλά με ένα ερώτημα: Πόσες φορές ένα βιβλίο, παρότι τεχνικά άρτιο, δεν σας ενθουσίασε; Πόσες φορές συνέβη το αντίθετο, επίσης; Η φιλολογία και η κριτική προφανώς και είναι σημαντικές και για την ίδια τη λογοτεχνία, αλλά δεν είναι αρκετές για να καλύψουν όλο το εύρος της εμπειρίας, είπαμε: καθένας διαβάζει για τους δικούς του λόγους, συχνά ποικίλης έκφανσης ανάλογα με τις συνθήκες. Παρατηρώ δεξιά και αριστερά ανθρώπους να απογοητεύονται οικτρά επειδή δεν τους άρεσε ένα βιβλίο που από άλλους, ειδικούς ή μη, υμνήθηκε. Τίποτα το παράξενο δεν διακρίνω σε μια τέτοια συνθήκη. Εκείνο που θα μπορούσε όντως να εξαγριώσει κάποιον θα ήταν η τεχνική αποθέωση ενός κακογραμμένου βιβλίου. Και όμως, δεν υπάρχουν πολλά κακογραμμένα βιβλία, υπάρχουν όμως πολλά αδιάφορα για εμάς βιβλία, και η αδιαφορία είναι χειρότερη.
Και στη συγγραφή ισχύει κάτι ανάλογο. Η έμπνευση και η τυχαιότητα, ναι η τυχαιότητα, είναι σημαντικές συνισταμένες που η θεωρία που τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής επινοούν διαρκώς ώστε να την πουλήσουν σε επίδοξους γραφιάδες ως συνταγή επιτυχίας αδυνατεί να ονοματίσει. Είπαμε: πολλά βιβλία είναι τεχνικά άρτια και όμως κάτι τους λείπει, αυτό το κάτι είναι που η θεωρία δεν μπορεί να εντοπίσει. Ευτυχώς, θα πω. Ακόμα πιο ευτυχώς σήμερα που η τεχνητή νοημοσύνη συγγράφει πατώντας στη θεωρία και τα δεδομένα, όσο πιο πολλή τροφή της δώσεις τόσο πιο πολύ τη βοηθάς. Αν υπάρχει μια ελπίδα η δημιουργία τέχνης να παραμείνει ένα ανθρώπινο γνώρισμα, ανοιχτό στην έκπληξη και στο μη αναμενόμενο, είναι αυτό το άγνωστο, το ταλέντο, η έμπνευση, οι συνθήκες, το τυχαίο, η απόπειρα σε σκοτεινά νερά, η επιθυμία για έκφραση, η αναμέτρηση με το άγνωστο κόντρα στη λογική, ο πειραματισμός, η προσωπική ικανοποίηση, ακόμα και η ματαιοδοξία του υποκειμένου. Δεν υπάρχει συνταγή, ευτυχώς. Υπάρχει θεωρία, υπάρχουν αρχές, υπάρχει η αναμέτρηση του υποκειμένου ως δέκτης της τέχνης του, αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα, κάτι που δεν μπορεί να περιγραφεί και να κωδικοποιηθεί επακριβώς.
Η ανάγνωση είναι πράξη ενεργητική, ένας σωρός που με τον χρόνο μεγαλώνει. Ένας σωρός που σιγά σιγά παίρνει κάτι από το σχήμα και τη μορφή μας, γίνεται ένας καθρέφτης, έτσι όπως οι ίδιοι επιχειρούμε να απαντήσουμε στο γιατί μας άρεσε ή όχι ένα βιβλίο, γιατί μας ενθουσίασε· εκεί, στην απροσδιόριστη και αχαρτογράφητη αυτή περιοχή είναι πιθανό να βρούμε απαντήσεις καθοριστικές· γι' αυτό επιμένω να γράφω εδώ για ό,τι διάβασα, είδα και άκουσα, εμένα πρωτίστως αναζητώ και ακολούθως την επικοινωνία, η ματαιοδοξία, προείπα, δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να εξαιρεθεί των απαντήσεων στο ερώτημα: τι σε κρατάει ακόμα εδώ;
Για το τέλος, το ποίημα εκείνο του Λειβαδίτη:Βιογραφία
«Πρέπει, οπωσδήποτε, ν'αλλάξω ζωή, αλλιώς
είμαι χαμένος. Βέβαια, έχω καιρό μπροστά μου, είμαι ακόμα
νέος. Αν μπορούσα να ξεφύγω αυτήν την άθλια καθημερινότητα,
υποχρεώσεις και συνήθειες και συμβιβασμοί, αν σταθώ
λιγότερο εύκολος
στις διάφορες προφάσεις - μα ιδιαίτερα
αν βάλω πια ένα τέλος σε τούτες τις αιώνιες αναβολές.
Τότε, αλήθεια, ίσως φτιάξω κάτι, ίσως μάλιστα και κάτι το
μεγάλο
όπως ονειρευόμουν από παιδί...»
Έτσι έγραφε κάποιος ένα βράδυ με χέρια που τρέμανε.
Κι έκλαιγε. Ύστερα νύσταξε κι αποκοιμήθηκε.
Το πρωί, μόλις θυμόταν κάτι αόριστα. Και σε μερικά χρόνια
πέθανε.
Η ανάρτησή σας αποπνέει λαμπρότητα! Διορατική, καλά διατυπωμένη και ένα αληθινό κόσμημα. Σας ευχαριστούμε που μοιραστήκατε την πολύτιμη προοπτική σας. Αποκτήστε πρόσβαση σε αποκλειστικό περιεχόμενο για το Aviator στο blog μας.
ΑπάντησηΔιαγραφή